Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Πουτίνκοι;» και «Πού τα Πουτινικά
πίσω απ’ τον Δνείπερο εδώ, από τα Τσετσένια πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κι εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ' από την Καμτσάτκα σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε απουτίνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.
[Αβαφής, Φιλοπούτιν]
Μη τολμήσετε να με πιάσετε πειρακτικά από τη μύτη -την πότισα με ιώδιο για να φυλαχτώ από τη ραδιενέργεια. Το ξέρω πως διαθέτω βαρύ και σύμπλοκο ύφος γραφής, γέμον παρεξηγήσιμων λέξεων και εμπαθές με πλήθος εννοούμενα και υπονοούμενα. Αλλά το βλέμμα που μου έριξε στα μούτρα, τέως φίλη που απέκλεισα, που με κατηγόρησε πως επαινώ τον Πούτιν, δε χωνεύεται με τίποτε. Και δεν θα μεταπέσω στην ξεφτίλα της ομολογίας πταίσματος, όπως παλιά συνήθιζαν με τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων.
Δεν είμαι μήτε με τον αστυφύλαξ μήτε με τον χωροφύλαξ, αλλά «δοσίλογος» δεν ξέρω καν τι σημαίνει. Είμαι παθιασμένα αντίθετος με την φαμίλια που μας κυβερνά και με την λιαγκραβωσύνη του νέου αρματηλάτη που παίζει τον Μπεν Χουρ με φλατ λάστιχα στο άρμα του. (Λιάγκραβος=ο εξ ανατολών του Έβρου ποταμού καταγόμενος Τσούκνος). Σε δύο πρόσφατα κείμενα τον αναφέρω, επειδή έχω στόχο να υπενθυμίσω την απλή αρχή πως «οι μεγάλες χώρες παθαίνουν αλλεργία δίπλα στις μικρές χώρες διαφορετικής ιδεολογίας».
Μόνον έτσι κατάλαβα την κρίση της Κούβας του 1962, τα βάσανα της Φορμόζας για να υποφέρει επειδή πλησιοχωρεί με την Κίνα, το έρμο το Χονγκ Κονγκ που αρνιέται να μπεί στο κινέζικο λούκι, τους Μηλίους που τόσο ενόχλησαν τους Αθηναίους, τους λιγοστούς λαούς που έσφαζε ο Αλέξανδρος για να ξεδώσει, την αυτοκτονία του Αίαντα που δεν άντεξε την πονηριά του Οδυσσέα. Εφεξής, μη περιμένετε δήλωση επιστροφής στην κανονικότητα από εμένα. Δηλώνω πως ώσπου να ορίσω χώρο ταφής και τόπο αναψύξεως, άλλη σκοτούρα δεν βάζω στο κεφάλι. Σεκεμέ ο Πούτιν και ο Πουτινισμός, και τα βάσανα της προσφυγιάς τα έχω καλώς βιωμένα, μήτε περιμένω μάντιδα δάφνην ή έπαινο από το βιβλιοβούλιο. Μακριά μου εφεξής, θερμά παρακαλώ, να μη σας έρθει κατάστηθα η σάρισα του κωλόγερου. Α μα πια.