Δεν γίνεται να βουτήξω σε βαθιά νερά, να αντικρύσω το μαύρο κάτω από τα πόδια μου δίχως να σκεφτώ «καρχαρίας». Με τον ίδιο τρόπο η βεβήλωση παλιών νεκροταφείων φέρνει στη θύμησή μου το Πόλτεργκαϊστ, την ταινία από την εποχή που ο Σπίλμπεργκ ήταν ο δάσκαλος της τέχνης της δημιουργίας κλισέ. Σημαντικά κλισέ καθώς άφησαν αποτύπωμα στη σκέψη, στη μνήμη και στη νοσταλγία μας (για την τελευταία σκεφτείτε το ανούσιο Stranger Things στο Netflix).
Επίσκεψη στο Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης και, εκ νέου, σε άλλα μουσεία και μνημεία εκεί με αφορμή τη φιλοξενία ενός φίλου από το εξωτερικό που ήθελε να γνωρίσει την πόλη. Έχοντας βρεθεί αρκετές φορές στο Αρχαιολογικό, βαρέθηκα κι αποφάσισα να μην ξεποδαριαστώ περιφερόμενος αλλά να περάσω την ώρα παρατηρώντας από κοντά, να χαζέψω φωτογραφίζοντας προτομές κι επιτύμβιες στήλες.
Τυφλώνει το «τα μάρμαρα να λάμπουν». Δεν είναι το ψηλότερα κι ο ήλιος, ούτε η μέθη και η φούρια πνευματικής ανάτασης της στιγμής που μας δείχνουν το παρελθόν. Αντίθετα, είναι το κοπιαστικό σκάψιμο, η υγρασία και το χαμηλό φως – το σκοτάδι. Τα εξευτελιστικά γυμνάσια των μελλοθανάτων στην πλατεία Ελευθερίας.
Το είχε πιάσει σωστά ο Σπίλμπεργκ. Απορώ για αυτόν το στίχο του Σεφέρη όταν ο ίδιος ήταν που έγραψε το «προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι».