Στην αυγή ενός θέρους κι ενώ η ζωή μου περιέχει πολύ σάστισμα, μια κυβερνητική είδηση: το νέο αρχαιολογικό μουσείο Πολυγύρου εγκαινιάστηκε.
Μισός αιώνας πέρασε ωσάν άχαρο ντοκιμαντέρ από τη μνήμη μου. Την αποτύπωση της αρχαίας Ιστορίας. Την δράση των Ανδρίων αποικιστών, τις αφηγήσεις κλασικών ιστορικών. Τα θαμμένα στην άμμο λιμάνια, ένα όστρακο πιασμένο στον δείκτη και στον αντίχειρα μιας αρχαιολόγου που σχολίασε «ρωμαϊκούλια». Τον γεροσπαρτιάτη βασιλέα που τον βύθισαν στο μέλι για να τον θάψουν στην πατρίδα του, τον Βρασίδα και τα Τορωναϊκά του, αμέτρητα νυχτέρια και η σκιά του Ιωακείμ Παπάγγελου στο βάθος του ορίζοντα, ίσως στα Φούσκουλα, μπορεί στο θεμέλιο του Στομίου, τις αγραμμάδες των μεταλλείων και τους ανασκαφείς μιας άλλης εποχής. Και στον ματωμένο, άχαρον ορίζοντα, η κυφή μορφή του Μήτσου Αντριανούδη, τουπίκλην Σκύλαρου, που είχε σκάψει λάκκο να πιάσει μιαν αρκούδα και σάλεψε, διότι από λάθος πέρασε μια νύχτα στον λάκκο, περιμένοντας το θηρίο.
Τίποτε απολύτως δεν εκτίθεται από τις συνέπειες της παλαιάς Ιστορίας, με την διαδοχή
- ενός θεμελίου για ξενοδοχείο
- διακοπή εργασιών και
- μιας κατάφωρης αδικίας μεταξύ αρχαίων και τουριστικής προόδου.
Ευτυχώς εγκαινιάστηκε το μουσείο και στο Σουγλιάνι, τα Βράσταμα και τα Οξύνου, η σιωπή των ευρημάτων εκφράζεται με άλλη γλώσσα.