Όταν παίζεται σε επανάληψη η λοιμική του Θουκυδίδη και η «Μονοτονία» του Καβάφη, μη περιμένετε πολυτέλειες, που θα ΄λεγε ο Μποστ. Η απομόνωση που τραβάμε έχει όλα τα τυπικά μεσαιωνικά χαρακτηριστικά που μας έχει συνηθίσει η μητριά Ιστορία. Μεταπολεμικά, είναι η πρώτη φορά που μια πανδημία έχει σκαλώσει, ως bird on a wire, σε μια πολυμορφία διαφορετικών πεποιθήσεων. Ο κλήρος, οι καθεστωτικοί πολίτες που κόβουν πρόστιμα, το τι μέλλει γενέσθαι με παιδιά και εγγόνια, το μεγάλο ριγκ όπου ξεσκάνε οι γιατροί και τα γιατρουδάκια αποτελεί το πλαίσιο δράσης κάθε πικραμένου.
Δεν αναφέρομαι, παρόλο που ψοφάω να το πράξω, στον προσφιλή μου Γιάννη Αντετοκούμπο που ακμάζει δικαίως, αγνοώντας πως ταυτόχρονα λανσάρει μια ανυπόφορη στοιχηματική εταιρεία. Βρίσκω πολλές δικαιολογίες για τον ξεπεσμό των ελληνικών τηλεοπτικών οδοιπορικών προγραμμάτων που έχει συμπαρασύρει όλα τα Βαλκάνια. Παρουσιαστές ελαφράς ταξιαρχίας που δεν ευδόκησαν έστω να ρωτήσουν «ποιοι είναι αλήθεια αυτοί και πού πάνε».
Αλλά δεν αντέχω να «αφορίζονται» οι Μόσιαλος και Χωμενίδης επειδή ο κάποτε Άγιος Καλαβρύτων, αντικανονικά προχωρεί σε έναν παρωχημένο στιγματισμό. Η πλάκα και το γέλιο έγκειται στο ότι η Εκκλησία και η Σύνοδος δεν ενοχλήθηκαν. Και υπάρχει λόγος: πριν από χρόνια, κάποιοι τα έβαλαν με τον Βελόπουλο της «Ελληνικής Λύσης» επειδή διατείνονταν ότι πουλούσε (ή ξεπουλούσε, θα σας γελάσω) αλληλογραφία του Ιησού Χριστού. Η υπόθεση ντουμπλάρεται από τον Χωμενίδη, που αγωνίζεται επαγγελματικά να ερεθίσει αυτάκια, φερμάροντας ένα παλαιό σενάριο για έναν εκατόνταρχο, τον Πάνθηρα, και την Παναγία.
Και ο μεν Βελόπουλος, πιο απλά, μνημόνευσε υπό διακριτική απόκρυψη την ιστορία με τον Αύγαρο (οι θεολόγοι ξέρουν) ήτοι τον πέμπτο ηγεμόνα της Οσροηνής που ο Ευσέβιος παριστάνει να αλληλογραφεί με τον Ιησού. Τώρα, ο Χωμενίδης δεν αντέχει, και κοινοποιεί για τους φευγάτους αναγνώστες του νέου αιώνα την κακόηχη φήμη πούθε και πώς προέκυψε η Παναγία, προφανώς από κακογλωσσιές εθνικών, οι οποίοι εξάλλου, έσερναν στους Χριστιανούς όλα τα ηθικά δεινά του κόσμου ― από ανθρωποφαγίες έως άσεμνα γαϊδουροκέφαλα μαρτύρια στον Σταυρό.
Ο Κέλσος, ξεπατικωμένος από αντιγραφή του Ωριγένη, εξηγεί: «[Ο Ιησούς] Γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Ιουδαίας από μια ντόπια, άπορη χειρώνακτα που ο άντρας της, ένας μαραγκός, την έδιωξε από το σπίτι σαν έμαθε ότι τον απατούσε μ’ έναν στρατιώτη που τον έλεγαν Πάνθηρα».
Η κακογλωσσιά και η καταλαλιά ήταν πάντοτε ο κύριος λόγος κάθε θρησκευτικής διαμάχης. Βέβαια, μόνον ορκισμένος αγνωστικιστής εκατόνταρχος 28 ετών θα μπορούσε να βάλει λογάκια σε μια δεκατετράχρονη στην αφήγηση του Χ. πως «Έτσι έλυσε τα μαλλιά της και γδύθηκε το μπαλωμένο της φουστάνι. Και κόλλησε το σώμα της στο σώμα μου». Πλανάται ο συγγραφέας μας, θεωρώντας πως ένας κεντυρίων, έστω και τριάριος, δεν ήταν πειθαρχικός και ποτέ περιφρονητικός, ωσάν Βιετ Μινχ στο Ντιέν Μπιέν Φου.
Αυτό το «ξεμπρόστιασμα» και η άρση κάθε ηθικής αξίας στην θρησκευτική πίστη, οδήγησε επί αιώνες σε ιερές εξετάσεις και ανακρίσεις μετά βασανιστηρίων.
Κυκλοφορεί απομόνωση βαρβάτη στην Αγορά και στο Forum, και ο Μπεν Χούρ εγράφη και δεν προβλέπεται να ξανακοιτάξω τον «Χιτώνα» και την «Φαμπιόλα». Τα μυαλά βάλτωσαν με τόσους μήνες Μαγιορκίνη και κάτι επιτήδειες στατιστικές για κατηχητόπουλα.
Αν ο γνωστός συγγραφέας επιθυμούσε το ανόσιο χωρίς να κατηγορηθεί, δεν είχε παρά να στρεβλώσει το «ιστορικό» αφήγημα, σε «μυθιστορικό». Δεν θέλει μήτε έξτρα νιονιό, μήτε τίποτε. Απλώς να τεθεί ο αφηγηματικός λόγος σε «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας»: ο ξυλουργός να γενεί εργολάβος, ο δωδεκαετής εν τω ναώ, σπουδαστής της Μαγναύρας. Η δεκατετράχρονη Μαρία να αποκτήσει το επώνυμο Σουγιουλτζόγλου.
Μπάστα και επιστρέψτε τάχιστα στη λογοτεχνία και τέρμα. Η τέχνη της ανάγνωσης του αρπακολλατζίδικου πονήματός σας, πάσχει, κύριε Χωμενίδη. Ένας Ακάρ την εβδομάδα, φτάνει και περισσεύει. Και κάτι άλλο: δεν είστε Γαλιλαίος, μήτε καν Άρειος. Και σκέφτομαι τις φωνές των Πρασίνων, λίγο πριν τους περάσουν με λεπίδι στον Ιππόδρομο, να ενοχλούν τις ακοές των Βενέτων και του αυτοκράτορα, με την απαξιωτική ιαχή: «Πότε το βουλώνεις και το στρίβεις;»