Έβρασε ο τόπος από μία δικαστική παραξενιά που ξάφνιασε το Κοινό, καθώς φέρθηκε μαλακά σε κάποιον ένοχο. Γνωρίζω άριστα τη μουτρωμένη σιωπή που παρασιτεί όταν ένας κατηγορούμενος την βγάζει καθαρή. Το Κοινό δεν είχε μεγάλη επαφή με το Συμπόσιο του Πλάτωνα, αρνήθηκε να καταλάβει τις σπόντες του Αριστοφάνη δεν διάβασε σίγουρα τον «Τάβανο» ενός Νταϊφά, ενώ δεν ερμήνευε ποτέ του σεξικά μια κλωστή σάλιου να κατεβαίνει από τα χείλη ενός φλογισμένου παιδεραστή και θεωρούσε το στρίψιμο της ρώγας ενός εφήβου από έναν υπεράνω πάσης υποψίας συγγενή για να ελεγχθεί η πρόοδος της ήβης ενός νεαρού συγγενικού βλαστού.
Η υπόθεση Λιγνάδη ήταν το αποτέλεσμα ενός σκουριασμένου γραναζιού της Δικαιοσύνης που ξεφύτρωσε από μία τραβηγμένη στα άκρα ερμηνεία ενός παράγοντα της Δικαιοσύνης χωρίς να αποκλείω μια ξαφνική ηττοπαθή συμπεριφορά μιάς λειτουργικής ομάδας επειδή ψάρωσε από την συμπεριφορά μιας υπερασπιστικής λογικής. Η πλάκα είναι ότι η απόφαση μπορεί να ξενίζει αλλά κανένας δεν σκέφτηκε να μπατσίσει τον εαυτό του στο μάγουλο, μονολογώντας «μα τι πάω να κάνω ο άνθρωπος».
Αυτό που βρίσκω, χωρίς καμία έκπληξη Φαρισαϊκό, άντε και υπέρ Σαδδουκαίων είναι η βίαιη υλοποίηση της παροιμίας «τώρα που βρήκαμε παπά να θάψουμε πεντέξι». Η Δικαιοσύνη, φίλτατοι ενίοτε μας εκπλήσσει με τις ετυμηγορίες της και μάλιστα σε συχνότητα που πράγματι ξαφνιάζει. Είναι τέτοια η ποικιλία των νόμων (με τόσες φυλές προσωπικού να χώνονται στα γρανάζια της) ώστε πολλές φορές το σύστημα τραυλίζει χειρότερα κι από μένα. Αλλά μπάστα! Το Σύστημα για να υπάρξει απαιτεί μια εξελικτική διαδικασία. Στη περίπτωση, λόγου χάρη, του Ιησού είχαμε κατηγορητήριο, τρείς μορφές προανάκρισης, φραγγέλωμα, δημόσιο εξεφτελισμό, διασυρμό και μια πορεία στην via dolorosa έως έναν ανοιχτό τάφο την τρίτην ημέρα κατά τας γραφάς.
Περιμένω πιθανή διαφοροποίηση της απόφασης ή κάποια πιο ψύχραιμη διαχείριση του θυμού ενός αγριεμένου πλήθους που συγκρούεται με ανθρωπιστές από το κράτος των ρητόρων.