Αφού εντυπωσίασε τον πνευματικό κόσμο της γνωστής Ψωροκώσαινας με ένα ευθυμογράφημα για το Ιωβηλαίο της Ελληνικής Δικτατορίας του 1967, ο κύριος Στάθης Καλύβας, παρουσίασε δύο ώρες μιας μόνιμης απορίας την οποία κάθε δεκάχρονος που υπέστη αφανές μπούλινγκ, εκπέμπει: πώς γίνεται και η αθλιότης των Ελλήνων να εναλλάσεται με περιόδους δόξης;
Όχι, μη καρφώνεστε αδίκως. Ο άνθρωπος θέτει ένα ερώτημα, κι αυτό είναι απολύτως νόμιμο. Μόνον που δεν ξεκινά από την βασικά: την συνύπαρξη δουλείας και μεγάλων πολιτικών προσωπικοτήτων της Αμερικής, το φαινόμενο «Γαλλία» όπου μετά την Μπελ Εποκ και τους Βερλαίν, τα καλύτερα τεθωρακισμένα και την υπεροπλία έναντι των Ναζήδων, η χώρα του αλοζανφάν υπέστη την ήττα της αρκούδας. Επίσης το ρεζίλι του Περλ Χάρμπορ την επαίσχυντη Διέππη, τον προβληματικό Μόντυ και πλήθος κακοδικίας και ατυχιών, όπου μεγάλες χώρες γνώρισαν επώδυνη αθλιότητα. Όχι. Ο κύριος Καλύβας, στην πρώτη ωριμότητα της ηλικίας απορεί και εξίσταται πως η Ελλάς την πάτησε το 1897 και συνήλθε το 1912. Μεγάλες απορίες που σε μία υποθετική Δευτέρα Γυμνασίου, θα την πλήρωνε με ημερήσια αποβολή.
Αντ' αυτού διάλεξε αίθουσες με Λανθιμικό περιβάλλον, οξυκόρυφων τόμων με γελαστούς ακαδημαϊκούς δασκάλους, πάντα ετοιμόλογους και γελαστούς. Από το Βυζάντιο, την διαχρονική αυτή ξεφτίλα, έως έναν τραπεζίτη που έσωσε προσχήματα τινα, ο Κύριος Στάθης Καλύβας, ουκέτι ως Φοίβος έχει καλύβην, ουδέ μάντιδα δάφνην. Του καρφώθηκε μια παιδική απορία και την παρουσιάζει σε προεπιλεγμένο πεδίο μάχης.
Κύριε Καλύβα, απαντώ στα ερωτήματά σας, υπείκων στο «απορία ψάλτου βηξ» με αριθμούς και λέξεις-σύμβολα, προς φωτισμόν και φωταύγειαν:
1854,1878, Ηλίν Ντεν, η μέθοδος του αυτονομείν προς άγραν εγκύρου κράτους, Αμπού, Δούκισσα της Πλακεντίας, μάχη των Οχυρών, Τσολακογλου, 1967, 1974, «θα γεμίσεις μ' ένα «ναι» γαλανέ μας ουρανέ». Α, και πυροβόλο Δαγκλή-Σνάιντερ. Κι ένας παπάς να κλείνει τα μάτια του Λορέντζου Μαβίλη.