Συναντήθηκε με τον παντρεμένο ύστερα από παρότρυνση κοινού γνωστού, ο οποίος γνωστός δεν ήθελε κάτι παραπάνω από μια αρπαχτή ενώ ο παντρεμένος ήθελε μια σταθερή γνωριμία, δίχως δέσμευση, σε καθαρά σεξουαλική βάση. Κάτι τέτοιο είχε ανάγκη και αυτός. Έξι χρόνια μεγαλύτερος του, με παιδί κι εγγόνια. Έδεσε η σχέση, απέκτησε μονιμότητα, συνεπείς οι δυο τους στους ξεκάθαρους αρχικούς όρους. Αντάμωναν σχεδόν κάθε δεκαπέντε, κυρίως καθημερινές το βράδυ. Του τηλεφωνούσε ο παντρεμένος από το καφενείο, εκεί ήταν η παρέα του, εκεί που έβλεπε μπάλα με φίλους. “Στο καφενείο είμαι, είσαι σπίτι; - σε είκοσι λεπτά θα είμαι εκεί”. “Μια ευθεία είκοσι λεπτών ενώνει τα σπίτια μας” – του βεβαίωνε με χαρά.
Γνώρισε σιγά σιγά τη ζωή του, έμαθε γι' αυτόν. Περίμενε ο παντρεμένος να βγει οσονούπω σε σύνταξη, είχε δική επιχείρηση, μηχανουργείο, δούλευε με παραγγελίες. Ήταν ο πιο ομιλητικός, ο άλλος όχι τόσο αν και του άρεσε ν' ακούει. Σαν τελείωναν του έβαζε δύο δάχτυλα ουίσκι, η μυρωδιά της ένωσης πάνω στα κορμιά τους. Όπως ήταν χαλαροί και ημίγυμνοι στα σεντόνια του έδειχνε, πάλι με χαρά αλλά κυρίως περηφάνια, τις κατασκευές του, φωτογραφίες στο κινητό. Ήταν ανοιχτόκαρδος άνθρωπος. Του έδειχνε και τα δύο του εγγόνια, της κόρης παιδιά, είχε αδυναμία στην κοπέλα, την “τσαούσα”. Καμιά φορά μιλούσε και για το γιο του που είχε σκοτωθεί μπροστά του, σε ατύχημα. Είχε σκοπό να μάθει τη δουλειά στο γιο, να του δώσει την επιχείρηση. Τη χρονιά της γνωριμίας τους είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από την απώλεια του παιδιού και η φωτογραφία του δεκαεννιάχρονου στο πορτοφόλι, όχι στο κινητό. Τον ρώτησε: δεν μιλούσε πότε για αυτό με τη γυναίκα του. Η “κυρά”, έτσι έλεγε τη γυναίκα, στενοχωρήθηκε πολύ και τύλιξε τη στενοχώρια με σιωπή. Την αγαπούσε την κυρά, την πήγαινε και ταξίδια στο εξωτερικό με γκρουπ. Δώσε πάλι, περισσότερες φωτογραφίες.
Δεν έκρινε τον παντρεμένο, είχε ενσυναίσθηση, δεν έκοβε κι έραβε τις επιθυμίες και τις ανάγκες των άλλων με δικό του μέτρο για να του ταιριάξουν γάντι πριν τις κατανοήσει.
Του άρεσαν πολύ οι γάμπες και οι μηροί του παντρεμένου, γεροδεμένος παρά την ηλικία, έπαιζε μπάλα ακόμα με φίλους.
Μια φορά του θύμωσε, ύστερα από λάθος συνεννόηση και δεν είχε γυρίσει ακόμα σπίτι. Στήθηκε ο παντρεμένος από κάτω μέσα στο αμάξι αλλά σαν πέρασε η ώρα έπρεπε να φύγει. Τον μάλωσε λίγο, του είπε ότι τον κούραζε το ραντεβού πάντα την τελευταία στιγμή. Το απορημένο, λίγο στενοχωρημένο, ύφος του παντρεμένου τον στενοχώρησε κι αυτόν. Συνέχισαν όπως είχαν συνηθίσει.
Τον παρηγόρησε σαν του έκλεψαν το σκυλί, που το αγαπούσε και το είχε να φυλάει το μηχανουργείο.
Το κράτησαν για αρκετά χρόνια, σχεδόν επτά, μέχρι πριν την πανδημία. Σταμάτησε να του τηλεφωνεί ο παντρεμένος κι αυτός απορημένος του τηλεφώνησε να μάθει. Κάπως βιαστική η απάντηση – δικαιολογία, πρόβλημα με την κόρη που χώριζε συν κάποια επιπλοκή από την επέμβαση στο μηνίσκο. Δεσμεύτηκε ότι θα τηλεφωνούσε να ξαναβρεθούν. Δεν τηλεφώνησε κι έτσι αυτός δεν ενόχλησε δεύτερη φορά, σίγουρος ότι είχε βρεθεί κάτι άλλο. Πικαρισμένος λίγο, θυμωμένος λίγο, δεν ήταν μόνο ότι ξεβολεύτηκε - όχι βέβαια. Συμβαίνουν αυτά είπε στον εαυτό του και συνέχισε – τί συνέχισε δηλαδή; ήρθε εγκλεισμός και η δυστοπία της πανδημίας, η οριζόντια παραίτηση και η στρέβλωση της αντίληψης και του βιώματος της ζωής μας – δημόσιας και ιδιωτικής. Έτσι την αστοχία της σχέσης αυτής την παρέσυρε το ποτάμι μιας νέας πραγματικότητας παραμόρφωσης η οποία μονοπωλούσε τη σκέψη του.
Το Facebook. Είχαν γίνει φίλοι αλλά σεβόμενος τη ζωή του από διακριτικότητα δεν άφηνε ίχνη στον τοίχο του παντρεμένου, τον οποίο εξάλλου σπάνια ο δεύτερος ενημέρωνε. Και αντίστροφα.
Αχ το Facebook. Προσωπικοί λογαριασμοί που χάσκουν μαυσωλεία για όσους πεθαίνουν, όπως σε εκείνες τις ταινίες με τα εγκαταλειμμένα στο κενό διαστημόπλοια, για αιώνες παγωμένα.
Αρρώστια. Είδε τις ευχές από φίλους στον τοίχο του παντρεμένου, διάβασε το “καλό παράδεισο”.
Έμπαινε η άνοιξη του 2021.Τηλεφώνησε σε φίλο και με τον καφέ του Γρηγόρη στο χέρι περπάτησαν γύρω από το συντριβάνι στην Ομόνοια. Του μίλησε για τον παντρεμένο κι έπειτα κάθισαν στο πεζούλι, αντικρίζοντας τη δύση, πέρα από την Αγίου Κωνσταντίνου. Μίλησε για τον παντρεμένο πρώτη και τελευταία φορά.
Κάποιες μέρες αργότερα συνειδητοποίησε ότι ένα εικονοστάσι στην άκρη δρόμου της γειτονιάς του, όπως αυτά που βρίσκουμε στην άκρη εξοχικών δρόμων, κακότεχνο, είχε γραμμένο στη μια πλευρά το όνομα του Αγίου, το όνομα με το οποίο τον είχαν βαφτίσει.
Κάθε φορά που περνά πεζός από 'κει, μια στιγμιαία, αυτόφωτη σκέψη συνεχίζει τη θύμηση εκείνης της ξεκάθαρης “ευθείας των είκοσι λεπτών” που τους ένωσε για κάτι λιγότερο από επτά χρόνια.