Προχθές με μπουγέλωσε ο Θεός και μωραίνει ο Κύριος. Είχαμε βγει παρέα μετά τη δουλειά, ο ένας είχε το γιωταχί του και βόλευε να αφήσει τους υπόλοιπους στην επιστροφή. Ήμουν ο τελευταίος, ζήτησα να κατέβω στη διασταύρωση Σπύρου Πάτση και Αθηνών, πέντε λεπτά από το σπίτι. Να μη μπερδευτεί στους δρόμους της γειτονιάς. Σταμάτησε εκεί και συνεχίσαμε να μιλάμε, μέσα στο αυτοκίνητο, τουλάχιστον για δέκα λεπτά.
Με το πρώτο μπουμπουνητό την έκανα, μέχρι τη νησίδα έριχνε καρέκλες, στην άλλη πλευρά του δρόμου έβγαλα τη φωτογραφία. Στα εναπομείναντα λεπτά της διαδρομής τα πόδια μέχρι πάνω απ’ τον αστράγαλο στη γοργή, αφρισμένη και κίτρινη επιφανειακή ροή που ξέπλενε τη βρόμα μηνών.
Γδύθηκα μόλις μπήκα στο διαμέρισμα. Τα ρούχα μου σωρός πίσω από την είσοδο, παράξενη εικόνα ενός που βρήκε ξαφνικό θάνατο, όρθιος, στην υγροποίηση του κορμιού του – a song from liquid days.