— «[...] Η αντίληψή του επιστεγάζεται από το ακόμη πιο εντυπωσιακό στοιχείο της πνευματικότητάς του, που είναι το χιούμορ του. Πάπας ανθρώπινος. Πάπας ο οποίος δεν κάνει χρήση των συμβόλων της εξουσίας του της οιονεί μοναρχικής, αλλά και Πάπας που αυτοσαρκάζεται.
Μετά την εκλογή του, στο πρώτο γεύμα με τους καρδιναλίους, υπό λιτές συνθήκες, στον ξενώνα της Αγίας Μάρθας, του ζήτησαν να κάνει μια πρόποση και αυτή ήταν: “Εύχομαι να σας συγχωρέσει ο Θεός γιατί με εκλέξατε”».
Από το «Ο Πάπας ως σάρκινος άνθρωπος» (Καθημερινή, 27/4/25) του Ευάγγελου Βενιζέλου.
— Διάβασα την επιστολή του Πάπα για τη λογοτεχνία. «Επιστολή της Αυτού Αγιότητος Πάπα Φραγκίσκου για τον ρόλο της λογοτεχνίας στη διαμόρφωση» (17/7/24). Ό,τι γράφει ως προτροπή για τη διαμόρφωση των ιερέων, όπως αναφέρει και στην πρώτη παράγραφο της επιστολής, αναφέρεται ουσιαστικά σε κάθε χριστιανό και κατ’ επέκταση σε κάθε άνθρωπο.
Η λογοτεχνία είναι το ακατατάκτο. Η μόνη δίοδος προς μια μη κωδικοποιημένη και οριοθετημένη επικράτεια, που επιτρέπει τη γόνιμη περιπλάνηση του υποκειμένου σε απρόσμενες ατραπούς. Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη επιστολή του Πάπα κατανοεί κανείς την ανοιχτότητα της σκέψης του: ας το πω όμως με τρόπο που συνάδει με το συγκείμενο της εποχής: κατανοεί κανείς τη συμπεριληπτικότητα της σκέψης του. Σε κανένα σημείο δεν υπαγορεύει τι πρέπει να διαβάσει κανείς από το αχανές σώμα της λογοτεχνίας. Αντιθέτως, γράφει:
«Φυσικά, δεν σας ζητώ να διαβάσετε τα ίδια πράγματα που διάβασα εγώ. Ο καθένας θα βρει τα βιβλία που μιλούν στη δική του ζωή και θα γίνουν αυθεντικοί σύντροφοι στο ταξίδι του. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιπαραγωγικό από το να διαβάζει κανείς κάτι από υποχρέωση, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια απλώς και μόνο επειδή κάποιοι άλλοι είπαν πως είναι απαραίτητο» (§ 7, δική μου μετάφραση από το αγγλικό κείμενο).
«Η λογοτεχνία είναι μια παλαίστρα διακρίσεως (§ 26), που μας μαθαίνει ότι το μυστήριο του κόσμου και της ζωής δεν μπορεί ποτέ να αναχθεί στο “αντινομικό δίπολο αλήθεια/ψέμα ή δίκαιο/άδικο” (§ 40). Δεν μιλάει εδώ καθηγητής λογοτεχνίας του Χάρβαρντ, μιλάει ο Πάπας! Και προσθέτει αλλού: “Ο αναγνώστης δεν είναι παραλήπτης ενός ψυχωφελούς μηνύματος, αλλά είναι πρόσωπο που καλείται ενεργά να διακινδυνεύσει σε ένα ασταθές πεδίο όπου τα σύνορα ανάμεσα στη σωτηρία και στην απώλεια δεν είναι προκαθορισμένα και ξεχωρισμένα” (§ 29)» («Τελευταίος ασπασμός στον Φραγκίσκο», Καθημερινή, 27/4/25), γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης.
Παραθέτω ξανά από την επιστολή του Πάπα:
«Σε αντίθεση με τα οπτικοακουστικά μέσα, όπου το προϊόν είναι περισσότερο αυτοτελές και ο χρόνος που διατίθεται για να “εμπλουτιστεί” η αφήγηση ή να διερευνηθεί το νόημά της είναι συνήθως αρκετά περιορισμένος, ένα βιβλίο απαιτεί μεγαλύτερη προσωπική εμπλοκή εκ μέρους του αναγνώστη. Οι αναγνώστες, τρόπον τινά, ξαναγράφουν το κείμενο, διευρύνοντας το πεδίο του μέσω της φαντασίας τους, δημιουργώντας έναν ολόκληρο κόσμο ενεργοποιώντας τις ικανότητές τους, τη μνήμη τους, τα όνειρα και την προσωπική τους ιστορία, με όλο το δράμα και τον συμβολισμό που αυτή φέρει. Με αυτόν τον τρόπο, προκύπτει ένα κείμενο αρκετά διαφορετικό από εκείνο που αρχικά είχε σκοπό να γράψει ο συγγραφέας. Ένα λογοτεχνικό έργο είναι, έτσι, ένα ζωντανό και πάντοτε γόνιμο κείμενο, ικανό να μιλά με διαφορετικούς τρόπους και να παράγει μια πρωτότυπη σύνθεση από κάθε έναν από τους αναγνώστες του. Μέσα από την ανάγνωση, εμπλουτιζόμαστε από ό,τι λαμβάνουμε από τον συγγραφέα, και αυτό μας επιτρέπει με τη σειρά μας να αναπτυσσόμαστε εσωτερικά, ώστε κάθε νέο έργο που διαβάζουμε να ανανεώνει και να διευρύνει την κοσμοαντίληψή μας» (§ 3, δική μου μετάφραση).
Τον Μάιο του ‘24 είχα γράψει: Μέρος της δύναμης του γραπτού κειμένου, και δη του λογοτεχνικού, συνίσταται στην απουσία εικόνας. Το γραπτό κείμενο μετουσιώνεται σε εικόνα καθώς διαβάζουμε. Αυτό που ίσως δεν είναι διακριτό είναι ότι κάθε ανάγνωση, ακόμα και από το ίδιο πρόσωπο, οδηγεί σε διαφορετικές απεικονίσεις. Η κίνηση προς την κατασκευή εικόνων από την τεχνητή νοημοσύνη συνιστά πλήγμα στη λειτουργία εικονοποιίας του φαντασιακού. Συνιστά πλήγμα στην πλαστικότητα της παραγωγής εικόνων, που χαρακτηρίζονται από αυτή τη βαθιά υποκειμενικότητα, που ορίζει το είδος μας. Ακόμη και τα πιο δημοφιλή λογοτεχνικά δημιουργήματα, που έχουν δηλαδή διαβαστεί από εκατομμύρια, διατηρούν στο φαντασιακό του κάθε υποκειμένου τη μοναδικότητά τους. Η κατασκευή εικόνων με prompts, που νομοτελειακά θα βασίζονται και σε λογοτεχνικά έργα, θα οδηγήσει στην ατροφία της φαντασίας. Η εικονοποιία του φαντασιακού θα εναποτεθεί πλέον στις μηχανές. Για να τεντώσω την αναλογία στα όριά της, θα γίνουμε όλοι, ξανά, τρόπον τινά, αναγνώστες παιδικών βιβλίων – πολλές φωτογραφίες, λίγο κείμενο.
Η επιστολή του Πάπα όμως γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα:
«Είναι, λοιπόν, σαφές ότι ο αναγνώστης δεν είναι απλώς αποδέκτης ενός εποικοδομητικού μηνύματος, αλλά ένα πρόσωπο που καλείται να προχωρήσει μπροστά, σε ασταθές έδαφος, όπου τα όρια μεταξύ σωτηρίας και απώλειας δεν είναι εκ των προτέρων σαφή και διακριτά. Η ανάγνωση, ως πράξη “διακρίσεως” [“παλαίστρα διακρίσεως”, μεταφράζει ο κ. Ζουμπουλάκης την ίδια έννοια στην παράγραφο 26], εμπλέκει άμεσα τον αναγνώστη τόσο ως “υποκείμενο” που διαβάζει, όσο και ως “αντικείμενο” αυτού που διαβάζεται. Κατά την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος ή ενός ποιητικού έργου, ο αναγνώστης βιώνει στην πραγματικότητα το να “διαβάζεται” ο ίδιος από τις λέξεις που διαβάζει. Οι αναγνώστες μπορούν, έτσι, να συγκριθούν με παίκτες σε ένα γήπεδο: παίζουν το παιχνίδι, αλλά το παιχνίδι παίζεται και μέσα από αυτούς, με την έννοια ότι είναι πλήρως παραδομένοι στη δράση» (§ 29, δική μου μετάφραση).
Πάντα στεκόμουν με σκεπτικισμό στη συγκεκριμένη δήλωση της διαδραστικής, τρόπον τινά, ανάγνωσης του κειμένου που “διαβάζει” τον αναγνώστη. Ο Πάπας αποδίδει τη σκέψη στον θεολόγο Καρλ Ράχνερ. Ίσως και να στέκει πιο δόκιμα στο συγκείμενο. Η ανάγνωση λογοτεχνίας, υπό το πρίσμα της επιστολής του Πάπα ανάγεται σε μέσο προσωπικής ωρίμανσης, σε εργαλείο ενσυναίσθησης και διαλόγου, σε μέσο κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης, καλλιέργειας της φαντασίας και της δημιουργικότητας αλλά και σε μέσο βαθιάς κατανόησης της έννοιας της πίστης.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να κάνω ένα άλμα.
Στην Καθημερινή της Κυριακής δημοσιεύτηκε μια παρουσίαση του Γιώργου Βέη, «Το Δισκοπότηρο της μετάφρασης» (27/4/25), για το βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου, Ονομαστική αξία – Δοκίμια για τη μετάφραση (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2024).
Παραθέτω από το βιβλίο, όπως πράττει και ο κ. Βέης:
«Η μετάφραση είναι η ίδια μία τεράστια μεταφορά, μία μεγάλη ιστορία μεταφορών. Ανέλαβε να αποκαταστήσει τη σύγχυση που οδήγησε στα χάσματα, αλλά και να γεφυρώσει τα χάσματα που οδήγησαν στις γλώσσες. Αλλά αποκαθιστά συνδέοντας τα διαφορετικά, όπως μια μεταφορά που έχει ως έργο να αναγνωρίζει και να επενδύει τις μεταξύ τους ομοιότητες. [...] Η μετάφραση είναι ένας ύμνος στην ετερότητα που βασίζεται στις ομοιότητες και στις αναλογίες ανάμεσα στα διαφορετικά, στα έτερα, στα ξένα. Η οικειοποίηση του ξένου κρατάει, από τη μεριά της μετάφρασης πάντα, το ίχνος του όμοιου μέσα στο διαφορετικό, αλλά και το ίχνος του διαφορετικού μέσα στο όμοιο. Μέσα σε κάθε μετάφραση ακούμε έναν ύμνο σε αυτό το δίπολο: όμοιο και διαφορετικό· έναν ύμνο στη συνύπαρξή τους, στη σύμπνοια και στην ξεχωριστή ομορφιά τους».
Το 1968, ο Τζορτζ Στάινερ έγραψε ένα κείμενο στο New Yorker για τον Σάμιουελ Μπέκετ. Ο τίτλος: Of Nuance and Scruple, που έχει μεταφραστεί ως Της νύξης και της αναστολής από τον Γιώργο Λαμπράκο (Περί λόγου, τέχνης και ζωής – κείμενα στο New Yorker, Πατάκης, 2016). Ιδιαζόντως ειρωνικά τείνω να μην συμφωνώ ακριβώς με τη μετάφραση, γιατί παραπλανά τον αναγνώστη. Αυτό στο οποίο επικεντρώνεται ο Στάινερ είναι η διάσταση ανάμεσα στην ευαισθησία της απόχρωσης, που όμως απαιτεί μια προσήλωση στην τυπολογία, μια αυστηρότητα που αναδεικνύεται με έναν δισταγμό, αν θέλετε. Η αληθινή λογοτεχνική μετάφραση απαιτεί ευαισθησία στην απόχρωση (nuance) και αυστηρότητα (scruple), αναδεικνύοντας τη μετάφραση ως πράξη ηθικής και αισθητικής ευθύνης.
Ο μεταφραστής καλείται να σταθεί ως συνδημιουργός, διατηρώντας την πολυπλοκότητα του πρωτοτύπου, χωρίς να το προδίδει, αλλά και χωρίς να το παραμορφώνει μέσα από αδέξια κυριολεκτική μεταφορά. Ο μεταφραστής οφείλει να εισέλθει στο ηθικό και πολιτισμικό σύμπαν του πρωτοτύπου και να το ανασυστήσει στη γλώσσα-στόχο με μια πράξη κατανόησης, αφοσίωσης και, ταυτόχρονα, αναδημιουργίας.
Το παράδειγμα του Μπέκετ προσφέρει ένα εμβληματικό υπόδειγμα αυτής της δημιουργικής πράξης. Ο Μπέκετ, όντας δίγλωσσος, γράφοντας και μεταφράζοντας τα έργα του μεταξύ αγγλικών και γαλλικών, δείχνει πώς η μετάφραση μπορεί να γίνει διαδικασία αναθεώρησης και αναγέννησης του ίδιου του κειμένου. Στην περίπτωση του En attendant Godot και της αγγλικής εκδοχής Waiting for Godot, ο Μπέκετ δεν επιδίωξε μηχανική ισοδυναμία: μετέγραψε την ειρωνεία, την αμφισημία και τη δραματική ένταση του πρωτοτύπου σε ένα νέο γλωσσικό και πολιτισμικό πλαίσιο, δημιουργώντας ένα έργο που στέκεται αυτόνομα στη λογοτεχνική παράδοση κάθε γλώσσας.
Ο Στάινερ επισημαίνει ότι το παράδειγμα του Μπέκετ αναδεικνύει την ουσία της λογοτεχνικής μετάφρασης: το βάρος της πιστότητας δεν μετριέται μόνο σε επίπεδο λέξεων αλλά σε επίπεδο τόνου, σιωπής και υπαινιγμού. Η απόχρωση (nuance) δεν είναι μια περιφερειακή αισθητική απαίτηση· είναι το ίδιο το κέντρο της λογοτεχνικής εμπειρίας, και η απώλειά της καθιστά μια μετάφραση κενή ή ακόμη και ίσως προδοτική. Η αυστηρότητα (ως scruple), με τη σειρά της, είναι η ηθική υποχρέωση του μεταφραστή να αντισταθεί στον πειρασμό της απλούστευσης ή της αυθαίρετης ερμηνείας.
Ο Στάινερ γράφει χαρακτηριστικά: «Κάθε πράξη επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων μοιάζει ολοένα και περισσότερο με πράξη μετάφρασης». Και αυτό ακριβώς είναι το διακύβευμα.
Το κείμενο, επαναλαμβάνω, είναι δημοσιευμένο το 1968. Αναλογιστείτε πόσο επίκαιρη ακούγεται η φράση αυτή σήμερα, έτσι όπως διαρκώς μεταφράζουμε αλλήλους για να επικοινωνήσουμε, αλλά και πώς προσεγγίζει τις βαθύτερες προθέσεις του Πάπα, μέσω της ανάγνωσης λογοτεχνίας:
«Όσον αφορά το περιεχόμενο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η λογοτεχνία μοιάζει με “τηλεσκόπιο”, για να χρησιμοποιήσουμε μια γνωστή εικόνα του Μαρσέλ Προυστ. Ως τέτοιο, στρέφεται προς τα όντα και τα πράγματα και μας επιτρέπει να αντιληφθούμε “την τεράστια απόσταση” που χωρίζει τη συνολική ανθρώπινη εμπειρία από την αντίληψή μας γι’ αυτήν. “Η λογοτεχνία μπορεί επίσης να συγκριθεί με ένα φωτογραφικό εργαστήριο, όπου επεξεργαζόμαστε εικόνες της ζωής ώστε να αναδείξουμε τα περιγράμματα και τις αποχρώσεις τους. Γι’ αυτό υπάρχει η λογοτεχνία: μας βοηθά να ‘εμφανίσουμε’ την εικόνα της ζωής”, να μας προκαλέσει να αναρωτηθούμε για το νόημά της και, με μία λέξη, να βιώσουμε τη ζωή όπως πραγματικά είναι» (§ 30, δική μου μετάφραση).
– Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι προϊόν τεχνητής νοημοσύνης.