Πόσο σημαντικές είναι οι τελετές των Ολυμπιακών Αγώνων; Για τους αγώνες τους ίδιους, είναι μάλλον αδιάφορες. Για τους διοργανωτές των αγώνων, έχουν τη σημασία ενός μείζονος τηλεοπτικού προϊόντος. Για τους θεατές των αγώνων, είναι ανάλογοι με διεθνείς τηλεοπτικές διοργανώσεις όπως η Γιουροβίζιον. Και γιατί καθόμαστε και μιλάμε για αυτές τις παραστάσεις; Γιατί θέλουμε να πιστεύουμε ότι η παράσταση που δόθηκε το 2004 στην Αθήνα ήταν αξεπέραστη. Γιατί έχουμε άποψη, και είναι σωστή, κι όποιος διαφωνεί είναι λάθος. Γι' αυτό.
Με αφορμή τα 20 χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ο συνθέτης Γιώργος Κουμεντάκης, βασικό στέλεχος των τελετών έναρξης και λήξης, έγραψε ένα άρθρο στην Καθημερινή όπου κάνει τη δική του εκτίμηση του έργου του. «Καταφέραμε να αλλάξουμε την αισθητική των τελετών έναρξης και λήξης με έναν ιδιαιτέρως θεατρικό, όσο και ανθρωποκεντρικό τρόπο, που επανέφερε την κλίμακα αυτού του τόσο μεγάλου και πολύπλοκου θεάματος στο ανθρώπινο μέτρο», σημειώνει, χρησιμοποιώντας μιαν αφηρημένη γλώσσα που λίγο διαφέρει από αυτή που χρησιμοποιεί ο Ευάγγελος Βενιζέλος σε παρακείμενο άρθρο για την επέτειο.
Αυτό το διεθνές κατόρθωμα δεν του είναι αρκετό, και πρέπει να ανυψώσει τις εν λόγω τελετές σε πατριωτικό και ανιδιοτελές γεγονός επιπέδου εξέγερσης Πολυτεχνείου: «Η απομόνωσή μου σε ένα χωριό της Τήνου και η επιστροφή μου στον μικρόκοσμο της σύνθεσης ήταν η δική μου απάντηση σε όλους εκείνους που προέβλεπαν ότι όλοι όσοι δουλέψαμε για τους Αγώνες θα εκμεταλλευόμασταν τη φήμη και την εμπειρία μας για να αποκομίσουμε επαγγελματικά ή άλλα οφέλη».
Δύο σχόλια: πρώτον, κανείς δεν είπε πως είναι κακό να αποκομίσεις «επαγγελματικά ή άλλα οφέλη» από μια νόμιμη και δηλωμένη επαγγελματική σου ενασχόληση. Δεύτερον, ο κ. Κουμεντάκης δεν ιδιωτεύει ως διακεκριμένος συνθέτης αλλά ομιλεί και ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, θέση που κατέχει από το 2017 και ενδεχομένως δεν θα είχε καταλάβει αν δεν είχε συμμετάσχει στις τελετές του 2004.
Αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα μπροστά στον αποτροπιασμό που ένιωσε το Πανελλήνιον παρακολουθώντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού. Όπως και με τη Γιουροβίζιον και τις άλλες τηλεοπτικές διοργανώσεις, ο καθένας μας έχει την άποψή του για τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Και το βασικό μέτρο σύγκρισης κάθε Ολυμπιακής τελετής είναι, φυσικά, αυτές που διοργανώσαμε εμείς, και είναι η δική μας προσφορά στην ανθρωπότητα.
Οι φανατικοί των τελετών του Αθήνα 2004 τις υπερασπίζονται με την ίδια θέρμη που υπερασπίζονται την παιδική εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» αυτοί που μεγάλωσαν μαζί της, μόνο που είναι πολλαπλάσιοι. Κανέναν δεν ενοχλεί (τουλάχιστον δημοσίως) ότι το περιεχόμενο των τελετών ήταν σαν τουριστικό κλιπ που επιβεβαίωνε τα εθνικά στερότυπα και τις προκαταλήψεις του περασμένου αιώνα με τις οποίες όλοι μεγαλώσαμε, τουλάχιστον από το 1936 και εντεύθεν. Κανέναν δεν ενοχλεί (τουλάχιστον δημοσίως) ότι η μορφή της παράστασης ήταν ξεπερασμένη από τεχνική άποψη (για αισθητική θα μιλήσουμε άλλη φορά). Αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα, στις τελετές των Ολυμπιακών του Πεκίνου, είδαμε το χάος που χωρίζει έναν χορογράφο που σκηνοθετεί από έναν σκηνοθέτη που χορογραφεί.
Ο ημέτερος εθνικός χορογράφος και καλλιτεχνικός διευθυντής των τελετών του 2004, Δημήτρης Παπαϊωάννου, έγινε ευρύτερα γνωστός στη χώρα μας το 1997 σκηνογραφώντας την Άλκηστη Πρωτοψάλτη στο «Ηφαίστιο», στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μετά από το 2004 απέκτησε πανελλαδική αναγνώριση και φανατικούς οπαδούς, για τους οποίους ο,τιδήποτε κάνει θεωρείται εκ προοιμίου αριστούργημα. Έτσι αυτοί θα διαβάσουν θετικά διακείμενοι τα χορηγούμενα άρθρα που συνέταξε ο κ. Παπαϊωάννου για τη Lifo, με αφορμή την εικοστή επέτειο των Ολυμπιακών της Αθήνας, θα συγκινηθούν και θα τα εκθειάσουν.
Υπάρχουν και οι άλλοι.