Τέτοια εποχή του χρόνου, είχα εξετάσεις Τρίτη Γυμνασίου και τριγυρνούσα κάθε μέρα στη βόλτα. 1963, και οι εφημερίδες είχαν μόνον Λαμπράκη. Δειλά άρχιζε μια υπόθεση της Μπέτυς Αμπατιέλου που φόβιζε τον Καραμανλή. Ήταν η εποχή που η ζέστη στα Γιαννιτσά οδηγούσε σε μικρούς ανεμοστρόβιλους. Όσο κι αν γυάλιζες παπούτσια, σε δέκα λεπτά ήσουν μέλος του Άφρικα Κορπς και του Βάστα Ρόμελ των μαυραγοριτών – τέτοια ήταν η σκόνη. Είχα κατεβεί Σαλονίκη πριν μια εβδομάδα και πήρα «Αυγή» από τον πάγκο του Βαρδάρη, διαγωνίως μπροστά από το ΚΤΕΛ Γιαννιτσών, Οδυσσέως 2. Μου την έδωσε, κατά τα ειωθότα, διπλωμένη.
Μπροστά από το σπίτι μας περνούσαν καθημερινώς αγελάδες. Και δεν ήταν σε αγροτικό καρτιέ. Μια μέρα πέρασε από εκεί μια πανέμορφη κοπέλα. Μετά τις πρωινές αγελάδες. Και φορούσε ένα παράξενο, ολοκαίνουργιο καπέλο.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν, αλλά επρόκειτο για ένα παράταιρο και υπερβολικό εξάρτημα. Την κοπέλα την ήξερα και ήταν του στιλ της Γκρέις Κέλι, μια ψυχρόαιμη άψογης γραμμής απόμακρη, με λεπτά χαρακτηριστικά. Όλοι τη θεωρούσαν πολύ όμορφη. Θυμόμουνα και το όνομά της πριν μερικά χρόνια. Πάντως είχε παρόνομα που έληγε σε -ούδη, όπως Ντιούδη, Μπαντιμαρούδη, Βουλγαρούδη, Κουτούδη, Ζουμπουρτικούδη και έτσι, ασφαλής απόδειξη ότι κατοικούσε στο συνοικισμό των Λιάγκραβων, περί το πρώτο δημοτικό σχολείο, που ήταν από την πρώτη προσφυγιά των Ρωμυλιωτών, που τους έλεγαν και Βουλγαροπρόσφυγες. Πολλοί από αυτούς ήταν ξανθομπούμπουρες, ενίοτε με περκνάδες, όπως οι κοκκινομάλληδες.
Μόνο που η κοπέλα έκανε βόλτα από το πρωί της Κυριακής, επειδή ήθελε να δείξει το νέο της καπέλο σε ολόκληρη την πόλη. Όχι στη βόλτα ή στην πλατεία Μάγγου. Όχι στον Χαζνέ και στο Ταλαμπάς. Όχι στην Μπουτσάβα και στο Μπουρουκλέν. Παντού...
Η διαδικασία ήταν τυπική. Περπατούσε καμαρωτή, κρατώντας και κινώντας το μπορ του καπέλου πάνω κάτω, όπως τα μανεκέν των «Επικαίρων» και ακούγονταν από το διάβα της γυναικείες φωνές «καλέ με γεια! Τι ωραίο καπέλο είναι αυτό;» και αυτή έλεγε ότι είναι από μία ξένη χώρα, θα σας γελάσω από ποια, πάντως όχι από τη Λευκορωσία.
Μετά ξεκίνησε και η δική μου Κυριακή, βόλτα στο πάρκο, έλεγχος στο μηχανάκι που νοίκιασε ο Στέφανος με μηχανή Σακς, σκελετό Μαμούθ, τσιγαράκι στο απόσκιο, 1963 και σε ένα μήνα θα έβγαιναν τα αμερικανικά πακέτα με ελληνικούς τίτλους ολντ νέιβι και έτσι. Πέρασα την Κυριακή στη βόλτα κυνηγώντας κάποια που την έλεγαν Μαρία, δηλαδή να τη δω, να την αντικρίσω και να ξεραθώ στην όψη της, ωσάν να ήμην ο Περσεύς και αυτή η Μέδουσα. Ολόκληρη την Κυριακή την έψαχνα και στο τέλος, αργά το απόγευμα την είδα, μπροστά στη μετέπειτα καφετερία του Κουτούδη, με κάτι φίλες της. Στήθηκα εκεί, βέβαιος ότι θα ξαναπερνούσε. Όντως πέρασε και την ξανακοίταξα το απόβραδο. Μετά η παρέα κατέβηκε στη Σέρβικη Γέφυρα, στο δρόμο για το Τσέκρι, ίσαμε ένα εκκλησάκι στην άσφαλτο, 1.200 βήματα από το μαύρο άγαλμα.
Τελειώνοντας η μέρα αυτή, αρχές του Ιουνίου, Κυριακή, μέσα στο σκοτάδι, στο Φόρο, σε ένα στενό της Αγίας Παρασκευής, ανάμεσα νεκροταφείο και γήπεδο, την ξαναείδα τη λιάγκραβη κοπέλα με το καπέλο. Επέστρεφε στο σπίτι της, προφανώς στο Συνοικισμό. Μόνο που δεν ήταν λεπτεπίλεπτη, και φίνα και Κριστιάν Ντιόρ. Ήταν σκονισμένη ώς τα βυζιά, με το καπέλο άχρηστο μέσα στο σκοτάδι, να το κρατάει στο χέρι, ψόφια από την κούραση. Πρέπει να έκανε πολλούς γύρους στα Γιαννιτσά, διότι είχε πάνω της περπατητά χιλιόμετρα δώδεκα τουλάχιστον ωρών. Οπότε ξαναμπήκε στην υπαλληλία των φυλών και της φάρας, των γλωσσικών ιδιολέκτων και των Ούδηδων, σε αντίθεση με εμάς τους Ίδηδες και τους φίλους μας τους Ογλούδες, σε αντίθεση με τους αλλουνούς με τα δισύλλαβα επώνυμα που δεν έλεγαν καλά το θήτα και μιλούσαν σα να ρωτούσαν.
Πάντως το καπέλο πρέπει να είχε επιτυχία, διότι στο τέλος του καλοκαιριού και αφού λουστήκαμαν κυβέρνηση Πιπινέλη και η Αμπατιέλου εκυνήγα τη Φρειδερίκη στα Λονδίνα, την είδα έξω από το ΚΤΕΛ με έναν ομορφονιό τουλάχιστον 1,80 (το 1963, να είσαι 180 εκατοστά εν Γιαννιτσοίς ήτο ως εάν να χάριζες μια Καγέν σε κάθε γκόμινα που σου εκάθισε). Καθόντουσαν χώρια στο λεωφορείο, αλλά ήξερα πως πήγαιναν ραντεβού στη Σαλονίκη, να φάνε πάστα Σεράνο και να ματσαλευτούν στα πρόθυρα του Σέιχ Σου κι έπειτα αυτός να βγάλει το μαντίλι του να απομακρύνει από τα σώματά τους την παράνομη εκτόξευση.