Skip to main content
Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024
Τσάκο (μη τοξικές αρρενωπότητες)

…Δεν φοβόμαστε ούτε ντρεπόμαστε για το σώμα μας. Το δεχόμαστε ως απολύτως φυσικό και γουστάρουμε να ζούμε με χαρά με το κορμί μας. Είναι το αντίθετο του πουριτανισμού. Το σώμα υπάρχει και δίνει βάρος και σχήμα στην ύπαρξή μας. Μας προκαλεί πόνο και μας δίνει ευχαρίστηση. Δεν είναι ένα ένδυμα που συνηθίζουμε να φοράμε, ούτε κάτι διαφορετικό από εμάς: είμαστε το σώμα μας…

(Οκτάβιο Πας — Ο Λαβύρινθος της Μοναξιάς)

Θυμάμαι το δάχτυλό του ν’ αγγίζει το χάρτη πιέζοντας ένα ένα σημεία πάνω του. Ήταν οι προτάσεις του για στάσεις στο Πάρκο κατά μήκος της κυκλικής διαδρομής. Άρχισε από το κέντρο επίσκεψης όπου μόλις είχα φτάσει. Αβίαστο και σταθερό το ρωμαλέο χέρι του. Μου μίλαγε με πρόσωπο σκυμμένο δίπλα στο δικό μου - ξανθό μουστάκι και μυρωδιά σαπουνιού. Γύρισε προς το ράφι να μου φέρει φυλλάδια - ο καρπός, ο βραχίονας, οι μηροί, και τα μάτια γκριζοπράσινα. Περασμένα τα τριάντα, σκουριασμένο ήδη το δέρμα του στον ήλιο όπως η άνυδρη γη γύρω. Στεντόρεια η φωνή του κύλησε πίσω από το σβέρκο μου ανατριχιάζοντας τη ραχοκοκαλιά μου. Στο χακί πουκάμισο το πάνω κουμπί ανοιχτό στην αρχή της κοιλάδας του στήθους. Δασωμένης υπέθεσα και την πεθύμησα, αφού την έκρυβε το άσπρο μπαμπάκι της φανέλας.

Μου ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία μου μέχρι να φτάσω. Δύσκολη η διαδρομή ως εδώ, είπε, χωματόδρομος κι ακόμα δεν έριξαν άσφαλτο. Μου μίλησε για τα σχολεία που επισκέπτονται το χώρο. Ξεναγεί τους μαθητές στα ερείπια στο φαράγγι, στις παλιές ινδιάνικες πόλεις, τις ημικυκλικές πέτρινες δαιδαλώδεις κυψέλες γύρω από τα υπόγεια ιερά των κίβα. Τους μιλά για τους τρόπους των αρχαίων, τον ήλιο που μετρούσαν και βάδιζαν τη ζωή τους, το νερό. Ο τέταρτος χρόνος υπηρεσίας στο πόστο, είχε συνηθίσει, του άρεσε.

Πόθησα την ερημιά του, την πειθαρχία του, ζήλεψα την πυγμή της απόφασής του για ασκητική. Και θυμήθηκα, με ντροπή, ότι κάποτε πριν δεκαετίες μου είχαν ανοίξει πόρτα για μια δική μου πειθαρχία, ανάλογης, για δουλειά σε κάποιο ορυχείο στην ίδια έρημο, χαλκός και χυτήριο. Η δίψα του δικού μου κορμιού, τιθασευμένη όπως του δικού του και η περιστασιακή μου χαρά στη συνάντηση με τον τυχαίο περαστικό νταλικέρη. Δείλιασα και αρνήθηκα.

Το βράδυ σε μοτέλ στο Φάρμινγκτον αποκοιμήθηκα εξαντλημένος. Ένα άλλο κορμί, δικό μου μα σμιλεμένο διαφορετικά από το χρόνο, βγήκε και τον συνάντησε σε μπαρ της κεντρικής οδού - το κορμί του εαυτού μου που δεν είχε δειλιάσει. Τον βρήκα στο ρεπό του. Πιάσαμε κουβέντα, ήπιαμε.

Περαστικός κι εγώ είχα πάρει τους δρόμους σε δικό μου ολιγοήμερο ρεπό. Χρόνια μαθημένος καλά στη δική μου ασκητική, κάποιες ώρες δυτικότερα στον αυτοκινητόδρομο.

Πίσω στο δωμάτιο, λιώσαμε στο κρεβάτι τις πειθαρχίες μας.

(σε πείσμα των άνυδρων καιρών)