Σπάω το κεφάλι να θυμηθώ πότε άρχισα τις τζιχάντ στη Χαλκιδική, αλλά δεν βγάζω άκρη. Το 1974 είχα ήδη μια σχετικά καλή εικόνα της, αλλά όταν ξαναείδα τον Μαρμαρά, είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα χρόνια από την πρώτη επίσκεψη. Ήταν η εποχή που κοίταζα χάρτες και διάβαζα αρχεία, επομένως η πραγματικότητα βρισκόταν σε δεύτερο πλάνο.
Πρέπει να ξεκίνησε γύρω στο 1968. Από τότε υπήρχε η γκρίνια για την παραμυθένια χερσόνησο που δεν υπάρχει πια, την ήφαγαν τα μεγάλα ξενοδοχεία και οι αρπαχτές. Είχαμε πάει μια παρέα φοιτητές να δούμε ένα σπίτι στην Σίβηρη, νεοβίλλα, να κάνουμε ανάλυση των υλικών, κοιτάζαμε τα σοβατεπιά και τους αρτιφισιέλ σοβάδες. Χτίζονταν βαρέως και μας φαινόταν αδιανόητο, κακόγουστο, αλλά και μοιραίο. Είχαμε φάει στην διασταύρωση, στο Μάλτεπε. Δεν είχε άλλο καφενείο ολόγυρα.
Τον Φλεβάρη του 1969 πήγαμε σκαστά δυο βράδυα με την Μαριάνθη πάλι στο Μάλτεπε, σε ένα ξενοδοχείο σκέλεθρο, παγωμένο. Κάναμε βόλτες στην εξαίσια παραλία παγωμένοι ως το κόκκαλο, και μου διάβαζε την ιστορία του Φανόν από τον Σαρτρ. Είχα αφήσει στον καφετζή μισή δραχμή πουρμπουάρ και μου τη γύρισε πίσω, πολλά δίνεις, μου είπε. Λίγο αργότερα, άλλη φοιτητική εκδρομή, στον Μαρμαρά, να δούμε τα ξενοδοχεία. Ήταν όλα στο καραγιαπί, το λιμανάκι με τα σπίτια που είχαν μόνον φάτσες, το σπίτι του Καρρά, ανάμεσά τους εκείνο το τουριστικό περίπτερο. Το σπίτι στον λόφο χωρίς τις επενδύσεις ήταν μια πελώρια κατασκευή από μπετόν, με θέα που έκοβε την ανάσα. Ο Μαρμαράς είχε μεγαλώσει, αλλά όχι πολύ: υπήρχε ακόμη ο Ναυτίλος. Δούλευε πάντως το συσκευαστήριο για τις ελιές και πολλά αμπέλια είχαν ήδη φυτευτεί.
Ίδια εποχή άρχισαν πολλά: συχνά πηγαινέλα μια ή και δυο φορές την εβδομάδα, με τον Γκετς, με τον Γούφα, μόνος, με λεωφορεία, με τα πόδια, με ποδήλατο, με το Μίνι του Γούφα. Αλλά και με άλλους, εξ αγχιστείας συγγενείς, μεγαλύτερους.
Η Τορώνη ήταν ένα δυτικό επίνειο της Συκιάς. Αραιά σπίτια, το λεωφορείο έκανε μια στάση στην αρχή του κάμπου κι άλλη μία πριν γυρίσει προς το Πόρτο Κουφό. Στο τέρμα του πρώτου χωματόδρομου που έβγαζε στην θάλασσα, ήταν το καφενείο του Παύλου, δεξιά. Ο Παύλος ήταν σκοτεινόχρωμος, σιωπηλός, με μουστακάκι. Μαγείρευε για όλους. Ο άλλος χωματόδρομος έβγαζε στο καφενείο του Αχιλλέα Κλιματσίδα, μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, απέναντι από το κάστρο. Τα δύο καφενεία απείχαν δυο χιλιόμετρα και υπήρχε επίσης ένας παραθαλάσσιος χωματόδρομος, με ενδιάμεσα ένα γεφυράκι πνιγμένο στις καλαμιές. Κάτω από του Αχιλλέα ξεκινούσε η αρχαία Τορώνη, κάτι μονοπάτια. Από τον Παύλο και προς Βορρά, ο οικισμός είχε καμιά δεκαριά σπιτούδια και μετά σταματούσε σε έναν όρμο, σχηματισμένον από μία γλώσσα άμμου που προχωρούσε στη θάλασσα. Μιλάμε για τέσσερα χιλιόμετρα αδιατάρακτης παραλίας, με ψιλή άμμο και βαθειά θάλασσα, σμαραγδένια. Είχε: γλώσσες, μουρμούρια, γυαλιστερές, πολλά κοπαδιαστά ασπρόψαρα. Γινόταν το ψάρεμα της αρκούδας.
Ήδη τον Ιούνιο του 1974 είχε ολοκληρωθεί η περιοδεία που περιγράφεται, κάπως φτωχά, στην Δεξιά Ερωμένη. Μετά δυο μήνες, καπάκι στην μεταπολίτευση, μου πρότειναν να αναλάβω αρχιτέκτονας ανασκαφών στην Τορώνη. Με εξαίρεση το 1977, αυτό κράτησε έως το 1981. Ο Μαρμαράς ήταν τότε πολυσύχναστος, καταστραμμένος ως την ρίζα του. Ενίοτε πιο πολυσύχναστος από την Αριστοτέλους. Στα πρώτα χρόνια, συνεταίροι με τον Κώστα και τον Λάκη Προγκίδη, παρέα με τον Σβάρτσιχ, τον Γούφα συνεχώς, ζήσαμε μια Τορώνη που ελάχιστοι την ήθελαν: ο δρόμος δεν είχε τελειώσει πλήρως, έχτιζαν μετά μανίας παραθεριστικώς την Κασσάνδρα. Δεν ήταν η χρυσή της εποχή, ήταν η δική μας χρυσή εποχή: πολλή δουλειά, ενίοτε καλοπληρωμένη, μόνιμη στύση, βυτία αλκοόλ, έρωτες ασταμάτητοι.
Το 1976 πήγα για ψαροτούφεκο στις νάρκες, κάτι μεγάλες σφαιρικές, πίσω από το κάστρο, και κάρφωσα μια σμερνούλα. Για να μη κινδυνέψω, ακούμπησα το ένα πόδι σε βράχο του βυθού, υποβρυχίως και της έκοψα το κεφάλι. Πήγα να ανέβω και ξεκόλλησε ένα σωρό δέρμα από το δεξί πόδι. Βγήκα με τα αίματα έξω, και από το μπούτι έως την γάμπα, ήταν μια κόκκινη ματωμένη μάζα γεμάτη άσπρα όντα, σαν σκουλήκια. Σπάραζα και λιγοθυμούσα, μου έριξαν στου Κλιματσίδα μια σκόνη, μάλλον σουλφαμίδα, και ο Αχιλλέας με πληροφόρησε ότι είχα έρθει σε επαφή με κολιτσιάνο, ένα είδος ζωντανού βρύου. Για να με ευχαριστήσει, πήγε με τη βάρκα το βράδυ, μάζεψε μπόλικους και μας τους έκαμε μια ωραία ομελέτα. Τα σκουληκάκια μου τα έβγαλαν με το τσιμπιδάκι των φρυδιών.