Τα Ραφάλ μου προκάλεσαν καρδιωγμό και εφιάλτες. Έχουν την εύφημη μνεία ενός γιαπωνέζικου Ζερό και την φήμη ενός Σπιτφάιρ ή ενός Me 109, και μόλις ξανάβαλα τη σπάθα στο θηκάρι, καθώς μόλις τελείωσα την ανάγνωση των γεγονότων του 1944, όπου η ποσότης και η χύμα ποιότης ενός Κέρτις ΛεΜέη έπηξε το αίμα μου ενώ μάθαινα για την Οκινάουα. Γενικά, έχω μια σύσταση όταν «ο θάνατος το στρώνει» αλλά απαιτώ ολοκληρωμένη αφήγηση αγγλοσαξονικού ύφους: τίποτε πολύ, τίποτε αναλυτικό, γράφε το όπως ο Τσώρτσιλ.
Αυτός ο πρόλογος, επίτηδες συσκοτισμένος, έχει στόχο να υπακούει σε μια παλαιά μου συμβουλή: σε ένα βραχύ κείμενο, φεύγε τα λογοτεχνικά, παρεκτός και γράφεις ποίηση, οπότε σώπα.
Είναι προφανές πως η φτώχεια, φτώχεια ύφους, περιγραφικών μέσων, ποιότητας γραφής και μνησικακίας, αυτή η φτώχεια κυβερνά την πεζογραφία εν κινήσει. Και η χώρα μου κυβερνιέται από εναλλακτικές μορφές φτώχειας. Αν δεν υπάρχουν τα κότσια να μιμηθείς τον Τσώσερ, ιδίως αν βαριέσαι, μιμήσου τον Παζολίνην που τον ήκαμε ταινία.
Η διαδοχή αναιτίων γεγονότων: τα τσιτσιλαριά.
Mία προγιαγιά μου, η Μήτσαινα, χήρα Δημητρίου Βλαχόπουλου, που τον εβάρεσε το άλμπουρο στο Πόρτο Κουφό επί Νεοτούρκων και την άφησε με επτά θυγατέρες στην Αιγάνη, κατοικούσε μεσοπολεμικώς με τη μάνα μου τη Λιολιώ, περιοχή Περδίκα στην Ευζώνων και ήταν υστερική με την καθαριότητα. Συγκεκριμένα ξέπλενε το χάσικο ψωμί της φόρμας και το κρέμαγε σε παστρική μαξιλαροθήκη με μανταλάκια για να στεγνώσει. Η Λιολιώ και η αδερφή της η Ρίτσα, παιδοπούλες πριν από το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, έχασκαν μπροστά στο περίτεχνο ντυμένο με υφαντό σκαμνέλι της και διασκέδαζαν όποτε το ακουμπούσαν παρουσία της με το δάχτυλο, οπότε η γραία εξαγριώνονταν και τους μάλωνε βλαχιστί με την αρά «ούι, κατσάου» που ακόμη δεν έμαθα τι σήμαινε. Κι όπως συνέβη και με άλλες γερόντισσες, το ντιβάνι όπου εκοιμώντο, είχε τρόφιμα αποκάτωθεν που συγκεντρωνε απ' όλη τη φαμίλια, ήτοι γαλέτες, κασέρια και κονσέρβες.
Η μάνα μου πάλι (1922-2016) διέθετε βραχύ ιδιωματικό λεξικό, από Λιτοχωρινές αναμνήσεις που χρησιμοποιούσε: «χασαπιό» το χασάπικο, πηρόνι και όχι πειρούνι, τέτοια, που χρησιμοποιούσε με τους γονείς της άχρι θανάτου των. Και ως δασκάλα, έλεγε «σιλάνς» αντί σκασμού και όποια γαλλικά θυμότανε από το δεύτερο Γυμνάσιο. Αλλά η εθάδα ιαχή της ήταν όταν και όποτε μιλούσε για κουτσομπόλες γειτόνισσες, όπου και να βρέθηκε. Ήταν «τσιτσιλαριά», ομάδες από γειτόνισσες που εκάθηντο αποβραδύς σε μαύρα σκοτάδια και σχολίαζαν τα νέα της γειτονιάς, επικεντρωμένα σε μοιχείες, ομορφούλες γειτονοπούλες που τις έθαβαν και ανακριτικές διαδικασίες εάν κάπνιζαν οι έφηβοι και αν δεν χαιρετούσαν.
Στα κανάλια της πανδημίας και στα επιτελεία των πρωινάδικων με ολίγα μεσημεριανάδικα άλλων εκπομπών, διατηρούνται εστιάδες παρουσιαστριών, με ένα επιτελείο τυπικών τσιτσιλαριών που κρίνουν τα πάντα, με μόνο ασφαλές κριτήριο πως αγνοούν τα πάντα. Όλα τα κανάλια. Ενίοτε ενυπάρχουν και ανδρώες παρουσίες, όπως του Ευαγγελάτου που τηρεί συγκρατημένον χατζηαβατισμόν. Λειτουργούν ως αυτοδιοίκητη ομάδα ζηλωτών, προλαβαίνοντας προθύμως αυτό που θεωρούν «αποκλειστικότητα». Βεβαίως υπακούν σε εντολές άνωθεν και μάχονται ως πραιτωριανοί να διασώσουν την κοόρτη αυτών. Αλλά υπάρχει και δεύτερο ωστικό κύμα τσιτσιλαρικό, κατά το καλό μεσημεράκι, που καταλαμβάνει ένας παράξενος παρουσιαστής με μία υπερταλαντούχα παρτενέρα, μπελατρίς, ενώ αυτός διαθέτει ασταθή φωνίτσα, ακατάλληλη για τραγωδό και προφανώς στιχουργεί ωσάν κακέκτυπο του Αττίκ, πλην με αμέτρητες πόζες και συχνή την επίκληση σε κάποιον «Στέλιο». Επίσης κατηγορεί την αφανή παραγωγό του, ονόματι Αγγελική, που την μνημονεύει συχνά.
Το όλο τσιτσιλαρικό πρόγραμμα διαρκεί από τέσσερις έως και δέκα ώρες. Αν τύχει και δεν έχει ενδιαφέρον καμία τριτοκλασάτη ταινία, την εβάπσατε. Ίσαμε δώδεκα φορές είδα την Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν και φυλάω για φρικτές, κατοχικές ημέρες, τη Λιστα του Σίντλερ.Προκειμένου να συντύχω πολιτικό αρχηγό, δήμαρχο, ή κυβερνητικό στέλεχος που παρίσταται αχάπαρος, αμνήμων και επιστάτης σε υπηρεσία με ντουρτουβάκια -είναι δεν αυτά τάγματα εργασίας επί βουλγαρικής κατοχής, προτιμώ να πέσω στην άλλη φάουσα: των διαφημίσεων.
Τζόγος και ριάλιτι ποίηση
Πρώτα ο «Βϊκος» και τανύν ο «Όλυμπος» παρέχουν στιβαρά ποιητικά κείμενα να τραβάς τα μαλλιά σου, εάν έχεις την ευτυχία να διαθέτεις. Αλλά το συντριπτικό ποσοστό είναι του υγιούς τζογαδορισμού. Σκετσάκια μπιρ παρά στοιχηματικών εταιρειών που έχουν ξεσαλώσει ασυδότως. Βέβαια υπάρχουν και μουσικά προγράμματα, αλλά έχουν έναν επιπόλαιο, μελαγχολικό χαρακτήρα, και μια ολότελα βαρετή στιχουργία.
Εδώ δεν έχει τσιτσιλαριά. Αλλά διατίθεται αφόρητη ακρίβεια επειδή ο Μπάιντεν έκαμε φιλολογικό σφάλμα και οι Ουκρανοί, να ζήσει το Μπάμπι Γιαρ, διαδίδουν ότι ξημέρωσε ο Ιούλιος του 1941 και θα πάρουνε τη Μόσχα και την Ρασπουτίτσα της οι ναζήδες.
Πώς την βγάζουμε, καρντάσια και ολίγες καρντασίνες που διασώθηκαν αυτές τις ημέρες που μήτε χρονιάρες είναι, μήτε θρηνείται ο χαμός του Μίθρα;
Σήμερα επικρατεί το φως των μυστικοπαθών αιρέσεων και ο θάνατος. Οι ενιστάμενοι, ας περιμένουν τρεις εβδομάδες να απαντηθεί η καταγγελία τους. Η θρυλική φράση (και ολότελα ανακριβής) πως «το καλό πράμα αργεί», σήμερα υλοποιείται στην πτωχομάνα Θεσσαλονίκης, Εγνατίας τετρακόσια έξι, βάλε φανελάκι πριν να φέξει.
Και για την ακρίβεια δε βλέπω να μιλά κανένας. Λέω να ανοίξω το θέμα κατά την πρωτομαγιά.