Skip to main content
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
Πειραιάς - Ομόνοια

Σκέφτηκα ότι εφόσον είχα ανεχτεί αυτήν την μυρωδιά από το δέρμα μου για μέρες το φοιτητικό καλοκαίρι που γυρνούσα την Ευρώπη με το τρένο, θα μπορούσα να την ανεχτώ για το εικοσάλεπτο Πειραιά - Ομόνοια. Έτσι αποφάσισα να μην αλλάξω θέση στο βαγόνι παρά τη διαθεσιμότητα.

Είχε μπει μετά από μένα στο σταθμό στον Πειραιά την ώρα της αναμονής πριν την εκκίνηση, για να καθίσει διαγωνίως απέναντί μου. Οι υπόλοιπες δύο θέσεις παρέμειναν κενές στη διάρκεια της διαδρομής. Την άκουσα σαν μπήκε γιατί έσερνε βαλιτσάκι με ρόδες, ήχος ο οποίος με ενοχλεί. Ήταν ο ήχος απ' το δρόμο που συνόδευε το ξύπνημά μου στο διαμέρισμα στις Βρυξέλλες. Ειδικά τις Κυριακές, όταν επιθυμούσα να παραμείνω για λίγο στο κρεβάτι με ηρεμία, αυτός ήχος ανθρώπου αποκομμένου από τη γαλήνη εστίας δεν ήταν ευπρόσδεκτος.

Εκτός από τη βαλίτσα είχε και σάκο μεσαίου μεγέθους από τους καλούς τους ορειβατικούς. Ο σάκος ήταν γεμάτος. Ήταν ντυμένη γερά για το χειμώνα, αντρικά, με μπουφάν αεροπόρου. Ρούχα, σάκος και δέρμα - τα χέρια της – μέσα στη βρόμα, μαύρα από σκόνη ή χώμα. Με έλουσε με μια μυρωδιά μετάλλου, έντονη σιδήρου. Αλλά αποφάσισα να μην αλλάξω θέση. Άλλες φορές θα το είχα κάνει. Και άλλες φορές δεν θα κοιτούσα, αλλά αυτήν τη φορά δεν άφησα το βλέμμα μου να γλιστρά στα κενά του βαγονιού, στο αδιάφορο της διαδρομής με το γήπεδο του Ολυμπιακού, τους σταθμούς, τις πολυκατοικίες και το στολισμένο Γκάζι.

Την αντίκριζα με σιγουριά καθώς σκυμμένη άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά της, το πρόσωπό της με σταθερές, κυκλικές κινήσεις και στο κατόπι να κλαίει. Ειλικρινά, το αγενές σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν να τραβήξω από πάνω της το βλέμμα μου. Θυμήθηκα το μαντηλάκι που είχα, από 'κείνα που σου δίνουν στα Χόντος όταν αγοράζεις οδοντόκρεμα, σαπούνι ή σαμπουάν. Δίχως δεύτερη σκέψη το πήρα από την τσέπη μου και το άφησα στο γόνατό της. Δεν με κοίταξε, το έπιασε, κούνησε το κεφάλι της σε ένδειξη ενός “ευχαριστώ” κι άρχισε το καθάρισμα με επιμέλεια - πρόσωπο και χέρια, κινήσεις με σιγουριά και σκοπό. Είδα τα μάτια της. Αφού τελείωσε, κράτησε το μαντηλάκι στη μύτη της παίρνοντας βαθιές ανάσες με μάτια κλειστά.

Όταν ο ηλεκτρικός πλησίασε το Μοναστηράκι, σηκώθηκε. Ήταν η μόνη φορά που με κοίταξε. Με είδε με μάτια γκριζογάλανα που είχαν ηρεμήσει από το κλάμα για να μου γνέψει “αντίο”. Της χαμογέλασα πριν κατέβει, μετά ο συρμός ξεκίνησε και μέσα στο τούνελ ετοιμάστηκα κι εγώ για την Ομόνοια.

Χόντος