Skip to main content
Κυριακή 16 Μαρτίου 2025
Είναι καλά

«Η Εκδίκηση της Γυφτιάς» κυκλοφόρησε στις αρχές του 1978, φέρνοντας μια νέα πρόταση στο ελληνικό τραγούδι. Aρχικά είχε θεωρηθεί μεγάλη αποτυχία, αλλά αρκετά γρήγορα αυτό ανατράπηκε εντελώς και τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Και αφού μπήκαν παραμένουν κοντά μισό αιώνα πια ακλόνητα εκεί. Αποτελείται από δεκατρία τραγούδια, έντεκα σε μουσική Νίκου Ξυδάκη και στίχους Μανώλη Ρασούλη και δύο σε μουσική Νίκου Παπάζογλου, το ένα («Kανείς Εδώ δεν Τραγουδά») σε στίχους Tάκη Σιμώτα και το άλλο («Κυρ Διευθυντά των Δίσκων») πάλι σε στίχους του Ρασούλη. Ο Νίκος Παπάζογλου είναι ο βασικός ερμηνευτής των τραγουδιών (τα περισσότερα μόνος του, κάποια με συμμετοχή του Δημήτρη Κοντογιάννη και της Σοφίας Διαμαντή), πλην ενός που ερμηνεύει η Σοφία Διαμαντή («Σαν το Δασάκι») και δύο που ερμηνεύει ο Διονύσης Σαββόπουλος («Βρέχει στην Εθνική Οδό», «Μετανάστης στην Αγκάλη σου»). Ο Σαββόπουλος ήταν κι ο παραγωγός της «Εκδίκησης της Γυφτιάς» και κυρίως ο καταλύτης ώστε να δισκογραφηθεί. Επίσης -κάθε άλλο παρά δευτερεύον τελικά- ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε τον τίτλο, τίτλο που αποδείχτηκε εξίσου ιστορικός με τον ίδιο το δίσκο. 

Αντικείμενο του άρθρου όμως δεν είναι τα τραγούδια, το διαφορετικό που εισήγαγαν τότε, η μουσική επιδραστικότητά τους - θα ήμουν κατεξοχήν αναρμόδιος για κάτι τέτοιο. Για το εξώφυλλο θέλω να μιλήσω, το οποίο πιστώνεται στον σημαντικό ζωγράφο Αλέξη Κυριτσόπουλο, μακροχρόνιο ήδη από τότε συνεργάτη του Σαββόπουλου, με δουλειές και πριν και μετά σε εξώφυλλα δικών του άλμπουμ. Και θέλω να μιλήσω για το εξώφυλλο, όχι επειδή σε αντίθεση με την μουσική έχω κάποια εικαστική αρμοδιότητα, αλλά επειδή μου χτύπησε έντονα στο μάτι δυο φορές τα τελευταία χρόνια.   

Η πρώτη πριν καμιά διετία. Το YouΤube βοηθάει πολύ σε αυτού του είδους την οπτικοποίηση, τουλάχιστον για όσους δεν διατηρούν δισκοθήκη. Ξαναβλέποντάς το τότε, μου θύμισαν κάτι τα γράμματα με το οποία είναι γραμμένος ο τίτλος. Σκέφτηκα ότι κατά πάσα πιθανότητα το «ΕΚ» του κολάζ πρέπει να είναι από αθλητική εφημερίδα που έγραφε τη λέξη «ΑΕΚ». Ίσως και το «ΔΙ» να έχει κοπεί απ' τη λέξη «ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ». Ανέβασα μια σχετική ανάρτηση στο Facebook και στα σχόλια φίλοι παρατήρησαν πλειοδοτώντας, ότι το κόκκινο «Η» με τις γκρι γραμμές στη μέση είναι επίσης από τον τίτλο της εφημερίδας «ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΗΧΩ». Ότι επίσης το «ΚΗΣ» θυμίζει γραμματοσειρά της εφημερίδας «ΦΩΣ», με πιθανές μαντεψιές τις λέξεις «ΝΙΚΗΣ» «ΝIKHΣΕ» ή «ΕΘΝΙΚΗΣ», ενώ στο τραπέζι μπήκε ακόμη και το «ΚΟΥΣΟΥΛΑΚΗΣ».

Τι περίεργη επιλογή, ε; Και ναι και όχι. Καταρχάς για ένα δίσκο με τόσο προβοκατόρικο τίτλο, η επιλογή συλλαβισμού του ονόματός του με τη συγκεκριμένη πρώτη ύλη αποτελεί με τη σειρά της ένα είδος εκδίκησης της γυφτιάς. Από εκεί και πέρα, ίσως ακόμα και σήμερα, αλλά σίγουρα σε εποχές που δεν υπήρχαν αθλητικά σάιτ, το να στεκόσουν το πρωί, πριν το σχολείο ή πριν τη δουλειά, με προσμονή έξω απ’ το περίπτερο για να δεις κρεμασμένες τις αθλητικές εφημερίδες, δεν αποτελούσε απλώς τελετουργία, αποτελούσε κίνητρο να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Και ίσως αυτό που αποκαλύπτει η επιλογή του Κυριτσόπουλου είναι πως η τελετουργία δεν είχε να κάνει μόνο με το καθαρά οπαδικό σκέλος. Γιατί καθώς στεκόσουν από κάτω τους και τις κοιτούσες, με τους πηχυαίους τίτλους τους, με τις γραμματοσειρές τους, με το layout τους, ρουφούσες ολοσέλιδο χρώμα, με αποτέλεσμα να διαχέεται η ντοπαμίνη στον εγκέφαλό σου. Μια καθημερινή γιορτή χρώματος, μια καθημερινή έκθεση γραφιστικής, τελικά μια καθημερινή γιορτή της ζωής, κι ας μην το ήξεραν κι οι ίδιες. Φουλ σοβαροφανείς, αλλά εκ των πραγμάτων φουλ ανάλαφρες, επέτρεπαν να βαστάξουμε την ελαφρότητα του είναι μας. Ντράμα κουίνς, φανφαρόνικες, οπερατικές, σαν βγαλμένες από το σινεμά του Φελίνι, τοξικές στο περιεχόμενο θα τις λέγαμε σήμερα (αν και εκείνα τα χρόνια πάρα πολύ λιγότερο), παρά ταύτα τελικά κι αγαπησιάρικες. Απ’ όσα μας διχάζουν, απ’ όσα μας πλαντάζουν, το ποδόσφαιρο θα είναι πάντα το πιο κωμικό. 

Ίσως λοιπόν όχι τόσο περίεργη επιλογή, πάντως σίγουρα εντυπωσιακά ευφορική: αυτή η αποκοπή, η μεταγραφή, η εκ νέου δημιουργία, η επικόλληση, η ανασύνθεση, το σε αποσπώ ως συλλαβή από ένα αισθητικό και όχι μόνο σύμπαν, τοποθετώντας σε σε ένα εντελώς διαφορετικό. Συνολικά άλλωστε, κι όχι μόνο στα γράμματα του κολάζ, το εξώφυλλο είναι μια άσκηση ελευθερίας (να κι ένας ερωτιδεύς κάτω απ’ το καπέλο του Παπάζογλου), γεμάτη συνθέσεις έντονων χρωμάτων, που αντιδιαστέλλονται με την ασπρόμαυρη φωτογραφία του τραγουδιστή. 

Επανερχόμενος πριν λίγες μέρες σε τραγούδι που έβαλα να παίζει στο YouTube (γιατί επανερχόμαστε σε ό,τι έχει αξία, στα τραγούδια γιατί είναι κι η φύση τους τέτοια, ύστερα σε ταινίες και κάποιες ξεχωριστές σειρές, ύστερα σε βιβλία, μόνο στο θέατρο δεν μπορείς να επανέλθεις, αλλά αυτή είναι μια διαφορετική κουβέντα, για μια άλλη φορά), ξανακοιτάζω το εξώφυλλο. Και τώρα το βλέμμα μου φεύγει απ’ όλη τη γραφιστική σύνθεση πάνω και γύρω απ’ το πρόσωπο του Παπάζογλου και μαγνητίζεται απ’ αυτό καθαυτό το πρόσωπό του. 

Το χαμόγελο του Νίκου Παπάζογλου, το βλέμμα που συνοδεύει το χαμόγελό του, αποτυπωμένο στη φωτογραφία της γυναίκας του Βαρβάρας. Αρχές του 1978 ο Παπάζογλου είναι - δεν είναι τριάντα χρονών, είναι νέος, είναι πολύ όμορφος, βλέπουμε μέχρι και τον γυμνό λαιμό του χωρίς το φουλάρι του, αλλά ακόμα κι αν ενδεχομένως κοιτάζοντας τη φωτογραφία βλέπω μόνο όσα υπάρχουν από πριν στο κεφάλι μου, νομίζω ότι είναι ένα χαμόγελο που δεν ταιριάζει μόνο σε έναν άντρα τριάντα χρονών, αλλά και σε ένα χαμόγελο που ταιριάζει στο 1978, ένα χαμόγελο που δεν ταιριάζει στο 2025. Μπορεί κάλλιστα όλα αυτά να είναι προβολές υποκειμενικές, μπορεί κάλλιστα να μην αντιστοιχούν στην αντικειμενική πραγματικότητα, μπορείς ίσως να βρεις εξώφυλλα με αντίστοιχες πόζες σήμερα. Ακόμα κι έτσι αν είναι, νομίζω ότι πιο εύκολα, πιο αβίαστα, πιο φυσικά, πιο απενοχοποιημένα, πιο ολοκληρωτικά μπορούσες να χαμογελάσεις το 1978 παρά το 2025. Δεν είναι μόνο ζήτημα γενικότερης απαισιοδοξίας, φόβου για το μέλλον, ανοικειότητας με το παρόν, είναι επίσης και πόσο κουλ είναι κανείς να ποζάρει σήμερα απλά χαμογελώντας. Ή κι απλά να χαμογελά. Γιατί χαμογελάς; Δεν έχεις μια κάποια σκοτεινιά να σε κάνει πιο ενδιαφέροντα τύπο; Ή είσαι τόσο αφελής και τόσο Πολυάννα;    

Εδώ η φωτογραφία του Νίκου Παπάζογλου εκπέμπει μια πληρότητα. Ένα όχι όλα θα πάνε καλά, ένα πάνε ήδη καλά. Ή μάλλον το πάνε είναι λάθος ρήμα. Δεν πρόκειται για μια πορεία προς ένα σκοπό, πρόκειται για ένα τώρα, για μια κατάσταση, για μια κατάσταση τώρα. Δεν ζητώ κάτι. Δεν με τρώει κάτι. Είμαι καλά. Είναι καλά. Χαμογελάω. Ένα ναι. Δομικό.