Αν επιχειρήσουμε να συνδυάσουμε τους τίτλους των δύο πιο γνωστών μυθιστορημάτων του Μάρκες με το θέμα του κειμένου, προκύπτει πως υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί για τους οποίους τα Εκατό Χρόνια Ολυμπιακός ισούνται με Εκατό Χρόνια Έρωτα κι εκείνοι για τους οποίους τα Εκατό Χρόνια Ολυμπιακός ισούνται με Εκατό Χρόνια Χολέρα. Κι η Μοναξιά, κύριε; Η μοναξιά αφορά μια τρίτη κι εξαιρετικά αραιοκατοικημένη κατηγορία, για την οποία ο Ολυμπιακός δεν είναι ούτε έρωτας ούτε χολέρα, αλλά μια ομάδα σαν όλες τις άλλες. Σοβαρά όμως τώρα; Γίνεται να μην είσαι ούτε Ολυμπιακός ούτε Αντιολυμπιακός; Πόσο νερόβραστος μπορεί να είσαι; Αν πεις δεν ασχολούμαι καθόλου με τον ομαδικό αθλητισμό στην Ελλάδα, ΟΚ, πάσο και σεβαστό. Αν όμως ασχολείσαι, είτε το ένα θα είσαι είτε το άλλο. Ειδάλλως γιατί ακριβώς ασχολείσαι; Κάτι πρέπει να έχεις καταλάβει θεμελιωδώς λάθος.
Πορώσου και ζήσε το εντελώς ή άδειασέ μας τη γωνιά. Σεβάσου την ουσία και το πνεύμα του ομαδικού αθλητισμού και νιώσε όπως πρέπει. Ομαδικός αθλητισμός σημαίνει και οπαδικός αθλητισμός. Στον ομαδικό αθλητισμό αυτό κάνουν οι ομάδες: προσπαθούν να επικρατήσουν η μία της άλλης. Η μεταξύ τους σχέση είναι από τη φύση τους ανταγωνιστική. Αν πετύχει η μία τον στόχο της, δεν θα τον έχουν πετύχει οι βασικοί της αντίπαλοι. Ακόμα και στην πολιτική, θεωρητικά τουλάχιστον, όλα τα κόμματα θέλουν το καλό της χώρας τους, της κοινωνίας της, των πολιτών της. Οι μέθοδοι και τα ειδικότερα ιδεολογικά πιστεύω διαφέρουν -και ενίοτε μιλάμε για πολύ σημαντικές διαφορές-, ωστόσο σε επίπεδο διακηρύξεων όλοι ως τελικό αποτέλεσμα περίπου το ίδιο επιδιώκουν. Οι ομάδες δεν επιδιώκουν το ίδιο, η κάθε ομάδα θέλει για πάρτη της εκείνο που θέλουν και οι άλλες για τη δική τους.
Όλο το πράγμα στηρίζεται στην αντιπαλότητα. Δεν είναι αγώνες επίδειξης, είναι μάχες προς την επίτευξη ενός στόχου. Και δεν είναι να δούμε να χαρούμε μπαλίτσα κι ας κερδίσει ο καλύτερος. Αν θέλεις να απολαμβάνεις το ποδόσφαιρο χωρίς το σαράκι του οπαδισμού, μπορείς να βλέπεις Champions League και μουντιάλ. Και βασικά αν τυχόν δεν βλέπεις και σε ενδιαφέρει αποκλειστικά η ομάδα σου και καθόλου η μεγάλη εικόνα του αθλήματος στο οποίο διαγωνίζεται, τότε ναι, εκεί κάπου είναι που αρχίζεις να είσαι άρρωστος (Kάπου εδώ έρχεται στο μυαλό το χαρακτηριστικό παράδειγμα εμβληματικού ρεπόρτερ ομάδας, ο οποίος είχε πάρει τηλέφωνο στο αθλητικό ραδιόφωνο να μεταδώσει το ρεπορτάζ του και την ίδια ώρα διεξάγονταν αγώνες του Euro. Κάπως το έφερε λοιπόν η κουβέντα με τους συναδέλφους του στο στούντιο και τους είπε ότι δεν παρακολουθεί τη διοργάνωση). Ακόμα κι εκεί όμως, στους αγώνες που παρακολουθείς επειδή αγαπάς το ποδόσφαιρο, τις περισσότερες φορές θα είσαι με το μέρος κάποιου. Είτε εξαρχής είτε στην πορεία του ματς. Δεν είναι το ίδιο ως προς την ένταση των συναισθημάτων, την εμπλοκή και τον βαθμό της ταύτισής σου, είναι όμως ίδιο ως προς τον βασικό μηχανισμό: το διακύβευμα είναι η επικράτηση στον αγώνα. Μακάρι με ωραία μπάλα. Αλλά αν όχι, δεν θα πεθάνουμε κιόλας. Αν δεν κερδίσει η ομάδα μας όμως, μπορεί και να πεθάνουμε για λίγο.
Και πηγαίνοντας τα πράγματα στην αρχή τους, πού στηρίζεται τελικά όλο αυτό το βάσανο που μια σε πεθαίνει και μια σε ανασταίνει; Σε κάποια αληθινή δική σου επιλογή; Μα όχι βέβαια. «Τι ομάδα είσαι»; Η ομάδα που έτυχε να είσαι. Είτε ακολουθείς το δρόμο των γονιών σου, είτε αποκλίνεις, πάντως η φάση είναι η εξής: στην παιδική σου ηλικία αρχίζεις και «είσαι» μια ομάδα, και από το σημείο εκείνο δύο είναι οι πιθανοί δρόμοι: ή θα είσαι με αυτήν την ομάδα μια ζωή, ή αν δεν σε πολυαφορά το ζήτημα ασχολείσαι ελάχιστα ή καθόλου μαζί της. Το τελευταίο ναι, συνιστά επιλογή. Είναι η μόνη επιλογή που σου αντιστοιχεί. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που δεν κάνεις είναι να αλλάζεις την ομάδα σου κάθε λίγα χρόνια, για να πας με κάποια που παίζει καλύτερα ή έχει κάποια άλλα χαρακτηριστικά με τα οποία κολλάς. Όποια ομάδα είσαι είσαι. Έκανες συμβόλαιο ζωής μαζί της. Σε μια ηλικία που για οτιδήποτε άλλο σου απαγορεύεται να υπογράψεις. Ό,τι είσαι είσαι. Κλείδωσε. Σφραγίστηκε. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια. Να εύχεσαι να πηγαίνει συχνά καλά για να σου δίνει συχνά χαρές. Αν δεν πηγαίνει καλά να εύχεσαι να είχαμε εδώ να κάνουμε με κάτι που στα αλήθεια επιλέγεις, με κάτι που θα μπορούσες να αλλάξεις.
Η γνωστή φράση κλισέ συμπυκνώνεται με τον καλύτερο τρόπο στο «Μυστικό στα Μάτια της», την εξαιρετική ταινία απ’ την Αργεντινή που πήρε και το όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας του 2009: «Ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Σπίτι, σύντροφο, οικογένεια, πατρίδα, Θεό, πεποιθήσεις. Αλλά ένα πράγμα δεν μπορεί να αλλάξει: το πάθος του». Ακολουθούν οργιαστικές σκηνές σε γήπεδο ποδοσφαίρου, πιθανότατα οι καλύτερες σκηνές ποδοσφαίρου στην ιστορία του κινηματογράφου.
Και κάπως έτσι το οπαδικό πάθος φτάνει να σε οδηγήσει να πιστεύεις ότι ο αντίπαλος είναι ο διάβολος. Θα μπορούσα ας πούμε να κάτσω στα εντελώς σοβαρά και να αναλύσω ότι τελικά όχι, ανεξάρτητα από το γενικό πλαίσιο του οπαδικού φανατισμού, αντικειμενικά, τεκμηριωμένα, με στοιχεία, ο Ολυμπιακός είναι διαφορετικός από όλους, ο Ολυμπιακός είναι ο διάβολος, επειδή ιστορικά έχει κάνει το άλφα, το βήτα, το γάμα διαβολικό. Βασικά αυτό θα ήταν ένα μη αυτολογοκριμένο και πολύ πιο αληθινό κείμενο. Η προσπάθεια για ένα βήμα πίσω από τον οπαδισμό και το αναστοχαστικό «προσπάθησε να δεις γιατί νιώθεις έτσι», σε καμία διαύγεια δεν οδηγεί, μόνο στο ξενέρωμα οδηγεί. Τι γιατί νιώθω έτσι; Γιατί να είναι γραφικότητα; Αφού λέμε είναι ο διάβολος, επειδή ένα, δύο, τρία. Και ως γνωστόν το μεγαλύτερο κόλπο που έκανε ποτέ ο διάβολος είναι να σε πείσει πως δεν υπάρχει. Αλλά για να κάνω και το δικηγόρο του διαβόλου, εμείς οι Παναθηναϊκοί αξιωθήκαμε μετά από αρκετά χρόνια αγρανάπαυσης να ζούμε πάλι μια παραληρηματική διετία στο μπάσκετ. Δίνουμε κι εμείς τον οβολό μας, πληρώνουμε κι εμείς από την τσέπη μας, πάντως τα όνειρά μας και τις εκστάσεις μας τις χρηματοδοτεί ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Χωρίς να καταλογίζω στον ιδιοκτήτη της ΚΑΕ όλα εκείνα τα διαβολικά που καταλογίζω σε διάφορες χρονικές περιόδους στον Ολυμπιακό, και πάλι μπορώ άραγε να έχω οποιοδήποτε άλλο σημείο επαφής μαζί του; Πόσο αντίφαση να βιώνω τόσο έντονες χαρές σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του; Στρέφω το βλέμμα μου μακριά από τέτοιες δομικές αντιφάσεις και «Με σένα ΠΑΟ μαστουρώνει όλη η γη». Όλη η γη.
Γενιές ολόκληρες Παναθηναϊκών είχαν στραμμένες το βλέμμα τους στο ποδόσφαιρο πρωτίστως στην «Ευρώπη» αφήνοντας τις εγχώριες «ψυχώσεις» κατά Σρέτσκο Κάτανετς στον Ολυμπιακό. Και η Ευρώπη ήταν από την μια ένα πεδίο καταξίωσης για την δική τους ομάδα και από την άλλη ένα πεδίο ατέλειωτου χαβαλέ για τις συντριβές του Ολυμπιακού και την αδυναμία του να κερδίσει ένα ματς εκτός έδρας στο Champions League. 10 Δεκεμβρίου του 2003, έχω γενέθλια και είμαι σε όχι πολύ καλή φάση ζωής, μου φαίνονται όλα μαύρα κι άραχνα. Όταν το σκορ στο Γιουβέντους - Ολυμπιακός αρχίζει να ξεφεύγει, μετατρέπονται και τα γενέθλια σε αληθινή γιορτή. Όταν δε ο Νέρι Καστίγιο νομίζει ότι μείωσε σε 7-1 και πανηγυρίζει πριν ακυρωθεί το γκολ του ως οφσάιντ, η γιορτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη.
Οπότε όταν ένα έτος πριν κλείσει τα εκατό του χρόνια ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε σημείο διάλυσης, με τις ασταμάτητες καραβιές παικτών που έρχονται και φεύγουν τις τελευταίες μεταγραφικές περιόδους λες και το βασικό ζητούμενο είναι να κινείται το χρήμα διαρκώς, με το δίδυμο Κώστα Καραπαπά - Αλέξη Κούγια να έχει βγει μπροστά και να σκούζει σε κάθε κακό αποτέλεσμα, με εντολές στην ομάδα να σηκωθεί να φύγει από παιχνίδι του ελληνικού πρωταθλήματος που προς τιμήν τους δεν υπάκουσαν οι παίκτες, με μια ξεγυρισμένη τεσσάρα από μια από τις διάφορες ποδοσφαιρικές Μακάμπι στο Καραϊσκάκη, όλα όσα επακολούθησαν, τα έξι γκολ εκτός, τα πέναλτι με τη Φενέρ, η τεσσάρα στην Άστον Βίλα, ο τελικός, το κύπελλο, δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να φανταστεί κανείς πόσο βαθιά τραυματικά ήταν. Και σχεδόν εξίσου αδιανότητα όσο και επώδυνα. Ταυτόχρονα, επειδή εδώ δεν έχεις κάτι να κατηγορήσεις, εδώ που το επίτευγμα είναι εκκωφαντικά μεγάλο, τα ρίχνεις στην τύχη, στο μεταφυσικό, στο πώς γίνεται; Αλλά ρίχνοντάς τα, πονώντας και αρρωσταίνοντας, ταυτόχρονα φυσικά και σέβεσαι. Δεν γίνεται να μη σεβαστείς. Είναι ένα πράγμα ο φανατικός οπαδισμός κι ένα άλλο ο τυφλός κομπλεξισμός. Eπίσης μακάρι να μην χρειαζόταν να το κερδίσεις ποτέ, αλλά τι να κάνουμε τώρα το κέρδισες το δώρο του να βλέπεις τον μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό σου εφιάλτη να γίνεται πραγματικότητα, διαπιστώνοντας όμως ότι παρόλα αυτά η ζωή συνεχίζεται κανονικότατα, τα προβλήματα σου τα αληθινά παραμένουν επίμονα εκεί, όπως επίσης και όλα τα υπόλοιπα που σε κάνουν να νιώθεις καλά στη ζωή σου. Επίσης είναι πάντα οι αθλητικοί θρίαμβοι που βιώνεις πιο έντονα. Δεν είναι αντίστοιχα έντονο το βίωμα στις αθλητικές συμφορές. Εκεί υπάρχουν ψυχολογικοί μηχανισμοί προστασίας που σε κάνουν κάπως να αποστασιοποιείσαι.
Και τελικά κάθε τι το διαβολικό αφορά το εκτός γηπέδου, εκτός από τις περιπτώσεις που τα εκτός γηπέδου επηρεάζουν καταλυτικά τα όσα γίνονται εντός του. Γιατί το γήπεδο είναι η αλήθεια του, ο αγώνας είναι η αλήθειά του. Και έτυχε πρόσφατα να γίνουμε μάρτυρες εφαρμογής δύο κανονισμών, την ύπαρξη των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία των φιλάθλων μάλλον αγνοούσε. Στην πρώτη περίπτωση ο Ντανιέλ Μαντσίνι ρίχνει μια δεύτερη μπάλα προς την μεγάλη περιοχή της ομάδας του την ώρα που ο φορ της αντίπαλης ομάδας είναι φάτσα με το τέρμα. Σφυρίζεται πέναλτι. Κανείς δεν σκανδαλίζεται με την απόφαση. Βγάζει εντελώς νόημα. Στη δεύτερη ο Χουλιαν Άλβαρες γλιστράει κατά την εκτέλεση ενός πέναλτι και πιθανώς γλιστρώντας βρίσκει ανεπαίσθητα την μπάλα και με το άλλο πόδι. Το γκολ που βάζει ακυρώνεται. Σκανδαλιζόμαστε με την απόφαση. Ενόψει των συνθηκών, είναι καταφανώς δυσανάλογη και άδικη, η αλήθεια του γηπέδου λερώνεται με μια τεχνοκρατική βλακεία.
Το γήπεδο είναι η αλήθεια του, ο αθλητικός αγώνας είναι η αλήθεια του, ο οπαδισμός είναι η αλήθεια του. «Το μόνο που θυμάμαι από παιδί μικρό» που λέει και το σύνθημα. Αλλά αν δεν ήμασταν όλοι εμείς που κάπως σε μισούμε, πού θα ήσουν κι εσύ στα εκατό σου χρόνια, Ολυμπιακέ; Τις μεγάλες ομάδες τις θρέφει και τις δυναμώνει εξίσου με την αγάπη των δικών τους οπαδών και η απέχθεια των αντιπάλων.