Ο Γιάννης Γιαννούλης, οδοντίατρος και άκεφος συντηρητής της ζωής, στην παρέα ήταν ο Γούφαρος ή Γούφας, είτε από τις «αντιγραφές» του Σεφέρη, είτε ως εξάρτημα της φράσης του «δαίμονα της πορνείας», «ο Βισκούντης πέθανε από την πείνα σε μια γούφ». Είχε πατέρα αστυνομικό και μάνα δυτηκομακεδόνισσα, και εδεσμοφυλάκει τους αριστερούς, νήπιο ακομη, σε διάφορους τόπους εξορίας. Για την παρέα μας, στο Πέμπτο Αρρένων, ήταν ο εγκάρδιος τύπος με το μπομπινόφωνο.
Αρχικά, απέκτησε φουσκωτή βάρκα, ως κάτοικος Ζαγοράς Πηλίου και με επιβάτη έναν γάτο, ψάρευε. Αργότερα γίναμε αυτοκόλλητοι, εστάθη εκ των ηρώων της «δεξιάς ερωμένης» μου και έφτασε σε κορυφώσεις του βίου, διασκεδάζων στο ίδρυμα «Μανδραγόρας» που το έληγε αξημέρωτα ως θεατρικό ηβέντ, στο Σαντέ του Κικιρίμπα, με ένα σενάριο που έληγαν οι ατάκες του σε «ωφ». Επίσης σκεφτήκαμε και υλοποιήαμε ένα στρστηγικό παιχνίδι με τίτλο «Ειρήνη και Αφοπλισμός». Απέκτησε μια κορούλα που με έλεγε «κύριο Φύτο».
Αργότερα, κατέληξε στα Κύθηρα και στείλαμε μιαν απόστολή εκεί. Τελευταία τον βάρεσε η αρρώστεια και έρχονταν μέσω Πειραιά για εξετάσεις ώσπου κατέληξε με δραματικές συνθήκες Εταίρος του Χάροντα.
Ήταν αυτός που παίζοντας με το πατρικό πιστόλι, έστειλε μια σφαίρα στο κούφωμα του σαλονιού. Έχει λίγα χρόνια που συγχωρέθηκε και σπανίως δεν τον θυμάμαι με άκρα μελαγχολία.