Το είπα πρόσφατα: δύο ελιές, μια συκιά και δύο πικροδάφνες, φτιάχνουν λιοστάσι, περιβόλι και κήπο στη Σέριφο. Μπροστά μια γλώσσα θάλασσα κι ανάμεσά τους μία λωρίδα βοτσαλάκια. Εκεί που τα φέρνει έτσι η λογική της φύσης κι ο ορίζοντας του γλυκού νερού στη γη προλαβαίνει μόλις κι αγγίζει την επιφάνεια του ελάχιστου χώματος, πριν το κυκλώσει και το μπλοκάρει το αλμυρό νερό, το θαλασσινό.
Μία μαυρίλα τώρα η πλαγιά, μια νίκη του 112, δίχως άνθρωπο οι φωτογραφίες στο διαδίκτυο τη δείχνουν να σβήνει όλη στάχτη κάτω στην ακτογραμμή. Κι εγώ μακριά. Είναι σαν να μη θέλουν να ξαναγυρίσω, η τελική πειθώ ότι αυτό είναι το θριαμβευτικά ορθό: το μέτρημα καμμένων στρεμμάτων δίχως ψυχή πάνω τους.
Όλοι εξαφανισμένοι.