Ελληνοτουρκική σύγκρουσις δεν υπήρξε, αλλά και να υπήρξε ήτανε «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε», ήτοι μια μουτζούρα στο μέτωπο της θεάς Αμνησίας.
Στην ουσία ανέλαβα ως συγγραφεύς να διδάξω και να διδαχθώ μια ιστορία βαθέος ρομάντζου που ήταν κατάλληλη για να συγκινήσει τα βλέφαρα μιας αποφοίτου λυκείου αλλά τελείως ακατάλληλη για επιδιόρθωση της οφθαλμικής κόγχης ενός συγγραφέα τύπου Τζέην Εϋρ, δηλαδή μιας διαδρομής μέσα στις σκονισμένες εκδόσεις ενός παρωχημένου βιβλιοστασίου.
Δεν χρειάστηκε να διαβάσω το κείμενο δεύτερη φορά.
Η πλοκή ήταν βαρετή και αναμενόμενη.
Κανονικά μια τέτοια ρομαντίλα θα μπορούσε εύκολα να ξενερίσει προς μια ουράνια σύγχυση, οπότε, κλείνοντας την ανάγνωση θα είχαμε την τραγική καρικατούρα μιας προδομένης σχέσης.
Σιωπηρώς, έλαβα το χειρόγραφο και διάβασα φωναχτά το αρχικό κείμενο.
Ήταν τόσο εξόφθαλμα άτεχνο ώστε δεν χρειάστηκε όντως η ανάγνωσή του.
Πάντως στη θέση ενός «πειραγμένου» κειμένου εμφανίστηκε αυτό που διάσημοι φιλόλογοι ανέλυαν ως «καημό του χειρογράφου» δηλαδή ένα μνημείο άτεχνης αντιγραφής που δεν είχε το όμοιό του από το βαρετό Λίβερπουλ στην κώμη Γκούντα.
Το κείμενο που πόθησα είχε αυτόματο μηχανισμό επανάληψης δηλαδή μπορούσε να επαναλαμβάνεται με φωνές από τέσσερα μικρόφωνα και με ικανό αριθμό ναζιού, ενώ τα χειροκροτήματα των ακροατών ήταν συντεταγμένα στην Ουγγρική γλώσσα.
Τηλεφώνησα στην καλή μου, δέχτηκα την παγωμένη της αντίδραση και γύρισα σπίτι, έτοιμος να θερίσω άλλη γραμματική, άλλο μικρόφωνο κι ένα σωρό απατηλές ανταύγειες λογοτεχνίας.