Το κέντρο της Αθήνας γεμάτο λούμπεν βρομιά και δυστυχία. Θρηνώ τους παλιούς λαϊκούς άντρες που θυμάμαι στην Ομόνοια, αρρενωποί ενός περιθωρίου που υπήρχε σε συνάρτηση με την κοινωνία και την επαναπροσδιόριζε. Μαζί της επαναπροσδιόριζε και την ελληνικότητα, ενδυναμώνοντάς της, όπως πίνακας του Τσαρούχη ή στίχος του Χρονά και του Χριστιανόπουλου.
Αρκαδικό είχε γράψει ο Χρονάς για τον έρωτα των αντρών σε σινεμά και ξενοδοχεία στα πέριξ της πλατείας.
Η σεξουαλικότητα μου βάδισε δρόμο στρωμένο culturally από την USA, μάλλον ήταν αναγκαίο. Τώρα, από τους Αμερικανούς κρατώ τον Whitman και αφήνω την κάθε μαύρη Κλεοπάτρα να βυθιστεί στο άκυρο, άφυλο Netflix.
Από την ελληνικότητα εκείνη ήμουν τυχερός να βιώσω ένα μόνο περιστατικό, όταν κάποιος από τους «περιθωριακούς» με τον οποίο έσμιξε ο δρόμος μου σύντομα και τυχαία με είχε ρωτήσει, πιάνοντας το πρόσωπό μου και φιλώντας με στα χείλη, που θα κάνω Πρωτοχρονιά. Με τους δικούς μου και με φίλους, είχα απαντήσει. Μόνος στο δρόμο, μου είπε εκείνος την ώρα που ανάσανα το σαπούνι στα μάγουλα του.
Ήταν αρχές του 80 και ζήλεψα το «μόνος» του και το δρόμο του. Στο ρεβεγιόν έπαιζε το It’s raining again των Supertramp και τον σκεφτόμουν, σκεφτόμουν την πρόσκλησή του.
Τώρα λούμπεν και θανατίλα αρρώστιας μοναξιάς στους δρόμους του κέντρου γύρω από την πλατεία και real estate το αποστειρωτικό που πλασάρουν.
Χώρα καμένη, στα γέρικα δέντρα κλαδιά αποκαΐδια και κορμοί σε αποσύνθεση. Τα δέντρα που είχαν τη δύναμη, όπως η σεξουαλικότητα εκείνων των ανδρών που φύτρωνε στη βιολογία και ανθούσε στην ψυχή. Νεκρή η ψυχή και σάπια η βιολογία - η ρίζα.
Το είχε πει ο Peter Sellers στο Being there για τη ρίζα και τον κήπο.
Αντιμέτωπος με την αποστείρωση, θρηνώ το δάσος του Χριστιανόπουλου.
Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
έγιναν δάσος σκοτεινό και μας πλακώνουν.