Ο Δροσίνης είχε γράψει ένα ποίημα για την αλεπού καλόγρια. Σαν δεν είχε τι να φάει μια αλεπού πονηρεμένη. Με έβαλαν να το μάθω και ακκιζόμουνα προνήπιο, απαγγέλοντάς το. Αλλά σύντομα έλαβαν τέλος αυτά τα ραβαΐσια και έπρεπε να βρώ έναν τρόπο να ενδιαφέρονται για μένα διά της σιωπής, αφού από το πολύ τραύλισμα, μετά τα πέντε μου χρόνια, δεν ήμουν ανακοινώσιμος πουθενά.
Σιωπηλός γόης στα Γιαννιτσά του 1953, ήταν μια ζόρικη δουλειά. Αλλά κατορθωτή, αφού ο μισός πληθυσμός και παραπάνω κρατούσε μια κοινωνική βούβα και μούλωνε από πεποίθηση. Καθώς εξελισσόμουνα σε μη πειθαρχικόν αναγνώστη (αυτό που διάβαζα οδηγούσε κατευθείαν σε παραγωγική ονειροπόληση, άρα ήταν σα να πολλαπλασίαζα τις αναγνώσεις με αυτούργιες προσθήκες) απέκτησα ένα μοναδικό προτέρημα, χάρη στην φοβισμένη βουβαμάρα μου: κέρδισα το βλέμμα του γνώστη. Κοίταζα με προοπτική βάθους. Ο απέναντι θεωρούσε ότι σκεφτόμουν βαθέως το καθετί. Δεν ήξερε ότι το μόνο που σκεφτόμουν βαθέως και συνεχώς ήταν «άραγε θα με περιγελάσει μόλις κεκεδίσω;». Σε χρόνο ρεκόρ (για μετεμφυλιακή Ελλάδα) από κεκές, πανούκλας-χολέρας και κεφάλας έγινα Σωκράτης και σοφός. Δημοτικό, Γυμνάσιο και εφεξής, ήμουν στο πόστο μου, πειθαρχικός και έτοιμος να απαντώ σε ερωτήσεις. Ένας Σφίγγας. Κάποια στιγμή, άρχισα να λέω και αστεία, μόνον που δεν ήταν ανέκδοτα. Ήταν παρηχήσεις, μιμήσεις άλλης φωνής, σαρκασμοί, αυτοσαρκασμός. Προκαλούσαν νευρικό γέλιο. Το μόνο γέλιο, για την εκτίμησή μου. Κάθε μέρα, δεχόμουν ερωτήσεις. Ενώ το ποσοστό του «δεν ξέρω» ήταν κανονικό, δηλαδή δεν έπαιζα τον πολύξερο, απαντώντας ότι δεν ξέρω, έπαιρνα την απόκριση «ξέρεις και δεν μας λές». Είχε κι αυτό την ερμηνεία του. Δεν με ρώτησαν ποτέ για μπάλα, για γκόμενες, για θεραπείες, για φιλοσοφία. Με ρωτούσαν για ιστορία και για διάφορα θυμοσοφικά ζητήματα, όπως την σχέση Ελλήνων και Αιγυπτίων στην Ναύκρατι, λόγου χάρη. Δηλαδή αυτοί εξειδίκευαν, απλώς κοιτώντας με. Έφταιγε το βαθύ βλέμμα, με το οποίο τους κοίταζα, έχοντας μέσα μου την ίδια ερώτηση «άραγε θα με περιγελάσει αν κεκεδίσω;»
Ενόσω μεγάλωνα, ωρίμαζα και σάπιζα, το περιβάλλον μου δεν έλεγε να ανοίξει καμιά εγκυκλοπαίδεια, έστω και wiki, να γουγλίσει, να ρωτήσει κάναν άλλον. Μετά τα σαράντα, οι ερωτήσεις έγιναν πανανθρώπινες και γενικής χρήσης. Με ρώτησαν για καλλιέργεια σπαραγγιών, για κύστη του κόκκυγος, για τον Αβιηνό, για λεπτολογίες εγκυκλίων περί τοπικής αυτοδιοίκησης, για λιμνοθάλασσες της Βενεζουέλας. Σε όλες τις τηλεοπτικές εκπομπές που έπαιρναν τοστιέρες και λεφτά απαντώντας σε ερωτήματα, κάποιος συγγενής ή φίλος μου τηλεφωνούσε, σοβαρά ή για πλάκα, στο στυλ «λέγε ρε γρήγορα πως αλλιώς λέγεται ο κάστορας» ή «ποιος έγραψε την μαντάμ Μποβαρύ». Μια μέρα η μάνα μου έσκασε και μου είπε «γιατί δεν πάς παιδί μου σε μια τέτοια εκπομπή;». Όταν αρνήθηκα και κατάλαβε (οι μάνες καταλαβαίνουν) ότι φοβόμουν μη τραυλίσω, μου πρότεινε κάτι μοναδικό, που το χρησιμοποίησε ο Γούντι Αλλεν στο take the money and run, με τους γονείς του. «Γιατί δεν βάζεις περούκα, ψεύτικη μύτη και γυαλιά για να μη σε αναγνωρίσουν;» ρώτησε αθώα.
Τελευταία, οι ερωτήσεις ήταν τόσο εξειδικευμένες και η εμπειρία μου στις απαντήσεις τόσον επαγγελματική, ώστε απάλειψα το «δεν ξέρω» τελείως. Ήξερα, διότι αφού. Ήρθε μια μέρα κι έσκασα. Κι όταν ρωτήθηκα για κάτι βατό και αναμενόμενο, δηλαδή την ιστορία της Υπέρειας και των Φαιάκων, σταμάτησα να κοιτάω βαθέως και γούρλωσα τα μάτια με απορία. «Τι είναι η Υπέρεια;» αντιρώτησα. Η προσποίηση της άγνοιας μπήκε στους πόρους μου και με δρόσισε. Η ακύρωση του πόνου με φυσικά αναλγητικά, με ξάφνιασε ευχάριστα. Έχω πολύν δρόμο μπροστά μου για να δώ την επιφάνεια της θάλασσας, έτσι που έχω τυλιχτεί με την αλυσίδα μιάς άγκυρας σε μια φυκιάδα της Σιθωνίας, (περιφραστική περιγραφή της κατάθλιψης μου με δέρνει) αλλά το μόνο που έχω να περικόψω, είναι η ακατανίκητη έκτοτε διαθεση να πάω στα Φάρσαλα και να μετράω στάδια στον μέσα κάμπο, δίπλα στην πορεία του Σμολένσκη το 1897, ψάχνοντας την Υπέρεια και το λουρί της μάνας της, κρατώντας την ψεύτικη μύτη με αναρτημένα μουστάκια και γυαλιά, περιμένοντας την Καθαρή Δευτέρα που γιατρεύει την ξερολία και την δεγκζερωσύνη, με ένα πιάτο φακές, κρεμμυδωμένες και την αντζούγια μέσα, να σαλεύει στο παγωμένο πιάτο.