Skip to main content
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025
I know what you did last week (1-6/1/25)

— «[...] [Θ]α αναφερθώ στην φράση του Μορίς Μπλανσό για τον Ζορζ Μπατάιγ: “Οφείλουμε να αρνηθούμε να γνωρίσουμε αυτούς με τους οποίους μας συνδέει κάτι ουσιαστικό. Θέλω να πω, ότι οφείλουμε να τους δεχόμαστε σε μια σχέση με το άγνωστο όπου κι αυτοί μας δέχονται μέσα σε μια δική μας απόσταση.” Ποτέ δεν πλησίασα από πολύ κοντά τον Σημίτη, όχι γιατί δεν με άφησε ή γιατί δεν μπορώ αλλά γιατί έπρεπε να κρατηθεί μια απόσταση η οποία θα απέκλειε τις συγκρούσεις ή τα “φιλικά” αιτήματα».

Απόσπασμα από κείμενο του Γιώργου Βέλτσου για τον Κώστα Σημίτη, που δημοσιεύτηκε στην Athens Voice (6/1/25). Το κείμενο γράφτηκε στις 7/11/23. Από το βιβλίο του κ. Βέλτσου Η υπεσχημένη Μεταπολίτευση – Εμπειρία και Θεωρία (Πλέθρον 2024). 



— Διάβασα το «Φάλτσα Κεφαλής: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης επιστρέφει με 16 διηγήματα κλάσης άλφα» (Athens Voice, 4/1/25), που υπογράφει ο Στέφανος Τσιτσόπουλος. 

Παραθέτω: 

«Όσο προχωρούσαν οι ιστορίες στα Φάλτσα Κεφαλής (Πατάκης), τόσο διατρανωνόταν μέσα μου η πεποίθηση για την κλάση και τη λίγκα που αγωνίζεται ο συγγραφέας. Είναι η κατηγορία που αγωνίζονται ο Ρέιμοντ Κάρβερ, η Άλις Μουνρό (sic) και η Λουσία Μπερλίν. Οι ιστορίες του έχουν ανάστημα πανανθρώπινο, όπως των παραπάνω, και την ίδια στιγμή είναι στοχευμένες και απόλυτα ενταγμένες εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών ορίων. Σε γαίες Μακεδονικές που η μοναδικότητά τους υπαγορεύει και υφαίνει την ψυχή της δράσης, καθορίζοντας την αρχή, τη μέση και το τέλος τους. Από την Αμερική του Κάρβερ, στα κοριτσάκια που οι μανάδες τους τα χάνουν κάπου στη Λάρισα τη Μεγάλη Παρασκευή. Από τη Χιλή και το Μεξικό της Λουτσία Μπερλίν, στο βουνό Κόζιακας και το καραβάνι των καστανοσυλλεκτών, που, ερχόμενοι για συγκομιδή από το χωριό Φιλύρα Τρικάλων, θυμούνται τον εμφύλιο και τον θρύλο του αντάρτη Ταγματάρχη του εμφυλίου, Καπετάν Καβαλάρη. Ο Θωμάς, που μόνο όταν περπατά, τρώει και κοιμάται σαν κατασκηνωτής στο όρος Πάικο γαληνεύει, πρωταγωνιστεί σε μια δράση απόλυτα συνδεμένη με τα χρώματα, τα αρώματα και τον εξωτισμό κάποιων βορειοελλαδίτικων διαδρομών, όπως τα διηγήματα της Μουρνό (sic) μυρίζουν καναδέζικες οξιές και σιρόπι σφένδαμο».

Για αρχή: είναι ίσως «Μονρό» ή και «Μανρό». «Μουνρό» πάντως δεν είναι. Αλλού εντοπίζεται το θέμα. Είναι ο Γεώργιος Βιζυηνός ή μήπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ο δικός μας Σέργουντ Άντερσον; Ποιος είναι ο Φώκνερ από το Δήλεσι; Υπάρχει άραγε Φλάνερι Ο'Κόνορ στις Λιβανάτες; Τι σχέση δύναται να έχει η Αμερική του Κάρβερ με τη Μεγάλη Παρασκευή στη Λάρισα; Η Χιλή και το Μεξικό της Μπερλίν με το βουνό Κόζιακας; Απολύτως καμία. Οι σαχλαμάρες που γράφει ο κ. Τσιτσόπουλος είναι κατά κάποιο τρόπο απολύτως δικαιολογημένες. Παραθέτω από το βιογραφικό του στην Athens Voice: «Δεν σκαμπάζει τίποτα από εικαστικά ή λογοτεχνία, αλλά παρ' όλα αυτά επιμένει να γράφει γι' αυτά, όπως και για θέατρο, ταξίδια ή γεύση. Πού θα πάει, κάποτε μπορεί και να τα καταφέρει, ποτέ δεν είναι αργά...». Το κείμενο του κ. Τσιτσόπουλου είναι υποτίθεται μια εξυπηρέτηση προς τον φίλο του Γιώργο Σκαμπαρδώνη. Το πόσο τον υποτιμά, το διακρίνει άραγε ο γνωστός συγγραφέας; 

— Διαβάζοντας το «”Cunk on Life”: Βρετανικό χιούμορ και αδυσώπητη σάτιρα στο Netflix» (Lifo, 6/1/25) του Γιάννη Βασιλείου συνειδητοποίησα ότι ο κ. Τσιτσόπουλος, πιθανώς, εφαρμόζει τακτικές Ντάιαν Μόργκαν, αν και μάλλον η ειρωνεία δεν είναι στις στοχεύσεις του. 

Παραθέτω:  

«Και το ηλεκτρονικό hit Pump up the Jam των Technotronic, ένα επανερχόμενο κωμικό γκαγκ στις ερευνητικές περιπέτειες της Cunk, διαπλέκεται με τα κείμενα του Νίτσε, καταδεικνύοντας τη σκοτεινή πλευρά της (κριτικής και θεωρητικής) απενοχοποίησης της ελαφρότητας. Αναλύοντας (με καλές προθέσεις) τα ανδραγαθήματα του John Wick με τον ίδιο τρόπο που αποτιμούμε την ταρκοφσκική Νοσταλγία, κάπου στην πορεία γεννήσαμε μια σύγχυση, εγκαταστήσαμε στο κοινό, ή στο μέρος του που ενδιαφέρεται ακόμα τελοσπάντων, την πεποίθηση ότι βράζουν στο ίδιο καζάνι, ότι πρόκειται ακριβώς για το ίδιο πράγμα. Kι αφού είναι έτσι, άρα το πρώτο υπερτερεί ποιοτικά, αφού είναι πιο “σπιντάτο” άλλωστε – προσοχή, δεν αναφερόμαστε στο προσωπικό γούστο, στο πόσο μας αρέσει το τάδε και το δείνα, αλλά στην κριτική αποτίμηση».

Στο name dropping αλλά και στους παραλληλισμούς ανάμεσα σε ετερόκλητες περιπτώσεις, που το μόνο κοινό που μπορεί να έχουν είναι η συγγραφική ή όποια άλλη ιδιότητα, δεν κρύβεται απλώς η απόπειρα κατασκευής της πεποίθησης «ότι [όλοι] βράζουν στο ίδιο καζάνι». Εδώ εντυπωσιάζει η βεβαιότητα των συντακτών ότι κομίζουν κάποια πληροφορία, ότι καταλαβαίνουν δηλαδή και οι ίδιοι τι ακριβώς λένε, όταν έτσι εύκολα “μεταφράζουν” ντόπιους σε όρους ξένων.   

Οι παραλληλισμοί αυτοί συνιστούν κατασκευές που αποκρυσταλλώνουν, όσο αποσπασματικά κι ελλειμματικά κι αν το κάνουν, τεράστιες και εξαιρετικά ρευστές επικράτειες νοήματος, τις πακετάρουν και τις διανέμουν ύπουλα στον λόγο. Στόχος είναι ο εντυπωσιασμός και η προώθηση. Υπάρχουν και σοβαροί τρόποι να σκιαγραφήσει κανείς αναλογίες ανάμεσα σε ετερόκλητες περιπτώσεις, αλλά απαιτούν χρήση πολύπλοκων, περιφραστικών και χρονοβόρων περιγραφών/συλλογισμών που θα καθιστούσαν τον λόγο ανοικονόμητο, και, τις περισσότερες φορές, πεζότερο του πεζού. Οι ποιητές –μια που το έφερε η κουβέντα– είναι οι κατεξοχήν κατασκευαστές εννοιών/λέξεων/φράσεων στις οποίες συναγελάζονται οι πλέον ετερόκλητες νοηματικές ψηφίδες, που, ουκ ολίγες φορές, όταν η επιμονή και το ταλέντο περισσεύουν, σταθεροποιούν και διαιωνίζουν νεόκοπες πτυχές –αυθεντικούς μονόκερους– του γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.   

— Οι θεοί όμως είχαν και χιούμορ αυτή την εβδομάδα. Διαβάζοντας το «Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Η πρέσβειρα και η “βαθιά” πρεσβεία» (Καθημερινή, 6/1/25) του Παύλου Παπαδόπουλου έπεσα πάνω σε μια ακόμη υπέροχη “μετάφραση”.

Παραθέτω: 

«Μέσα στα δικαστήρια η Λατίνα με το ιρλανδικό πείσμα γνώρισε έναν εφέτη που δεν άργησε πολύ να της συστήσει τον γιο του, έναν μορφονιό χωμένο στα δημοτικά της πόλης, τον Γκάβιν Νιούσομ. Παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 2001 σε έναν τρίωρο γάμο στην καθολική εκκλησία του Αγίου Ιγνατίου. Η δεξίωση έγινε στην έπαυλη της Αν και του Γκόρντον Γκέτι στα «Ωκεάνια Υψη» (Pacific Heights). Πρόκειται για την Καστέλλα του Σαν Φρανσίσκο. Ξαπλώνεις στα σαλόνια και αγναντεύεις το αμερικανικό όνειρο μέχρι τη Χαβάη, ενώ στα πεζοδρόμια από κάτω οι καταραμένοι βαράνε ενέσεις μέρα-νύχτα» (δική μου υπογράμμιση).

Η Καστέλλα έχει τόση σχέση με το Pacific Heights όση ο αστυνόμος Χαρίτος με τον Φρανκ Μπούλιτ. Το αξιοπερίεργο βέβαια στο άρθρο του κ. Παπαδόπουλου είναι αν ο ίδιος ή η σύνταξη αντιλαμβάνονται ότι αυτό το «βαθιά πρεσβεία» κινείται επικίνδυνα κοντά στο «Βαθύ λαρύγγι»:  

«Τον Σεπτέμβριο του 2004 πήγε σε ένα δείπνο στη Νέα Υόρκη για να παραλάβει για λογαριασμό του άνδρα της το μεγάλο βραβείο του Ιδρύματος Υπερηφάνειας και αποφάσισε να αστειευτεί. “Το ξέρω ότι πολλοί από εσάς έχετε απορίες για τον Γκάβιν”, είπε στο τέλος της ομιλίας της. “Είναι καυτός; Είναι κούκλος; Είναι … (κάνει μια κίνηση του χεριού που σημαίνει “κουνιστός”). Οχι, δεν είναι … εκτός αν εσείς μπορείτε να δώσετε ένα καλύτερο … (κάνει μια κίνηση σαν να τρώει μια μπανάνα)”. Οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε παρατεταμένα χειροκροτήματα, αλλά η πρώτη κυρία του Σαν Φρανσίσκο κατάλαβε ότι πάτησε μπανανόφλουδα και μέσα στις επόμενες ημέρες προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. “Δεν παρίστανα ότι τρώω μπανάνα, απλώς έδειξα στο κοινό ότι ο άνδρας μου είναι προικισμένος”».  

— Διάβασα βέβαια και το «500 Λέξεις με τον Βαγγέλη Μπέκα» (Καθημερινή, 5/1/25), που υπογράφει η Αλεξάνδρα Σκαράκη.

Παραθέτω:  

«[Ερ.] Στο βιβλίο σας «Γένεσις» πώς συνδέεται η τεχνητή νοημοσύνη με την αστυνομική λογοτεχνία; 

[Απ.] Όπως έχει αναφερθεί: ανατρέπει τους κανόνες της αστυνομικής λογοτεχνίας διαταράσσοντας τις έννοιες της αλήθειας, της δημιουργίας και της ελευθερίας. Όταν εισάγεις δραματουργικά μια καινοτομία της επιστήμης στη λογοτεχνία, αναπόφευκτα ταρακουνάς την αφηγηματολογία και τους κανόνες».

Με τρομάζει ο κ. Μπέκας, έτσι όπως «ταρακουνά την αφηγηματολογία και τους κανόνες». Επιφυλάσσομαι. 

— Διάβασα τη συνέντευξη που παραχώρησαν η Μαριλένα Καραμολέγκου και ο Θάνος Σαμαρτζής, των εκδόσεων Δώμα, στη Ζωή Παρασίδη. «”Θέλαμε να δούμε αν το κοινό μας θα ανταποκριθεί σε πιο βαριά πράγματα ή αν θα μας γυρίσει την πλάτη”» (Lifo, 3/1/25). Παρακολουθώ με ενδιαφέρον την κ. Παρασίδη η οποία από τον χώρο της εστίασης μπαίνει σταδιακά και στις εκδόσεις. 

Παραθέτω:

«Αν κρίνω από τις βιβλιοθήκες των φίλων μου και από τα εξώφυλλα που βλέπω κάθε καλοκαίρι να βγαίνουν από tote bags στην παραλία του Κέδρου, αυτό που έχουν κάνει σίγουρα καλά είναι να δημιουργήσουν μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό τους, κάτι που επιβεβαίωσαν και με εμένα την ίδια, που επέλεξα να βάλω την άγνωστη σε μένα –και άσημη γενικώς στην Ελλάδα μέχρι να τη μεταφράσουν και έπειτα να βρεθεί υποψήφια για Booker– Βερόνικα Ράιμο στις περιορισμένες αποσκευές μου».

Κριτήριο επιτυχίας οι βιβλιοθήκες των φίλων αλλά και το τι βγαίνει από «tote bags στην παραλία του Κέδρου». Η Δονούσα πάντως σίγουρα δεν είναι το ελληνικό Nantucket.

Κρατάω όμως από τη συνέντευξη αυτό:

«Στους 60 μέχρι σήμερα τίτλους τους, με εξαίρεση τη νουβέλα “Καληνύχτα, καλούδια μου” του Νικήτα Μ. Παπακώστα από το 2018 και τα “Σφερδούκλια στο κεφάλι” του Βρασίδα Καραλή, που κυκλοφόρησαν φέτος, όλα τα υπόλοιπα βιβλία τους είναι μεταφράσεις, δεν έχουν ασχοληθεί με την ελληνική λογοτεχνία, όχι όμως από σνομπισμό. “Το θέλουμε πάρα πολύ, αλλά δεν είμαστε πολύ καλοί σε αυτό το κομμάτι. Σίγουρα υπάρχουν εκεί έξω αξιόλογοι συγγραφείς που είτε τα βιβλία τους δεν φτάνουν σε εμάς, είτε φτάνουν αλλά δεν έχουμε την ικανότητα να τα αξιολογήσουμε γρήγορα, οπότε χάνονται. Πάντως σίγουρα στόχος μας είναι να ασχοληθούμε με ελληνικά βιβλία, αν και η αλήθεια είναι ότι η μεγαλύτερη επιθυμία μου δεν θα ήταν να βγάλουμε λογοτεχνία”».

Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση των εκδόσεων Δώμα είναι ότι συνεχίζουν χωρίς να έχουν ακόμη εκμεταλλευτεί την τεράστια δεξαμενή Ελλήνων συγγραφέων που πληρώνουν για να εκδοθούν.