Ήρθα στη ζωή έχοντας χάρισμα δυνατής μνήμης το οποίο κρατώ σχεδόν άθικτο. Λέω χάρισμα γιατί το θεωρώ ευτύχημα αν και ενίοτε αυτό φέρνει μια σκληρότητα στη σχέση μου με τους άλλους. Υπάρχουν όμως περιστατικά του παρελθόντος που δεν χαρακτηρίζονται τόσο από την ευκολία με την οποία μπορώ να τα ανακαλέσω αλλά από μια ζωντάνια της θύμησης που φέρνει, λες, τον ενήλικα νου μου στο κορμί του μικρού παιδιού που υπήρξα.
Ένα τέτοιο περιστατικό ήταν μια Καθαρή Δευτέρα με την οικογένειά μου όταν ο πατέρας μου υπηρετούσε στην Κύπρο. Πρέπει να πλησίαζα τα πέντε, το '67 μάλλον. Εγώ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με την αδερφή μου, ο πατέρας οδηγούσε και η μητέρα μου γύρισε να μου δώσει ένα κουκί να φάω. Δεν μου άρεσε, καθόλου. Φτάσαμε στο Τρόοδος όπου βγήκαμε από το αυτοκίνητο, είχε κι άλλα αμάξια παρκαρισμένα, ήταν μια μεγάλη παρέα με την οποία θα τρώγαμε μαζί στην εξοχή. Θυμάμαι το τοπίο, ένας δρόμος σε πλάτωμα στο δάσος, πιο πέρα ο δρόμος έκοβε ανάμεσα στο βράχο που τον φώτιζε ο ήλιος και πέρα από το άνοιγμα ο ουρανός, καθαρός, γαλάζιος. Εμείς στα δεξιά του δρόμου όπως κοιτούσα το άνοιγμα. Θυμάμαι την προετοιμασία, γυναίκες να αφήνουν φαγητό στα στρωσίδια. Κι εγώ που μικρός ήμουν ανόρεκτος και μια χαρά την έβγαζα με αέρα και κόκα κόλα (την οποία έμαθα στην Κύπρο), διαμαρτυρήθηκα δημοσίως με δυνατό παράπονο: πάλι θα φάμε; Το μίσησα εκείνο το κουκί.
Αυτή η άρνησή μου εκείνη την Καθαρή Δευτέρα έχει κρατηθεί ζωντανή στο νου, λες και συνέβη χθες. Νομίζω ότι είναι τέτοιες μνήμες, εμείς κι όλο το σκηνικό μαζί, οι οποίες φέρνουν τα ντεζά βου όταν για κάποιο λόγο γράφουν στο μυαλό μας δυνατά αλλά τους γυρνάμε την πλάτη προσπερνώντας τες ως ασήμαντες. Και αυτές, δυνατές, αναδύονται απροσδόκητα και απότομα, κρύσταλλο στην επιφάνεια μιας καθημερινότητάς μας όταν κάτι από το παρόν σκηνικό τις ανακαλέσει ακούσια.
Μνήμες από τις οποίες γραπώνεται ο χρόνος, εισπνέοντας και εκπνέοντας με τη διαστολή και τη συστολή του κόσμου, ορόσημα που δείχνουν ότι όλα τελικά θα είναι σα να μην πέρασε μία μέρα και ότι τίποτα δεν χάθηκε. Θα επιστρέψει ενήλικας ο νους στο κορμί ενός πεισμωμένου παιδιού.