Στη φωτογραφία το χέρι του πατέρα μου. Eίναι από το 1989, ήταν Κυριακή 7 Μαΐου και είχα πάρει τους δικούς μου βόλτα σε καταφύγιο για πουλιά έξω από την πόλη της Νέας Υόρκης. Μου άρεσε να πηγαίνω εκεί όταν ζέσταινε ο καιρός την Άνοιξη, ήταν και κοντά στον ωκεανό. Ευχάριστες οι μέρες μεταξύ του ξερόκρυου του χειμώνα και της ανυπόφορης καλοκαιρινής υγρασίας. Τα πουλάκια μέσα στο δάσος ήταν ξεθαρρεμένα, έτρωγαν πρόθυμα από το χέρι σου και λίγα ψίχουλα αρκούσαν.
Θυμήθηκα και έψαξα τη φωτογραφία καθώς διάβασα ένα κείμενο για τη ζημιά που κάνουν στα πουλιά οι ουρανοξύστες με το γυαλί, για το πόσο τα ξεγελάνε. Το άρθρο μιλά όχι για τη Νέα Υόρκη αλλά για το Σικάγο που βρίσκεται στη μεταναστευτική διαδρομή πάνω από το Μισισιπή και θεωρείται η πλέον επικίνδυνη μεγαλούπολη για την ορνιθοπανίδα. Υπάρχει στην πόλη δίκτυο εθελοντών το οποίο μαζεύει και περιθάλπει τα χτυπημένα πουλιά για να τα απελευθερώσει σε καταφύγιο έξω από το Σικάγο, ή διατηρεί, “αρχειοθετεί”, όσα κουφάρια βρει από τα σκοτωμένα. Κάθε χρόνο περισυλλέγονται γύρω στα 7.000 πουλάκια, ελάχιστο ποσοστό του αριθμού που πεθαίνουν ετησίως και ποδοπατιούνται καταλήγοντας στα σκουπίδια ή βορά αρουραίων και κορακιών. Χαρακτηριστική η ιστορία ενός δεντροτσοπανάκου που βρέθηκε σοκαρισμένος από το χτύπημα στις 17 Απρίλη του 2008. Τον πήγαν στο καταφύγιο και τον απελευθέρωσαν αφού τον δαχτυλίωσαν. Για να βρεθεί σκοτωμένος, ένα χρόνο αργότερα, την ίδια μέρα και στον ίδιο δρόμο, τη λεωφόρο Μίσιγκαν.
Το Σικάγο, η πόλη της αρχιτεκτονικής με τα τζάμια που αντανακλούν τον ουρανό, τα σύννεφα και τα δέντρα. Δέντρα τα οποία τα πουλιά νομίζουν δάση. Ουρανοξύστες με όμορφα φωτεινά και φιλόξενα ισόγεια που έχουν φυτεμένα δέντρα τα οποία ξεγελάνε τα πουλάκια κι αυτά σκοτώνονται πετώντας γελασμένα πάνω στα τζάμια. Ιδιαίτερα ευάλωτα κάποια είδη που ξέρουν να πετούν διαολεμένα γοργά ανάμεσα στα κλαδιά.
Τα τζάμια είναι ο δεύτερος εξολοθρευτής των πουλιών μετά τις γάτες. Αλλά τουλάχιστον οι γάτες σκοτώνουν τα αδύναμα άτομα ενός είδους, ενδυναμώνοντάς το έτσι μέσω φυσικής επιλογής. Αντίθετα το τζάμι είναι κόφτης, καρμανιόλα, οριζοντίως και καθέτως.
Έχουν ευτυχώς προταθεί λύσεις, κάποια διαφανή φιλμ που επικολλούνται στο τζάμι με μικρές βούλες τις οποίες διακρίνουν τα πουλιά ώστε ν' αλλάζουν πορεία.
Αυτά ανάμεσα σε άλλα έγραφε το άρθρο που έγινε αφορμή να ψάξω εκείνη τη φωτογραφία του πατέρα μου. Βλέποντάς την, από την ημερομηνία, υπολόγισα ότι ήταν κατά ένα χρόνο νεότερος από ό,τι εγώ τώρα. Και του άρεσε εκεί στο καταφύγιο για τα πουλιά περισσότερο από την πόλη της Νέας Υόρκης, όχι γιατί οι ουρανοξύστες της τα σκότωναν, κανείς δεν διέκρινε ή σκεφτόταν τότε τα πουλιά τα σκοτωμένα στους δρόμους της. Αλλά ήταν οι πολλοί άστεγοι σε εκείνους τους δρόμους που είχαν ξενίσει το μακαρίτη τον πατέρα. Τότε, το 1989.