Mε αφορμή έναν θάνατο ξεκινήσαμε το προηγούμενο κείμενο της στήλης, με αφορμή την επέτειο ενός θανάτου ας ξεκινήσουμε αυτό. Αν δεν έδινε άλλωστε ο θάνατος αφορμές για να μιλήσεις για τη ζωή, να σκεφτείς για τη ζωή, να αξιολογήσεις στο σύνολό της τη ζωή, ποιος ο λόγος να πεθαίναμε; Πεθαίνουμε όμως.
Και επτά χρόνια πριν, στις 13 Ιανουαρίου του 2018, πέθανε στα 64 του χρόνια ο Τζίμης Πανούσης. Το εκτόπισμά του ως σατιρικός καλλιτέχνης και ανατρεπτικός ανατόμος της νεοελληνικής πραγματικότητας υπήρξε πολύ μεγάλο, το αποτύπωμα του προβοκατόρικου χιούμορ του και της καυστικής ματιάς του παραμένει εντονότατα ζωντανό στην μνήμη, ωστόσο εκ των πραγμάτων και εκ της φύσης τους οι παραστάσεις (του) και οι εκπομπές (του) είχαν πιο εφήμερο χαρακτήρα. Τα τραγούδια πάλι έχουν εκ της δικής τους φύσης την ιδιότητα να μένουν. Κι ίσως το τραγούδι του που έχει μείνει περισσότερο απ’ όλα είναι ο «Νεοέλληνας» του 1993. Κι αναρωτιέται κανείς, βασισμένος σε ποια στοιχεία άραγε βγήκε δημοσίως να χαρακτηρίσει με τόση ευκολία πουλημένο το περιβόητο εκείνο τηλεπαιχνίδι στο οποίο η Παπαλάμπραινα γυμνή χάιδευε δώρο - συσκευή;
Μιλάμε για τη δεκαετία του 90, όταν οι δημοσκοπήσεις κατέγραφαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς και όχι για τις μέρες μας που η εμπιστοσύνη έχει πιάσει πάτο, φαινόμενο που θα κινδύνευε να τινάξει το κοινωνικό συμβόλαιο στον αέρα, αν η ελληνική κοινωνία ακόμα περισσότερο απ’ το να δυσπιστεί έναντι των πάντων, δεν είχε ως δομικό χαρακτηριστικό της τον κονφορμισμό. Γιατί λοιπόν; Από που πηγάζει αυτή η δυσπιστία την οποία προφητικά διείδε (αλλά και ανεύθυνα προπαγάνδισε) ο Τζιμάκος;
Δεν είναι μόνο η Ελληνική Δικαιοσύνη την οποία φτάσαμε να κοιτάμε καχύποπτα με τη συμπλήρωση του πρώτου τετάρτου του εικοστού πρώτου αιώνα. Το φαινόμενο είναι καθολικό, η έλλειψη εμπιστοσύνης ένας ιός που μόλυνε τα πάντα. Η ανεπίσημη τέταρτη εξουσία περνάει ακόμα χειρότερα από τις τρεις επίσημες και διακριτές μεταξύ τους. Κορυφαίοι εκπρόσωποί της, όπως ο Άρης Πορτοσάλτε, κατηγορούνται διαρκώς για μεροληψία. Οι κατηγορίες τον αναγκάζουν να πει στην εκπομπή του στο ραδιόφωνο του Σκάι, το πρωινό της 12.2.25: «Όπως προηγουμένως έκανα κριτική στην αντιπολίτευση, τώρα ήρθε η ώρα να κάνω κριτική στην κυβέρνηση. Τα λέω όλα αυτά γιατί εξακολουθούν κάτι λυκόρνια και κάτι άλλοι ηλ-η-η-ηλιθ.., σε μια κατάσταση ηλιθιότητας να αναφέρονται στο ότι Πορτοσάλτε - Μητσοτάκης διασυνδέσεις και διάφορα τέτοια του ψεκασμού». Αντίστοιχες ψεκιές περί όχι πλήρους αντικειμενικότητας έχουν ακουστεί και για τον συνάδελφό του Δημήτρη Οικονόμου, αλλά ευτυχώς απαξιεί να τις αποκρούσει. Από την ισοπέδωση της αμφισβήτησης δεν γλιτώνουν ούτε οι πρώην διαιτητές, σαν τον Ηλία Σπάθα που προσπαθεί να αναλύσει τις αμφισβητούμενες φάσεις στην κυριακάτικη αθλητική εκπομπή του Mega, διεπόμενος από τις ίδιες αξίες που είχε και την περίοδο που ήταν ενεργός διαιτητής, ενώ βιτριολικές γλώσσες λένε πως το αθλητικό σάιτ SDNA παίρνει συχνότερα τα δίκια του μπασκετικού Παναθηναϊκού από εκείνα του μπασκετικού Ολυμπιακού. Την τιμή της αθλητικής δημοσιογραφίας σώζουν οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στο αθλητικογραφικό talk show του Οpen «11 αυτοί, 11 εμείς», με τον δημοσιογράφο της ΑΕΚ να παίζει σε κάθε εκπομπή σφαλιάρες με τους δημοσιογράφους του ΠΑΟΚ, σε μια αέναη παραγωγή περιεχομένου, που μπορεί να θυμίζει εν μέρει κατς, αλλά οι άνθρωποι το ζουν κι αυθεντικά κιόλας, με τον Αλέξη Σπυρόπουλο να τους παρατηρεί στωικά και για να καταφέρει να αντέξει την τόση τοξικότητα, να σκέφτεται στο μυαλό του νέες προφορές για ονόματα ξένων ποδοσφαιριστών, προπονητών και ομάδων.
Εν πάση περιπτώσει, η προφητική διάσταση του «Νεοέλληνα» εξισορροπείται με μια διάψευσή του. Οι στίχοι του διεκτραγωδώντας, ή έστω τρολάροντας πανουσικά μια διεκτραγώδηση για την απώλεια της ελληνικότητας και των μουσικών μας καταβολών, συγκρούονται πλέον ευθέως με την πολιτισμική μας πραγματικότητα. Αν όχι τόσο στα δημοτικά τραγούδια, καθώς μπορεί να μην αναβιώνουν ακόμα η λουλουδιασμένη ιτιά, η κοντούλα λεμονιά, το παπάκι στην ποταμιά και τα προς σφαγή στα Σάλωνα αρνιά (αν και αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι σε πολύ καίριες σκηνές δυο εκ των πλέον αξιόλογων ελληνικών ταινιών των τελευταίων ετών, του «Πίσω Από τις Θημωνιές» της Ασημίνας Προέδρου και του «Αρκάντια» του Γιώργου Ζώη, καταλυτικό ρόλο παίζουν τα παραδοσιακά ηπειρώτικα «Ένα βράδυ βγήκε ο χάρος» και «Μόλις κοιμηθεί το κύμα» αντίστοιχα), στο καλούμενο λαϊκό τραγούδι, τα πράγματα είναι αλλιώς. Στα φανερά, στα ολοφάνερα, δεν μας αρέσει μόνο ο Μητροπάνος, αλλά ένα πολύ δυνατό κύμα νοσταλγίας για το λαϊκό τραγούδι σαρώνει σινεμά, θέατρο και ταμεία, με ταινίες και παραστάσεις που βασίζονται πάνω στις ζωές ηρώων του λαϊκού τραγουδιού.
Το 2019-20 η «Ευτυχία», ταινία του Άγγελου Φραντζή σε σενάριο Κατερίνας Μπέη, με θέμα τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, έκοψε κοντά στα 700.000 εισιτήρια. Λίγα χρόνια πριν είχε προηγηθεί η σαρωτική και πολυετής επιτυχία της θεατρικής παράστασης «Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» του Πέτρου Ζούλια με τη Νένα Μεντή στον ομώνυμο ρόλο. Τώρα το «Υπάρχω», ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου πάλι σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, για τη ζωή όλοι ξέρουμε ποιου, ένας ήταν εκείνος που Υπάρχει κι όσο Υπάρχει θα υπάρχουμε, έχει ξεπεράσει τα 820.000 εισιτήρια και συνεχίζει ακόμα. Βλέποντας τα τρελά αυτά νούμερα για ελληνικό κινηματογράφο, η εταιρία Tanweer πάει να κάνει για το τρία στα τρία, ανακοινώνοντας την παραγωγή ταινίας για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη.
Στο μετρό διαφημίζεται σε αφίσες η μουσικοθεατρική παράσταση «Τα πήρες όλα κι έφυγες» για τη ζωή του Στράτου Διονυσίου, τον οποίο υποδύεται ο Γιάννης Τσορτέκης, κι αν κρίνουμε από τις αφίσες, ο μακιγιέρ πρέπει να μπέρδεψε κάπου τον Διονυσίου με τον Θέμη Αδαμαντίδη. Δεν είναι καλό φεγγάρι αυτό για τους μακιγιέρ, αν σκεφτούμε ότι η άλλη προσπαθούσε με επιμονή να αφαιρέσει κομμάτια από την μύτη του Έιντριεν Μπρόντι, θεωρώντας ότι είναι πρόσθετα. Στην παράσταση για τον Στράτο θα εμφανίζονται εναλλάξ στη σκηνή οι Άγγελος, Στέλιος και Διαμαντής Διονυσίου, o oποίος απ’ ό,τι φαίνεται είναι τρίτος γιος του Στράτου και τρίτος αδελφός, φέρνοντας στο νου τη «Σιδερένια Γροθιά», ταινία του 2023, για μια άλλη οικογένεια, στην οποία τα αδέλφια είχαν κοινά επαγγελματικά ενδιαφέροντα, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα τους. Άλλωστε, για να είμαστε δίκαιοι βρισκόμαστε σε μια χώρα που όλα κληρονομούνται από πατεράδες σε γιους, από την Πρωθυπουργία ως την καθηγητική έδρα στη Σεισμολογία.
Επίσης στο Θέατρο Νέου Κόσμου παίζεται το «Τραγούδια για τη Σωτηρία» στην οποία «η Χριστίνα Μαξούρη και τέσσερις εξαιρετικοί λαϊκοί μουσικοί, στήνουν το πάλκο τους και μας προσκαλούν σε ένα ακόμα ταξίδι στη ζωή και τα τραγούδια της Σωτηρίας Μπέλλου. Κι όμως η παράσταση δεν έχει τον χαρακτήρα ή τον σκοπό της βιογραφίας, αλλά τη διάθεση να δημιουργήσει μία ατμόσφαιρα γιορτής. Μία κοινή εμπειρία όπου όλοι μοιραζόμαστε τις ιστορίες και τα τραγούδια και ερχόμαστε πιο κοντά».
Καταλήγουν άραγε κάπου όλα αυτά; Όπως θα έλεγε, ή μάλλον θα τραγουδούσε, ο Στράτος: «Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα». Λαός καλώς ή κακώς εξακολούθησε να υπάρχει, λαϊκό τραγούδι, με την έννοια, τη δυναμική, την απήχηση, το μέγεθος και την ιδιοσυστασία που είχε όχι. Θα πει κανείς ο ΛΕΞ τι κάνει σήμερα, δεν είναι λαϊκή η ραπ του; Ναι, είναι. Απ’ την άλλη είναι και κάτι άλλο πια, όχι;
(Κι ένα εκ των υστέρων έντιτ. Νόμιζα ότι ο Πανούσης είχε πεθάνει 13 Φεβρουαρίου, αλλά πέθανε 13 Ιανουαρίου. Όχι λοιπόν πριν επτά χρόνια, αλλά πριν επτά χρόνια κι ένα μήνα. Ολόκληρο κείμενο πάνω σε μια παρανόηση. Aλλά αν δεν έδιναν οι παρανοήσεις αφορμές να μιλάμε για τη ζωή, ποιος ο λόγος να παρανοούσαμε;).