Γνώρισα έναν Ισραηλινό, περασμένα εξήντα κι αυτός, λίγο πιο μεγάλος στην ηλικία από μένα. Έχει αγοράσει διαμέρισμα στην Αθήνα και θέλει να ζήσει στην Ελλάδα, εύκολο για αυτόν καθώς έχει πρόσθετη υπηκοότητα κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνταξιούχος, η επαγγελματική του απασχόληση ήταν ο πολιτισμός. Λατρεύει την κουλτούρα του λαού του, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο. Τη γλώσσα του. Μου μιλούσε ώρα για τη γλώσσα κι έγραφε να δω μπας και χαμπαριάσω από την ομορφιά της. Αλλά σιχαίνεται το Ισραήλ και τους Ισραηλινούς. Μίσος. Θεωρεί εγκληματικό το κράτος που γεννήθηκε, βουτηγμένο στη μισαλλοδοξία.
Ένιωσα άβολα και προσπάθησα να γυρίσω τη συζήτηση. "Κι εσείς", επανήλθε, "δεν τα πάτε καλά με την Τουρκία αλλά δεν έχω γνωρίσει ούτε έναν Έλληνα που θέλει νεκρούς όλους τους Τούρκους - όλους".
Υπήρχε μία αντίφαση στο είναι του, στην αγάπη του και στο μίσος του που μόνο μεταξύ εραστών έχω δει αλλά κι έχω νιώσει με τον εαυτό μου ερωτευμένο.
Συνειδητοποίησα ότι τέτοια ένταση δεν θα μπορούσα πλέον να νιώσω για εραστή. Και μ' ένα κλικ των συλλογισμών μου φορτωμένων με τα 60+ βιώματά μου, διαπίστωσα πως θα μπορούσε να με καταλήξει εκεί το δηλητήριο μιας πατρίδας που αγαπώ. Μίσος για μια χώρα που θεωρείς χαμένη αφού είναι ανίκανη να αγαπήσει. Η ανάμνηση ενός Λεμονοδάσους και της πατρίδας, όμορφης μα τελικά αδίστακτα σκληρής όπως η Βίργκω.