— Διάβασα το «Από πού κατάγονται οι Έλληνες;» (Εφ.Συν., 1/3/25), την «Έρευνα», που υπογράφει η Νόρα Ράλλη, στην οποία ο «επίκ. καθηγητής Απόστολος Λαγαρίας παρουσιάζει για πρώτη φορά, μέσω της “Εφ.Συν.”, σημαντικά ευρήματα σχετικά με την καταγωγή των Ελλήνων, το ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε».
Αντιπαρέρχομαι το υποδόριο ερώτημα Γκογκέν και εφιστώ την προσοχή στην ιδιότητα του κ. Λαγαρία:
«Επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφ. Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας».
«Όλα αυτά έως τώρα: το παρόν αφιέρωμα έρχεται να προσθέσει νέα δεδομένα στις έως τώρα θεωρήσεις, παρουσιάζοντας, για πρώτη φορά και αποκλειστικά στην «Εφ.Συν.», τα ευρήματα του επίκ. καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Απόστολου Λαγαρία, όσον αφορά την καταγωγή των Ελλήνων, το πώς καταστράφηκε ο μινωικός πολιτισμός (όχι, δεν ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης που τον κατέστρεψε όπως μαθαίνουμε στο σχολείο) και το ποιοι ήταν οι Μυκηναίοι. Παραθέτουμε τμήμα των αποτελεσμάτων της έρευνας του κ. Λαγαρία, προσδοκώντας να ανοίξει ένας εποικοδομητικός διάλογος για το θέμα».
Παραθέτω ενδεικτικά από την «έρευνα» του κ. Λαγαρία:
«Το ερώτημα που γεννήθηκε απ’ αυτά που πλέον είχα μάθει ήταν: “Εάν είναι πράγματι έτσι, γιατί δεν το γνωρίζω από την εκπαίδευση που έχω λάβει – γιατί συλλογικά ως κοινωνία δεν το γνωρίζουμε πως οι Μυκηναίοι είχαν τόσα κοινά με τη σκανδιναβική αυτή φυλή των Γιαμνάγια;”».
[...]
«Το κομβικό σημείο της πλήρους μυκηναϊκής κατάκτησης του ελληνικού χώρου είναι η βίαιη καταστροφή των μινωικών ανακτόρων κάπου στο 1450 μ.Χ., που βέβαια δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προήλθε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, ούτε και από κάποια σχετική φυσική καταστροφή. Προξενεί εντύπωση το ότι επιβιώνει έως σήμερα μια τόσο ανακριβής θεωρία. Οι θέσεις της Κνωσού και της Φαιστού ούτως ή άλλως δεν τις καθιστούν ευάλωτες στα παλιρροϊκά κύματα που έπληξαν τις ακτές. Αλλωστε το απόγειο της ανάπτυξης των μινωικών ανακτόρων συμβαίνει μερικές δεκαετίες μετά την ηφαιστειακή έκρηξη. Άρα δεν κατέστρεψε το ηφαίστειο της Σαντορίνης τον μινωικό πολιτισμό».
[...]
«Η έρευνα αποδείχτηκε σύνθετη. Ωστόσο, η συμβολή της γενετικής μέσω της ανάλυσης του αρχαίου DNA αποσαφηνίζει πολλά από τα σημεία που με μόνο όχημα την αρχαιολογική και ιστορική έρευνα παρέμεναν για δεκαετίες “θολά”, αν και επαρκώς μελετημένα. Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία (sic), όπως τη διδασκόμαστε, πρέπει να ξαναγραφτεί».
Το σίγουρο είναι ότι ο κ. Λαγαρίας θα πρέπει, προτού αλλάξει την Ιστορία «όπως τη διδασκόμαστε», να υποβάλλει την έρευνά του σε ένα ή περισσότερα επιστημονικά (peer-reviewed) περιοδικά, για να ακούσει και την άποψη αρχαιολόγων, ιστορικών, γλωσσολόγων και γενετιστών. Η επιστήμη συνεχίζει να αξιολογείται κατά τι διαφορετικά από ένα κείμενο που δημοσιεύεται σε μια εφημερίδα.
— Η αναφορά του κ. Λαγαρία στον Μινωικό πολιτισμό ταιριάζει όμως, όχι μόνο με τη Σαρακοστή αλλά και με το «Χταπόδι με ασκολύμπρους, αβρονιές και κρίθαμα: Τα πολλά πρόσωπα ενός αρχέγονου γεύματος» (Lifo, 2/3/25), που υπογράφει ο Νίκος Γ. Μαστροπαύλος.
Παραθέτω:
«Το χταπόδι λικνίζει τα πλοκάμια του στον ρυθμό της Μεσογείου Θαλάσσης. Δεν είναι ένα απλό φαγητό που το μαγειρεύουν παντού στις ακρογιαλιές της αλλά ένα έμβλημα (ακόμη και ξεραμένο από την επήρεια του καυτού ήλιου), ίσως και μια ιδέα. Στο κέντρο της Μεσογείου, την Κρήτη, ήταν το σύμβολο του Μινωικού Ενάλιου Ρυθμού ή αλλιώς του πρώτου αληθινά φυσιοκρατικού ρυθμού στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια τέχνη. Η απόλαυση να περιδιαβάζεις στα εικονογραφημένα αγγεία του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου είναι πιο σύνθετη και πλουσιότερη από οποιοδήποτε συμπόσιο. Συμβαίνει αυτό πάντα με την Τέχνη. Εννοεί πολύ περισσότερα απ’ αυτά που απεικονίζει. Κοντά τριάντα έξι αιώνες πριν, οι καλλιτέχνες των τελών της νεο-ανακτορικής περιόδου του μινωικού πολιτισμού μιλούσαν μέσα από τις εντυπώσεις της τροφής για ιδεολογίες, μυθολογίες, αξίες, στάσεις ζωής. Το περίτεχνα ζωγραφισμένο χταπόδι δεν ήταν ένα φυσικό πλάσμα που τους έτρεφε αλλά, πιθανόν, ένα μεταφυσικό σύμβολο της μινωικής θαλασσοκρατορίας που απλώνει τα πλοκάμια του προς κάθε κατεύθυνση με θαυμαστή προσαρμοστικότητα».
— Διάβασα το «Άγιον Όρος, συγγραφή και Doors» (Καθημερινή, 2/3/25). Η Μάρω Βασιλειάδου συζητά με τον Γ. Ν. Πεντζίκη «με αφορμή τη νέα σύγχρονη όπερα “Ο πεθαμένος και η ανάσταση”, ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ στον συνθέτη Νικόλα Τζώρτζη που ζωντανεύει στη σκηνή το ομώνυμο έργο» του Ν. Γ. Πεντζίκη.
Ξεχωρίζω από τη συζήτηση ένα σημείο προς το τέλος:
«“Γενικά ήταν ένας άνθρωπος με αυστηρά κριτήρια και επιλεκτικές συναναστροφές. Ομως, δεν υπήρξε καλλιτέχνης στη Θεσσαλονίκη που ο Πεντζίκης δεν γνώριζε, και αντίστροφα. Δεν χαριζόταν ποτέ ούτε και σε εμάς τα παιδιά του. Ποτέ δεν μας άφησε να κερδίσουμε όταν παίζαμε τάβλι, σκάκι ή σκραμπλ”. Αναλογίζομαι με τρόμο το ενδεχόμενο μιας παρτίδας σκραμπλ με τον Ν. Γ. Πεντζίκη και την αναπόφευκτη ήττα απέναντι σε έναν τέτοιο παίκτη, ο οποίος διέθετε επίσης ευρύτατη κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής. “Η τέχνη”, έλεγε ο ίδιος, “είναι μια διαρκής συναναστροφή. Όταν πρόκειται για την ‘κηπουρική’ των τεχνών, όλοι οι καλλιτέχνες είναι λίγο πολύ το ίδιο”».
Εγώ, πάλι, αναλογίζομαι τι θα έλεγε ο Ν. Γ. Πεντζίκης για τη «διαρκή συναναστροφή» των καλλιτεχνών μέσω κοινωνικής δικτύωσης.
— Διάβασα το «Η αξίωση για απάντηση των “γιατί”» (Το Βήμα, 2/3/25) του Αντώνη Μεταξά.
Παραθέτω:
«Ο μεγάλος Ιταλοεβραίος συγγραφέας και ποιητής Πρίμο Λέβι περιγράφει ότι, όταν μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς, είδε στο πάτωμα ένα βρώμικο κομμάτι πάγο, το οποίο παρόλα αυτά έσπευσε να πιάσει για να σβήσει τη δίψα του. Ένας περιπολών φύλακας τον προσέγγισε και κλώτσησε τον πάγο μακριά. Όταν ο Λέβι διερωτήθηκε λέγοντας “γιατί”, ο φύλακας του απάντησε κοφτά: “εδώ δεν έχει γιατί”. Το “γιατί” και η νομιμοποιημένη διερώτηση περί αυτού συνιστούσε (και συνεχίζει να συνιστά) τη συμπύκνωση ενός όλως κρίσιμου ορίου που διαχωρίζει τη στοιχειωδώς ανθρώπινη κοινωνία και συλλογική συμβίωση από την αυθαιρεσία, την κατάλυση κάθε έννοιας δικαιοσύνης και, ενίοτε, το πλήρες σκότος. Η αξίωση για απάντηση των “γιατί” που οδηγούν σε συλλογικές τραγωδίες, όπως το Μάτι και εν προκειμένω τα Τέμπη, οι οποίες συνιστούν απόρροια κραυγαλέων κρατικών ευθυνών και εγκληματικών παραλείψεων, δεν είναι συνεπώς “βάρος”, “ενοχλητική υπόμνηση μπαγιάτικων ειδήσεων”, αλλά δομική υποχρέωση μιας δημοκρατικής, φιλελεύθερης Πολιτείας».
Το άρθρο του κ. Μεταξά είναι εύστοχο και πλήρως κατατοπιστικό. Θα σχολιάσω μόνο ότι η εισαγωγή του, το περιστατικό με τον Λέβι στο Άουσβιτς, παρότι υπογραμμίζει το διακύβευμα, αποδυναμώνει τη θέση του κειμένου, γιατί ωθεί τον αναγνώστη σε ομιχλώδεις ατραπούς. Η αναφορά και μόνο του συγκείμενου «στρατόπεδο συγκέντρωσης», σπρώχνει το θυμικό προς τη δημιουργία εντυπώσεων περί εκφασισμού της κυβέρνησης. Ας αντισταθούμε στον πειρασμό. Εξάλλου, δομικό στοιχείο του άρθρου του κ. Μεταξά είναι η απόσταση που αποπειράται να πάρει από λαϊκιστικές μανιέρες:
«Η απόπειρα συσχέτισης των όσων ευπρεπώς ασκούν την κριτική τους και εκδηλώνουν τη διαμαρτυρία τους για την υπόθεση των Τεμπών με το ιστορικό προηγούμενο των “πλατειών” του δημαγωγικού λαϊκισμού και τις ιστορικά έκθετες πρωτοβουλίες και πολιτικές της εποχής, με κορυφαίο το δημοψήφισμα του 2015, είναι άστοχες. Όσοι αγωνιστήκαμε, όσο και όπως ο καθένας μπορούσε, για τη μη ανάσχεση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας το πράξαμε σε μεγάλο βαθμό ακριβώς για τους ίδιους λόγους που απονομιμοποιούν τώρα τον λήθαργο, τη σιωπή και επιτάσσουν την (πάντα ευπρεπή) κριτική για το θέμα των Τεμπών».
Κάνω τη συγκεκριμένη αναφορά, κατανοώντας απόλυτα τον θυμό προς την κυβέρνηση. Ό,τι επισημαίνω στον κ. Μεταξά, το έπραξα κι εγώ, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Υπέπεσα στο ίδιο ατόπημα, συνοδεύοντας το κείμενο της παρούσας στήλης για τις τακτικές της κυβέρνησης με μια φωτογραφία ναζιστικού χαιρετισμού από έργο του Άνσελμ Κίφερ.