Skip to main content
Δευτέρα 07 Απριλίου 2025
Esprit de corps

— Κάθε εβδομάδα χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα σημείων εστίασης που δεν στέκονται απαραίτητα αντιθετικά. Το σοβαρό της εβδομάδας, αυτό που διακαώς επιθυμεί να υποβαθμίσει η κυβέρνηση έχει να κάνει με τις μεθοδεύσεις για τα Τέμπη. Το άλλο, το λιγότερο σοβαρό, εξακολουθεί να είναι οι αντιδράσεις απέναντι στη σειρά Adolescence, ενώ ουκ ολίγοι αποπειράθηκαν να δώσουν ερμηνείες για τα συνθήματα που ακούστηκαν στην παρέλαση, από Σπουδαστές της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού. Τα περιστατικό με τα συνθήματα έχει σημασία και πολύ φοβάμαι και μια βαθύτερη, πιο σκοτεινή πλευρά. 

Παραθέτω από το «Συνθήματα και φρονήματα» (Καθημερινή, 30/3/25) του Μιχάλη Τσιντσίνη: 

«Οι αξιωματικοί, επικεφαλής του αγήματος που μετέφερε το γηπεδικό ύφος στην κρατική τελετή, έχουν κάνει άψογα τη δουλειά τους; Εχουν “γυμνάσει” σωστά τους ναύτες τους; Είναι μέρος της αποστολής τους να επιτρέπουν χουλιγκανικές εξάρσεις στον δημόσιο χώρο;

Κι αν κάποτε χρειαστεί, η αποτελεσματικότητα της επικίνδυνης δουλειάς τους θα κριθεί από το ταμπεραμέντο, ή από το αντίθετό του: την επιχειρησιακή ψυχρότητα και την ψυχική ετοιμότητα να εκτελέσουν το έργο υψηλού ρίσκου για το οποίο –υποτίθεται ότι– ετοιμάζονται μια ζωή;

Αυτή η θεώρηση αντιμετωπίζεται ως υπερβολικά σχολαστική. Ακόμη και σε έναν καλοκουρδισμένο μηχανισμό, οι άνθρωποι που τον συγκροτούν, λένε, δεν είναι μηχανές. Πρέπει να πιστεύουν σε αυτό που κάνουν. Άρα, πρέπει, προτού καλλιεργήσουμε την πίστη σε “αυτό”, να το ορίσουμε. Να ορίσουμε, δηλαδή, όχι το καθηκοντολόγιο του επαγγέλματος, όσο τις αξίες που το εμψυχώνουν.

Εκεί ίσως να κρύβεται και το μυστικό της αποτυχίας των αξιολογήσεων στους εργαζομένους για όλο το κράτος: ότι κανένα σύστημα “αξιολόγησης” δεν μπορεί να αποδώσει όταν δεν είναι εμπεδωμένες οι αξίες που το κράτος υπηρετεί, πέρα από το γράμμα του νόμου. Κανένας κανόνας γραφειοκρατικής ορθότητας δεν μπορεί να τελεσφορήσει αν δεν στηρίζεται στις άγραφες νόρμες που εμπνέουν το υπαλληλικό σώμα· αν δεν υπάρχει esprit de corps.

Τι ζητάει η ελληνική πολιτεία από τον υπαξιωματικό του Ναυτικού; Να γίνεται ηχείο συνθημάτων σαν να ανήκε στην αγέλη κάποιας οπαδικής θύρας;»

Ας σταθούμε λίγο σε αυτό το «esprit de corps», το ομαδικό πνεύμα, που οφείλει να διαπνέει και να εμπνέει το εκάστοτε «υπαλληλικό σώμα», εδώ, τα οργανικά μέλη των ενόπλων δυνάμεων. Ο κ. Τσιντσίνης αναφέρεται στις «άγραφες νόρμες». Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα παραμείνουν άγραφες οι νόρμες αυτές. 

Παραθέτω από τη συνέντευξη «Ο Έλον Μασκ αποτελεί ενσάρκωση του αποπολιτισμού» (Καθημερινή, 12/1/25) που είχε παραχωρήσει ο Ολιβιέ Ρουά στον Σάκη Ιωαννίδη με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η ισοπέδωση του κόσμου» (μτφρ.: Κική Καψαμπέλη, Εστία: 2024):

«Αν είστε από εκείνους που κάπως αυτόματα σηκώνονται από τη θέση τους στο λεωφορείο για να καθίσει ένας ηλικιωμένος, τότε αν σας έβλεπε από μια γωνιά ο Ολιβιέ Ρουά, ίσως και να ένιωθε λίγο πιο αισιόδοξος ότι η κρίση της κουλτούρας μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία. “Κουλτούρα σημαίνει ότι μοιραζόμαστε κάτι άρρητο, όπως την ευγένεια”». 

Το esprit de corps, που αναφέρει ο κ. Τσιντσίνης είναι υποσύνολο αυτής της κουλτούρας «ότι μοιραζόμαστε κάτι άρρητο» για το οποίο μιλάει ο κ. Ρουά.

Παραθέτω από τη συνέντευξη:

«– Αν έπρεπε να κάνετε μια αλλαγή στον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος, ποια θα ήταν;

– Σχετικά με την Ευρώπη είναι σημαντικό να γίνει μια προσπάθεια να αναπτυχθούν οι κοινωνικοί δεσμοί σε τοπικό επίπεδο και μια ευρωπαϊκή κουλτούρα μέσω της παιδείας και της ανταλλαγής φοιτητών (το πρόγραμμα Erasmus είναι σημαντικό). Το θέμα της ευρωπαϊκής άμυνας είναι επίσης σημαντικό. Αν οι νέοι Ευρωπαίοι δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν για να υπερασπιστούν την Ευρώπη, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν έχει καταφέρει να βάλει ψυχή στο αρκετά επιτυχημένο θεσμικό της σύστημα. Και η ψυχή είναι κουλτούρα» (δική μου υπογράμμιση).

Η απότομη αφύπνιση της Ευρώπης από τον βαρύ «δογματικό λήθαργο»/εφησυχασμό στον οποίο είχε υποπέσει τα χρόνια της αμερικανικής επιρροής θα φέρει σταδιακά στο προσκήνιο αυτό ακριβώς το «άρρητο» της κουλτούρας, τους «άγραφους νόμους» του «esprit de corps» που θα πρέπει να καλλιεργήσουν στους νέους Ευρωπαίους τον απαραίτητο “εθνικισμό” έτσι ώστε να είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την πατρίδα τους. Κανένας όμως δεν μιλάει ακόμη για τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Η ανυπαρξία ευρωπαϊκής εξωτερικής/αμυντικής πολιτικής, έτσι όπως το ΝΑΤΟ ήταν ουσιαστικά η αμυντική ασπίδα της Ευρώπης, πλησιάζει στο τέλος της. Ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης και η επαναχάραξη εξωτερικής/αμυντικής πολιτικής δεν σημαίνουν απλώς πακτωλό χρημάτων. Σημαίνουν και στρατιώτες. 

Όποιος πιστεύει ότι είναι δύσκολο να καλλιεργηθεί ξανά εθνικισμός στην Ευρώπη μάλλον έχει παρακολουθήσει το Adolescence νομίζοντας ότι η προπαγάνδα, ή η ανατροφή μέσω κινητού, δύναται να κατευθύνει μόνο ένα πεδίο των νεανικών ενδιαφερόντων. Εξάλλου, all is fair in love and war.

 

— Διάβασα το «Martin Gayford: “Καμιά φορά οι κριτικοί κάνουμε εντελώς λάθος”» (Lifo, 28/3/25), τη συνέντευξη που παραχώρησε ο κριτικός στον Χρήστο Παρίδη:

Παραθέτω: 

«– Δεδομένου ότι έχετε υπάρξει στενός φίλος με πολλούς καλλιτέχνες, αυτό σας επιτρέπει να τους ασκείτε κριτική;

– Αυτό είναι το παλιό πρόβλημα, αλλά, από την άλλη, αν δεν είσαι φίλος με καλλιτέχνες, δεν ξέρεις τι συμβαίνει». 

Αν είσαι φίλος με τον καλλιτέχνη, ξέρεις τι του συμβαίνει. Πάμε πάλι: ξέρεις τι συμβαίνει στον άνθρωπο με τον οποίο είστε φίλοι. Αυτό που καλείται να κρίνει ο κριτικός έχει να κάνει με το έργο του. Αν θέλει να μάθει ο κριτικός κάτι για τον άνθρωπο, για να «ξέρει τι συμβαίνει», όπως βλακωδώς λέει ο κ. Gayford, δεν έχει παρά να διαβάζει συνεντεύξεις ή να παρακολουθεί τους καλλιτέχνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις συνεντεύξεις και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο καλλιτέχνης αδυνατεί να κρυφτεί και από τον ίδιο του τον εαυτό. Μην πιστεύετε παραμύθια. Δεν γίνεται να κρίνεις το έργο κάποιου με τον οποίο έχεις φιλική σχέση. Μπορείς –επιβάλλεται– να κρίνεις τον άνθρωπο, γιατί αυτό σημαίνει φιλία, αλλά όχι το έργο του.  

Παραθέτω και κάτι ακόμη, για τη γνωριμία του Gayford με τον Lucian Freud, γιατί είναι ενδεικτικό της αμβλύνοιας που κατατρύχει κριτικούς και καλλιτέχνες, όταν πιστεύουν ότι έχουν πιάσει τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια: 

«Αυτό που συνέβη είναι ότι είχα γράψει κάτι για τη βενετσιάνικη ζωγραφική σε ένα περιοδικό τέχνης και έτυχε να τον αναφέρω. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει όταν έγραψα το δοκίμιο, αλλά αυτό που έγραψα έπεσε στην αντίληψή του. Στην πραγματικότητα, αφορούσε τον Τιτσιάνο. Είπα πως υπάρχουν εν ζωή ζωγράφοι που δουλεύουν με αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα ο Lucian Freud. Μου έστειλε μια καρτ ποστάλ λέγοντας “χάρηκα που είδα το όνομά μου στην ίδια πρόταση με τον Τιτσιάνο”. Έτσι, με κάλεσε σε γεύμα».

 

— Με αφορμή την ανάγνωση της νουβέλας Το Μούδιασμα (Στερέωμα: 2024) του Δημήτρη Τανούδη διάβασα ξανά την κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου «Αφήγηση με υπαρξιακό πυρήνα» (Το Βήμα, 9/2/25). 

Παραθέτω: 

«Ένας άνδρας κρατάει στο χέρι του μια κούτα μα διστάζει να περπατήσει, να περιπλανηθεί έστω και λίγο, τουλάχιστον μέχρι να φτάσει στο ταχυδρομείο και να παραδώσει τα δώρα που προορίζονται για τον γιο του. [...] Ο ήρωας μουδιάζει σε κάθε βήμα και δεν θα καταφέρει να πάει ούτε μέχρι το γκαράζ όπου έχει αφήσει το αυτοκίνητό του. Τι ακριβώς συμβαίνει μαζί του; Αν ήταν ήρωας του Καμί, θα ακινητούσε εν μέση οδώ εγκλωβισμένος ανάμεσα στην προσδοκία της επιθυμίας του για κάτι και στην επίγνωση πως αυτό το κάτι δεν θα του δοθεί ποτέ. Αν πάλι ήταν ήρωας του Μπέκετ, θα ακινητούσε επειδή το πεζοδρόμιο θα έφευγε σαν απατηλό φάσμα κάτω από τα πόδια του, κοροϊδεύοντάς τον για τις ψευδαισθήσεις του. Κι αν ο ήρωας πρωταγωνιστούσε στη Ναυτία του Σαρτρ;» 

Λυπάμαι που το λέω αλλά ο κ. Χατζηβασιλείου γράφει διθυράμβους για το βιβλίο του κ. Τανούδη χωρίς να το έχει διαβάσει; Στη νουβέλα δεν υπάρχει «ταχυδρομείο» αλλά «σταθμός υπεραστικών λεωφορείων». Ο ήρωας μπορεί μεν να διστάζει να περπατήσει, αλλά τελικά θα περπατήσει και θα περιπλανηθεί στο κέντρο της πόλης. Επίσης, δεν υπάρχει «γκαράζ» αλλά «συνεργείο». Ο ήρωας θα καταφέρει «να πάει στο συνεργείο», όπου και θα διαμειφθεί κομβικός διάλογος με τον μηχανικό. Το να γράφει κανείς αερολογίες για τον Καμί, τον Μπέκετ και τον Σαρτρ, για μια νουβέλα που μοιάζει υπαρξιακή είναι υπόθεση δέκα λεπτών. Ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του για το τι ακριβώς συνέβη εδώ.