Μένω, σχεδόν δύο χρόνια τώρα, Ακαδημία Πλάτωνος και δουλεύω στο κέντρο, κοντά στην Ομόνοια. Εύκολη διαδρομή το σπίτι από το γραφείο, μισή ώρα δρόμος. Λίγο ανηφόρα αλλά δεν ενοχλεί, μου αρέσει το περπάτημα. Θα μπορούσα να πηγαίνω στη δουλειά πεζός, σχεδόν κάθε μέρα όπως έκανα τον καιρό των σκληρών μέτρων για την πανδημία (και της περισσότερης προσοχής από τη μεριά μου). Όμως μετά την Πλατεία Καραϊσκάκη πρέπει να περάσω από δρόμους όπου το πρωί σε πυλωτές και σε πεζοδρόμια ξυπνούν στρατιά οι άστεγοι, οι χρήστες ουσιών και οι λοιποί άτυχοι. Δεν μπορείς να το υποστείς αυτό σε καθημερινή βάση. Ξυπνάς το πρωί, πίνεις καφέ και φτιάχνεις διάθεση, αφού έχεις παλέψει τα δικά σου, και ξεκινάς καθαρός κι ανανεωμένος σωματικά και ψυχολογικά για το οκτάωρο. Αυτή η κατάντια σε ρίχνει. Η εικόνα, η μυρωδιά. Πέρα από τη θλίψη, ο θυμός. Η υποψία που έγινε σιγουριά, η σιγουριά που έγινε εμμονή. Οι δύσμοιροι έχουν εργαλειοποιηθεί με σκοπό να κατρακυλήσει η αξία της ιδιοκτησίας στο κέντρο ώστε να αγοραστεί κοψοχρονιά από εγχώρια λαμόγια και ξένους. Το «ξένος» εδώ με την φοβική έννοια. Δεν αναφέρομαι σε αλλοδαπούς που αγαπούν την Αθήνα και θέλουν να περνούν μέρους του χρόνου τους εδώ, να τη ζήσουν, αλλά σε οργανωμένα συμφέροντα για τα οποία η σχέση που έχουν με τον τόπο είναι η πρόσκαιρη κερδοσκοπία επένδυσης στον τουρισμό – για όσο κρατήσει. Κοινωνική βραδυφλεγής βόμβα νετρονίου, όπως έχω ξαναπεί.
Συνδετικό υλικό της ελληνικής κοινωνίας η ιδιοκτησία κατοικίας που παραμένει - παρέμενε - κυρίως στην οικογένεια. Προκαλεί θλίψη το παρόν, στενάχωρος πρωινός περίπατος, αλλά μεγαλύτερο φόβο το μέλλον.
Θλίψη και το παρελθόν για τις δικές μας ευθύνες, που υπάρχουν.