Περπατώντας χθες το βράδυ, περασμένες 10, την Άργους από τον Άγιο Μελέτιο προς το σπίτι, κύμα κύμα μου άγγιζε το πρόσωπο η μυρωδιά του άνθους της νεραντζιάς. Πριν μια βδομάδα είχα προσέξει τα μπουμπούκια κλειστά μέσα στη φυλλωσιά. Σήμερα το μεσημέρι το κύμα έγινε βυθός σε φως που είχε δρόμο ακόμα μέσα στη μέρα.
Τις προάλλες, πρωί, περιμένοντας σε φανάρι στην Πατησίων προς τη δουλειά, μια απερίγραπτα δυνατή μπόχα με άρπαξε από τα μούτρα. Δίπλα μου στάθηκε ένας ρακένδυτος που παραμιλούσε λαλημένος την ώρα που η ακαθαρσία του έτρεχε ρυάκι από το μπατζάκι στο παπούτσι κι από εκεί στο πεζοδρόμιο.
Δεν έχουμε αναισθητοποιηθεί τελειωτικά. Έχουμε σκληρύνει, σίγουρα, αλλά βρίσκεται αρκετή καθημερινή ομορφιά γύρω μας που γλυκαίνει την ψυχή και βαστάμε. Οι ανοχές μας και οι αντοχές μας έχουν μεγαλώσει αλλά στο τέλος της ημέρας δεν έχω ακούσει κανένα να λέει πετάξτε τους στον Καιάδα ή μαντρώστε τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Θα έρθει στιγμή που οι αντοχές και οι αντοχές θα στενέψουν τόσο που θα είναι ο καιρός των αδιαπραγμάτευτων απαιτήσεων.