Ποτέ δεν αγάπησα τα περίχωρα της Νέας Υόρκης. Την ημέρα που έφυγα, της μετακόμισης, πριν παραδώσουμε το διαμέρισμα πήγα να πετάξω κάτι αχρείαστα στους μεγάλους κάδους, στην άκρη του πάρκινγκ του συγκροτήματος των διαμερισμάτων που κατοικήσαμε. Ήταν η πρώτη φορά που κινήθηκε η περιέργειά μου για αυτό που υπήρχε πέρα από τους τους κάδους, από τα διαμερίσματα. Ήταν τέλη Ιουνίου, μια λαμπρή μέρα. Προχώρησα και πίσω από τα κτίρια, στα δυτικά από το σκαμμένο αυλάκι για τη συλλογή των ομβρίων, αντίκρισα ένα λιβάδι ανοιχτό ως πέρα, μια πρασινάδα με ψηλό χορτάρι και μολόχα ως την απέναντι συστάδα δέντρων, μακριά. Βλέποντας ακίνητος ένιωσα μια πρώιμη νοσταλγία για κάτι που μπορούσα να είχα ανακαλύψει και να είχα αγαπήσει στα χρόνια που έζησα εκεί. Όμως ο χρόνος είχε λήξει. Ήταν όμορφη απλωσιά αυτό που κοίταζα, οφθαλμαπάτη που έκρυβε παρηγορητικά τη θάλασσα της suburbia γύρω. Δυο βήματα από την πόρτα μου, της οποίας θα δίναμε εντός ολίγου τα κλειδιά στη διαχείριση. Έπρεπε να φύγω.
Ξαναγύρισα εκεί το 2007, απλά να ξαναδώ, και είχαν μεσολαβήσει δεκαεπτά χρόνια - άλλοι οι άνθρωποι, άλλες οι καταστάσεις στη ζωή μου. Πάρκαρα το αμάξι μπροστά στο παλιό διαμέρισμα, το κοίταξα για λίγο, ήταν άνοιξη και καλοκαιρία. Είχαν κάνει δουλειά συντήρησης, είχαν αλλάξει την πρόσοψη.
Δεν επρόκειτο να ξαναγυρίσω, το ήξερα. Μα μήτε σκέφτηκα να περπατήσω να ξαναδώ, για λίγο πάλι, αυτό το λιβάδι. Δεν πρέπει καν να το θυμήθηκα έτσι συλλογισμένος που ήμουν.
Το θυμήθηκα χθες, γράφοντας αυτές τις γραμμές, και το ξαναβρήκα με το Google Earth. Άρχισα από την κωμόπολη, το δρόμο, εστίασα τη δορυφορική φωτογραφία στα κτίρια των διαμερισμάτων, στο πάρκινγκ και τέλος στα δυτικά πέρα από το πάρκινγκ.
Αυτό το κομμάτι γης έχει παραμείνει, ευτυχώς, άκτιστο. Αλλά το λιβάδι, η απλωσιά έχει χαθεί, την έχουν πνίξει πυκνά τα δέντρα.
