Χθες το μεσημέρι πήγαμε για φαγητό σε καφενείο χωριού κάπου στο δυτικό μεσσηνιακό κάμπο. Όταν ήμουν παιδί ερχόμασταν οικογενειακώς στο χωριό αυτό. Ο πατέρας μου υπηρετούσε στην Καλαμάτα και κάποιες Κυριακές πηγαίναμε εκεί μαζί με την οικογένεια του σπιτονοικοκύρη μας, το πατρικό του ήταν εκεί. Οι μητέρες μάζευαν χόρτα ανάμεσα στις ελιές, πολύ το χώμα, αφράτο και μουσκεμένο με τριφύλλι, βούλιαζε στο χώμα το παπούτσι. Βρέχει γερά στα μέρη αυτά το χειμώνα. Τα μικρά παίζαμε, εγώ μάλλον έψαχνα γύρω ξεχνώντας το παιχνίδι.
Μίλησα στον καφετζή και του έδωσα ονόματα, τον ήξερε το σπιτονοικοκύρη μας και την οικογένεια του. Έχει πεθάνει χρόνια με πληροφόρησε - γνωστό ήταν ήδη αυτό σε μένα - η γυναίκα του έρχεται για τις ελιές ακόμα.
Θυμάμαι τα κυπαρίσσια, είπα, ψηλά με γερούς κορμούς. Πολλά τα κυπαρίσσια, με είχαν εντυπωσιάσει.
Έδιναν ξύλο οι κυπαρισσώνες, δυνατό για δοκάρια, για να έχουν οι οικογένειες να χτίζουν σπίτι για τα παιδιά τους. Φύτευαν τα κυπαρίσσια στα όρια των αγρών. Αυτά είπε ο καφετζής για τα κυπαρίσσια.
Του έδωσα και το δικό μου όνομα, να στείλει χαιρετισμούς στην παλιά σπιτονοικοκυρά, όταν τη ξαναδεί.
Ανατολικά, ο Ταΰγετος. Στην άκρη ενός περιβολιού μια μανταρινιά άπλωνε φορτωμένο κλαδί προς το δρόμο. Κόψαμε έξι μανταρίνια, η σιωπηρή ευχαρίστηση το ευχαριστώ μας στο δέντρο. Ξινά, γεμάτα σπόρους, έντονη η γεύση τους, όχι η πλαδαρή, η λίγο της μούχλας, η λιπόθυμη. Οξεία να ξυπνά, όπως θα ξυπνά το χιόνι στις κορυφές, πέρα μακριά και πάνω από τα δέντρα.
Έστυψα χυμό στο στόμα, κατάπια την πέτσα ξεχωρίζοντας με τη γλώσσα τους πολλούς σπόρους. Τους έφτυσα με δύναμη πίσω στα περιβόλια.