Βράδυ Μεγάλης Πέμπτης. Η Τότεναμ στην Φρανκφούρτη. Παραδόξως προκρίνεται. Έχει ακόμα δύο ευκαιρίες αποτυχίας, μια πιο Τότεναμ στους ημιτελικούς με τους Νορβηγούς της Μπόντο Γκλιμτ, κι αν αποτύχει να αποτύχει κι εκεί, άλλη μία στον τελικό του Europa League. Όταν το ματς τελειώνει βάζω να δω Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ - Λιόν. Ξεκίνησε την ίδια ώρα, αλλά έχει πάει παράταση. Στη Λιον η Γιουνάιτεντ είχε προηγηθεί με 1-2 στο 88, ισοφαρίστηκε όμως εξαιτίας ενός στιγμιαίου λάθους του Ονάνα, του Πασχάλη των τερματοφυλάκων. Ακούω ότι και τώρα είχε προηγηθεί με 2-0 και της το έκανε η Λιόν 2-2. Πιάνω το ματς από εκεί, η Λιόν παίζει με δέκα παίκτες. Ε και; Λιόν 2-3, Λιόν 2-4. Βρισκόμαστε στο δεύτερο ημίχρονο της παράτασης, στο 109’ λεπτό. Το άμεσο αντανακλαστικό είναι να ποστάρω εκείνη την ώρα κάτι για τη σκιά του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, που είναι ό,τι πιο κοντινό σε ασήκωτη κληρονομιά έχει υπάρξει. Ο ίδιος δεν έχει σταματήσει να πηγαίνει στο γήπεδο, προφανώς πηγαίνει και καρφώνει κουκλάκια μέσα απ’ το παλτό του όντας στα βουντού όσο κορυφή ήταν και στην προπονητική. Δωδέκατη σεζόν χωρίς αυτόν στον πάγκο, έχουν δοκιμάσει την τύχη τους εκεί από προπονητές τοτέμ όπως ο Μουρίνιο και ο Φαν Χάαλ ως πρώην ένδοξα παιδιά της ομάδας του, όπως ο Γκιγκς και ο Σόλσκιερ, από προπονητές που ήξεραν καλά το αγγλικό πρωτάθλημα, όπως ο Μόγιες, ως προπονητές που ήρθαν με περγαμηνές απ’ έξω όπως ο Τεν Χάαγκ, μέχρι που φέτος, έχοντας πάρει στο μέσο της σεζόν το νέο παιδί θαύμα της προπονητικής Ρούμπεν Αμορίμ, η Γιουνάιτεντ έχει τη χειρότερη χρονιά της στο πρωτάθλημα εδώ και δεκαετίες, παραμένοντας όμως η μόνη αήττητη ομάδα σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Δεν είναι μόνο το 2-0 που έγινε 2-2 και μετά 2-4 με δέκα παίκτες, είναι κι ότι ο Αμορίμ ντύνεται Τερίμ και βάζει στην επίθεση ένα σέντερ μπακ του και ένα κεντρικό χαφ του. “In what world are we seeing Manchester United play Harry Maguire and Kobbie Mainoo as centre forwards?” θα πει ο σχολιαστής του ΤΝΤ. Σε ποιον κόσμο; Στον κόσμο του ποδοσφαίρου, εκείνον δηλαδή που ενώ στη θεωρία λες κάτι απολύτως εύλογο, στην πράξη ο Κόμπι Μέινου κάνει το 4-4 στο 120’ και ο συλληφθείς γλεντζές της Μυκόνου Χάρι Μαγκουάιρ το 5-4 στο 121΄. Είχε προηγηθεί το 3-4, σε ένα δωδεκάλεπτο που από το 2-4 ως το 5-4 πρέπει με τις συνεχείς διακοπές για πανηγυρισμούς και VAR να έγιναν έξι επιθέσεις, στις οποίες μπήκαν τρία γκολ, η Γιουνάιτεντ έκανε άλλες δύο ευκαιρίες και ζήτησε ένα πέναλτι. Αν το δούμε στατιστικά, μέσα στον ωκεανό των διεξαγόμενων αγώνων, είναι πιθανό να συμβεί μια φορά κι αυτό. Αλλά δεν βλέπουμε ποδόσφαιρο ως στατιστικολόγοι, βλέπουμε ποδόσφαιρο για δώδεκα λεπτά θαυμάτων τη βραδιά των δώδεκα ευαγγελίων, βλέπουμε ποδόσφαιρο για το ρόλερ κόστερ του 2-0 σε 2-4 και του 2-4 σε σε 5-4, βλέπουμε ποδόσφαιρο σαν εκείνο το μικρό αγόρι που πιάνουν οι κάμερες να κλαίει απαρηγόρητο λίγο πριν το 4-4 και να κλαίει με ένα συναίσθημα που δεν θα ξεχάσει ποτέ των ποτών από εδώ και εμπρός ενώ το σηκώνει ο πατέρας του ψηλά μετά το 5-4.
Ο σπίκερ του ΤΝΤ σχολιάζει και διαψεύδεται πανηγυρικά, εγώ δεν προλαβαίνω να σχολιάσω στο Facebook και γλιτώνω την πανηγυρική διάψευση, την επόμενη μέρα βλέπω στο Facebook να ανεβαίνουν reels με τους τρεις σχολιαστές του καναλιού, ανάμεσά τους κι ο Ρίο Φέρντιναντ, να χτυπιούνται στα γκολ της μεγάλης ανατροπής. Εννοείται ότι δεν είναι μέρος της μετάδοσης του αγώνα, είναι όμως μέρος όλων των γύρω γύρω που δεν καταγράφονται τυχαία αλλά επί τούτου και γίνονται πια ολοένα και περισσότερο του συρμού. Κάμερα στις αντιδράσεις: η κάμερα που δεν μένει μόνο στο εκάστοτε θέαμα, αγώνα, γεγονός, αλλά στρέφεται ολοένα και περισσότερο και στις αντιδράσεις, σε επαγγελματίες όπως εδώ, ή σε ανθρώπους που φιλοδοξούν να κάνουν ή έχουν ήδη κάνει επάγγελμά τους ακριβώς αυτό, φτιάχνοντας κανάλια στο YouTube και δεν ξέρω πού αλλού, παρακολουθώντας αγώνες, με την κάμερα να τους δείχνει να σχολιάζουν σε ζωντανό χρόνο, να βρίζουν ή να πανηγυρίζουν σαν τρελοί. Ο σχολιασμός άλλαξε σιγά σιγά φύση, πρώτα έγινε content με το οποίο γεμίζαμε δωρεάν τα σόσιαλ, γιγαντώνοντάς την οικονομική, κοινωνικοπολιτική και υπαρξιακή τους διάσταση, στη συνέχεια μάθαμε ότι βοηθούν για να εκπαιδεύεται επίσης δωρεάν το ΑΙ, ενώ πλέον έχει μετατραπεί και σε θέαμα, παράλληλο με αυτό καθ’ αυτό το θέαμα.
Εποχή σχολιαστών. Ο ανθρωπότυπος του σχολιαστή, ένας ανθρωπότυπος στον οποίο προσωπικά κατεξοχήν ανήκω. Φέρτε σφάξτε παν το επιστητό. Το ‘χουμε. Και να μην το ΄χουμε δηλαδή θα μας κάνει κανείς μήνυση; Μια γνώμη λέμε. Το επιστητό όμως με τον αστερίσκο του επαρχιωτισμού: φουλ ελληνική πολιτική σκηνή, πολύ λιγότερο διεθνής. Κι ο επαρχιωτισμός πάντως με τη σειρά του ιδιότυπος είναι, καθώς το κράμα σχολιασμού συμπεριλαμβάνει μη ελληνικά προϊόντα της μαζικής κουλτούρας, με ταινίες, σειρές, και αθλητικά. Στα πολιτικά όμως το βλέμμα κολλημένο εμμονικά εδώ, λες κι ο Μητσοτάκης είναι ο ομφαλός της γης. Ακόμα κι έτσι, για τα μείζονα που απασχολούσαν τη διεθνή ειδησεογραφία, κάποιο μικροσχόλιο θα χωρούσε. Τους τελευταίους όμως μήνες, απέναντι στην κοσμογονία ή μάλλον στην κοσμοχαλασιά του ξεκινήματος της δεύτερης θητείας Τραμπ, αμηχανία και σιωπή. Όσο κι αν γίνονται διαρκώς πράγματα φουλ δυσοίωνα για το μέλλον αλλά και με εντελώς αληθινές επιπτώσεις στο παρόν, δεν βρίσκω το νόημα να σχολιάζω. Μου φαίνεται καπου γραφικό. Τι σημασία έχει τι θα πω εγώ, τι θα καταδικάσω, τι θα σαρκάσω, τι θα ελεεινολογήσω;
Πριν βιαστείς να μειδιάσεις ειρωνικά, αυτό ακριβώς εννοώ: πως ενώ ξέρω πως και στα της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας τελικά δεν έχει σημασία τι θα πω, τι θα καταδικάσω, τι θα σαρκάσω, τι θα ελεεινολογήσω, εκεί για κάποιο λόγο δεν μου φαίνεται γραφικό. Δεν ξέρω γιατί. Επειδή εκεί θεωρητικά «πέφτει λόγος» στον καθένα μας, επειδή θεωρητικά σε μια δημοκρατία ο κάθε πολίτης συμμετέχει σε έναν δημόσιο διάλογο και στο γενικότερο παιχνίδι συνδιαμόρφωσης των πεποιθήσεων για το δέον γενέσθαι στη χώρα του; Επειδή το ίδιο το content της δημοκρατίας απαιτεί τη συμμετοχή σου και σου πουλάει ότι εξαρτάται σε ένα βαθμό κι από σένα κι ότι δεν πρόκειται για ένα πεδίο έξω από εσένα το οποίο παρακολουθείς ως θεατής, όπως ένας αγώνας ή μια παράσταση; Επειδή στις δημοκρατίες ο σχολιασμός είναι και εκ των ουκ άνευ και έχει πιο ενεργή-συμμετοχική διάσταση; Ναι αλλά ακόμα κι έτσι το ερώτημα παραμένει: είναι λιγότερο γραφικό να σχολιάζει κανείς επί χρόνια την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα απ’ ό,τι θα ήταν να σχολίαζε τώρα την αμερικάνικη;
Γραφικό γιατί, θα μπορούσε να είναι ο αντίλογος: Μα όλα ίδια έχουν παραμείνει στην Ελλάδα; Μα δεν γύρισαν όλα τούμπα μέσα την τελευταία δεκαπενταετία, με ανατροπές επί ανατροπών (ΟΚ, με την προφανή εξαίρεση του ΚΚΕ, το οποίο όποια άλλη κοσμογονική αλλαγή κι αν γίνει, εκείνο κινούμενο εντός του δικού του κόσμου θα παραμένει πάντα ακλόνητο σε απόψεις και ποσοστά); Και δεν έχουν επιφέρει αξιοσημείωτες αλλαγές στον τρόπο που παίζεται το πολιτικό παιχνίδι τα σόσιαλ, με αποτέλεσμα πολλές φορές τα κόμματα να είναι ουραγοί δικών τους πρωτοβουλιών; Από κάποια πρώτα καλέσματα για συγκεντρώσεις με αφορμή τις πυρκαγιές το 2007, φτάσαμε το 2025 σε συλλαλητήρια εκατομμυρίου για τα Τέμπη.
Απ’ την άλλη τελικά τι; Σχολιάζεις, τα λες, τα ξαναλές, ακουμπάς πάνω εκεί δικά σου θέματα προσωπικότητας, ξεγελάς τα χρόνια που περνάνε, και το πολύ πολύ, αν παραπίστεψες κάτι, έρχεται τον Ιούλιο του 2015 η πραγματικότητα και σου λέει όσο έπαιξες - έπαιξες, τώρα το κεφαλάκι σου μέσα, συνέχισε να σχολιάζεις δηλαδή, συνέχισε να πορώνεσαι και τα επόμενα χρόνια αν είναι τόσο ανοξείδωτη από αυτό που συμβαίνει η φτιαξιά σου, κατάλαβες όμως τελικά ότι και το 61,31% να σχολιάσει προς μια κατεύθυνση, τελικά προς την άλλη θα πάμε, ε; Το μέγεθός σου είναι μικρό. Είτε είσαι μόνος σου, είτε είστε πολλοί. Δεν μπορείτε. Σας πέφτει λόγος με την έννοια του σχολιασμού και μόνο. Σχολιάστε ελεύθερα λοιπόν, εκτονωθείτε λοιπόν, εκείνο το οποίο θα συμβεί στο τέλος όμως δεν μπορούν να το πειράξουν τα σχόλιά σας και οι ευαισθητοποιήσεις σας.
Διαπίστωση που μας φέρνει στην τελευταία κατηγορία σχολιαζόμενων γεγονότων, τους πολέμους. Ε, εκεί δεν γίνεται να μη σχολιάσεις, σε καλεί η στοιχειώδης ανθρωπιά σου, άνθρωποι σφαγιάζονται - αδύνατο να σιωπάς. Μπορεί να μην μπορείς να σταματάς πολέμους, τουλάχιστον όμως μπορείς να δηλώνεις την εναντίωσή σου και τον αποτροπιασμό σου. Δεν πρόκειται για κάποια υποκριτική επίδειξη, αυθεντική είναι η εκδηλούμενη ευαισθησία. Αυθεντική μεν, όχι απαλλαγμένη από μεροληψία δε. Η κάθε ιδεολογική πλευρά επιλέγει τους πολέμους της και την ευαισθησία της. Ουκρανία εσείς με τις σημαίες της, Παλαιστίνη εμείς με τις δικές της, κάπου στο βάθος οι εντελώς αόρατοι πόλεμοι της Αφρικής. Και όντας από την μία ιδεολογική πλευρά, δεν προσπαθώ να συμψηφίσω κάτι, δεν θεωρώ συγκρίσιμα μεγέθη την Ουκρανία και την Παλαιστίνη, πραγματικά θεωρώ ότι αυτό που κάνει το Ισραήλ είναι εντελώς άλλης κλίμακας, ταυτόχρονα όμως προσπαθώ να κατανοήσω τους μηχανισμούς ενεργοποίησης της ευαισθησίας όλων, προσπαθώ να κατανοήσω την εναλλαγή των κριτηρίων της ευαισθησίας ανάλογα με το για ποια περιοχή του κόσμου μιλάμε.
Δεν θέλω να πω ότι δεν νιώθω βάρος στη συνείδησή μου αυτό που συμβαίνει στη Γάζα, θεωρώ ότι συνθηκολογώντας με την αδυναμία μου να αλλάξω αυτό που συμβαίνει το νομιμοποιώ και γίνομαι συνεργός του, θέλω να πω επίσης όμως ότι αναρωτιέμαι αν τα πέντε περσινά ματς των πλέι οφ με την Μακάμπι έχουν γράψει μέσα μου περισσότερο από όλα όσα έχω γράψει και σχολιάσει 1 ½ χρόνο τώρα για την Παλαιστίνη, για την οποία κάθε φορά, με κάθε ανάρτηση και κάθε κείμενο, ένιωθα στα αλήθεια όσα έγραφα και δεν παρίστανα τίποτα. Θέλω να πω ότι ανήκω στον ανθρωπότυπο του σχολιαστή. Του καταναλωτή θεαμάτων και ειδήσεων, μυθικών ανατροπών και γενοκτονιών, Adolescence, White Lotus, Black Mirror, ξεκινούν από βδομάδα και τα φετινά πλέι οφ.
Βράδυ Μεγάλης Πέμπτης προημιτελικοί Europa League, βράδυ Mεγάλης Παρασκευής Επιτάφιος. Ο Επιτάφιος διασώθηκε και θα συνεχίσει να διασώζεται γιατί είχε πάντα κάτι το φασαίικο. Διασώζεται και θα συνεχίσει να διασώζεται έστω και ως σκέτο φολκλόρ γιατί μας βγάζει έξω, έξω απ’ τις εκκλησίες, τους κανόνες τους, την εξουσία τους. Οι εκκλησίες με τις αγιογραφίες τους, το Νέτφλιξ παρελθόντων αιώνων. Μπορούσες να κοιτάς και να ξεφεύγεις εκεί, όσο οι παπάδες έλεγαν τα δικά τους, τα περισσότερα και σε γλώσσα που δεν πολυκαταλάβαινες. Κι οι αγιογράφοι είχαν νωρίτερα βρει την ευκαιρία να ξεφεύγουν δια της τέχνης τους μακριά από την αμείλικτη εξουσία της πραγματικότητας, προσπαθώντας να μεταγράψουν και να χωρέσουν κάτι από το μυστήριο της πιο πέρα ύπαρξης.
Στην περιφορά δίπλα μου περπατάνε λίγοι τουρίστες με τα κεράκια τους. Σκάρτοι τριαντάρηδες, κάτι σε γερμανική φυλή, μπορείς να τους φανταστείς λίγες μέρες πριν και λίγες μετά με τις βαλίτσες με τα ροδάκια τους. Νοτιοασιάτες και Αφρικάνοι καταστηματάρχες έξω απ’ τα μικροκαταστήματά τους κοιτούν την πομπή μας, άλλοι με συμμετοχική κατάνυξη, άλλοι πιο αδιάφορα. Βγαίνουμε στο δρόμο στους Επιτάφιους, εν γνώσει μας ότι δεν θα αλλάξουμε κάτι στο υπαρξιακό και μεταφυσικό παιχνίδι, βγαίνουμε στους δρόμους στα συλλαλητήρια, εν γνώσει μας ότι δεν θα αλλάξουμε κάτι στο πολιτικό και θεσμικό. Βγαίνουμε στο δρόμο όλοι μαζί και προχωράμε σιωπηλοί προς τα κάπου. Όσο διαρκεί το όλοι μαζί, όσο διαρκεί η πορεία μας, όσο διαρκεί η σιωπή μας, σαν τον Σίσυφο πρέπει να μας φανταστεί κανείς, ευτυχισμένους.