Skip to main content
Κυριακή 08 Σεπτεμβρίου 2024
τρία κομμάτια

Ο πατέρας μου υπηρέτησε στην Κύπρο για δύο χρόνια, εννιά χρόνια πριν την εισβολή. Μείναμε για λίγο στην Κηρύνεια και στον Άγιο Επίκτητο (ο Άγιος Επίκτητος επίσης στα κατεχόμενα).

Από την Κηρύνεια θυμάμαι τη σκεπή του σπιτιού, σαν καλαμωτή ή άχυρο, με είχε εντυπωσιάσει. Κι ένα μικρό προαύλιο, η μητέρα μου εκεί και γύρω άλλες γυναίκες καθισμένες, η μία θήλαζε το μωρό της. Η μητέρα με μάλωσε, είπε να μην κοιτάζω καθώς πήγα και στάθηκα μπροστά της και τη χάζευα. Υπήρχε κι ένα κλασικό εικονογραφημένο “ο Γρύλος ο τραγουδιστής” το οποίο μου διάβαζε η μητέρα μου. Αυτό μας ακολούθησε για αρκετά χρόνια στα σπίτια που ζήσαμε.

Από τον Άγιο Επίκτητο θυμάμαι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, έναν παππού με την κυρά του. Μας έφερναν χαλούμι, χαλούμι δεν έτρωγα αλλά μου έφτιαχναν όμορφη και πηχτή κρέμα με έντονη τη γεύση του γάλατος. Στον Άγιο Επίκτητο πήραμε και την πρώτη τηλεόραση, μια Grundig από την οποία έμαθα όλες εκείνες τις σειρές με τις οποίες μεγάλωσα. Τη Μπονάτζα και τη Μάγισσα, η μητέρα μου διάβαζε τους υπότιτλους. Αν και σε αυτή άρεσε η Πολίχνη Πέιτον.

Άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μας και μας αγάπησαν στα σύντομα. Αλλά στο μπόι των τότε αναμνήσεών μου έδειχναν λες και οι γονείς μου τους γνώριζαν αιώνες.

Θυμάμαι και την Αμμόχωστο, τη μακριά παραλία με τα ψηλά κτίρια, τον ήλιο, εμείς κάτω από μία τέντα στη μεγάλη σκιά ενός ζαχαροπλαστείου. Εγώ και η αδερφή μου ρουφούσαμε κόκα κόλα περιμένοντας τον πατέρα μου να έρθει να μας βρει. Κάποια δουλειά είχε μάλλον στην Αμμόχωστο.

Τον περισσότερο χρόνο ο πατέρας μου υπηρέτησε στη Λεμεσό. Οι μνήμες της Λεμεσού ενσωματώθηκαν σε ύστερες μνήμες από την Καλαμάτα γιατί οι δύο ακτογραμμές έχουν τον ίδιο προσανατολισμό. Δεξιά κάτω μία χερσόνησος, αν και στα αριστερά στη Λεμεσό δεν υπάρχει βουνό. Έτσι λοιπόν θυμάμαι την παραλία της Λεμεσού με περισσότερη άπλα.

Η Λεμεσός τώρα δεν έχει σχέση με τη Λεμεσό τότε, μεσολάβησε delete & paste.

To καλοκαίρι του 1967 ο πατέρας μου πήρε μετάθεση για τη Σιάτιστα στη Μακεδονία. Γυρίσαμε με το Πήγασος που έπιασε και Ρόδο. Στο ζαχαροπλαστείο εκεί ο πατέρας μου είπε τέρμα οι κόκα κόλες, ότι ήταν ακριβές στην Ελλάδα.

Στη Σιάτιστα τα παιδιά με κορόιδευαν γιατί μιλούσα περίεργα και όταν παίζαμε τους έλεγα βούρα να πιάσεις την μάπα και δεν καταλάβαιναν. Η μητέρα μου είπε να μη στενοχωριέμαι, θα περάσει και θα σταματήσουν.

Tags: