Σηκώνοντας κούτσουρο για να ρίξω στη φωτιά, το ένιωσα διαφορετικό από το ξύλο της ελιάς που προμηθεύτηκα για το χειμώνα. Επρόκειτο για τη βερικοκιά την οποία διαπίστωσα νεκρή την άνοιξη ύστερα από ύστατη κι αποτυχημένη προσπάθεια ανθοφορίας, τελικής. Την έκοψα και πέταξα το ξύλο στο σωρό του υπογείου.
Το κορμί των δέντρων γράφει σε δακτύλιους την αγωνία τους: χρόνους ξηρασίας, σεισμούς που φέρνουν τα πάνω κάτω στους υδροφορείς ή πληγώνουν τις ρίζες. Λέγεται, καταγράφουν ακόμα και τα πάνω κάτω της ακτινοβολίας απ' τους κύκλους των κηλίδων του ήλιου.
Έτσι, σαν τεμάχισα το κορμό της διέκρινα στα δαχτυλίδια 11 ή 12 χρόνια. Την είχα φυτέψει το ΄11, τον Οκτώβρη. Κάπου στη μέση είδα μια διαφορά στην απόχρωση. Το 2015 όταν την χτύπησε μύκητας δάκρυσε ολόκληρη και την ασβέστωσα προσεκτικά να την επουλώσω. Το 2016 την έριξε ένα μπουρίνι - πάλι Οκτώβρης - και την φρόντισα με τη βοήθεια διαδικτυακού φίλου (ο οποίος έφυγε πρόωρα).
Θα απλώσω τη στάχτη από τη σόμπα γύρω γύρω εκεί που ήταν φυτεμένη και που με το φετινό φθινόπωρο φύτεψα πορτοκαλιά. Δύσκολα δέντρα οι βερικοκιές, αποφάσισα διαφορετικά.
Δεν πατάω πλέον στις μύτες των ποδιών μου όταν σμίγω την καθημερινότητά μου μ' αυτή των δέντρων να τα φροντίσω, δεν τ' αγγίζω με τις άκρες των δαχτύλων μου να μην τα πληγώσω. Κολυμπώ στη ροή αυτής της καθημερινότητας μαζί τους, σκληρό το καύκαλο όπως η φλούδα του κορμού τους.
Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι αέναοι τουρίστες στα θαύματα ή λαμπροί επιστήμονες της γνώσης. Ούτε όλα τα δέντρα γεννήθηκαν πεύκα ποντερόσα να δώσουν γερά δοκάρια, να βαστούν ερείπια του φαραγγιού στο Τσάκο. Ή γιγάντιες σεκόγιες στις πλαγιές της Σιέρρα Νεβάδας.
Ξεχασμένες βερικοκιές, αναλαμπές, ήρθαν κι έφυγαν σε εντεκάχρονο κύκλο. Ξύλο και στάχτη αλλά ποτέ κούτσουρα.