— «Σε μια από τις μοναδικές του ομιλίες ο Jim Rohn είχε πει:
“Αυτό που θ’ αφήσουμε στα παιδιά μας στο τέλος της ζωής μας είναι η βιβλιοθήκη μας, οι φωτογραφίες μας και οι σημειώσεις μας.”
Από τότε που τον άκουσα, κάθε φορά που βρισκόμαστε με φίλο ή φίλους, στο τέλος πάντα τραβάμε φωτογραφία για να θυμόμαστε τη στιγμή και το συναίσθημα.
-Πόσο χρειάζεσαι για να τραβήξεις μια φωτογραφία;
-Λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.
-Πόσο χρειάζεται για να ΜΗΝ την τραβήξεις;
-Πάλι λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο.
-Πόσο χρειάζεσαι για να γράψεις ένα γραμματάκι;
-Πέντε λεπτά.
-Πόσο χρειάζεται για να ΜΗΝ το γράψεις;
-Πάλι πέντε λεπτά.
Γράψ’ το.
*Από το νέο βιβλίο του Στέφανου Ξενάκη "Οι 2 μας"», που, όπως μας ενημερώνει ο εκδότης του, έχει πουλήσει «10.000 αντίτυπα σε 4 μέρες».
Ας αντιπαρέλθουμε ότι αυτά που γράφει ο κ. Ξενάκης δεν βγάζουν νόημα. Το να «ΜΗΝ τραβήξεις» τη φωτογραφία δεν χρειάζεται «λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο». Το να «ΜΗΝ» γράψεις «ένα γραμματάκι» δεν χρειάζεται «πέντε λεπτά». Αυτά είναι ατόφιες ανοησίες. Το να «ΜΗΝ» κάνω κάτι, διαρκεί για όσο δεν το κάνω. Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι φτιαγμένη η γλώσσα, γιατί έτσι είναι φτιαγμένος ο κόσμος μας. Το πρόβλημα, εδώ, είναι ότι ο κ. Ξενάκης, μέσα στο μελόδραμά του, επινοεί μια μεταφυσική θεραπεία για την αναβλητικότητα και την αφήνει να πάει χαμένη.
— Διάβασα το «Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα και Άννα Καρένινα» (Καθημερινή, 6/10/24) του Σταύρου Ζουμπουλάκη.
«Από το τεράστιο έργο του Σολζενίτσιν διαλέγω να πω εδώ δυο λόγια για ένα πρόσωπο από την “Πτέρυγα καρκινοπαθών”. [...] Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται όλο, εκτός από τα δύο τελευταία κεφάλαια, στην πτέρυγα των καρκινοπαθών ενός νοσοκομείου της Τασκένδης, το 1956, την εποχή της αποσταλινοποίησης. Αποτελεί μια τεράστια πινακοθήκη προσώπων: ασθενών, γιατρών και νοσοκόμων. [...] Το πρόσωπο για το οποίο θα μιλήσω είναι η καθαρίστρια Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα. Εχει δοκιμάσει και αυτή την εξορία, έχει χάσει την κόρη της στην εξορία, ο άνδρας της είναι τώρα εξόριστος για δεύτερη φορά, και εκείνη παλεύει να ζήσει τον οκτάχρονο γιο της, δουλεύοντας καθαρίστρια στο νοσοκομείο. «Αυτούς τους δύο μήνες που ο Ολέγκ είχε περάσει στο νοσοκομείο, αυτή η εργατική καθαρίστρια με το γεμάτο κατανόηση πρόσωπο, είχε σκύψει πολλές φορές κάτω από τα κρεβάτια για να τρίψει το πάτωμα. Μετακινούσε τις μπότες που ο Κοστογκλότωφ έκρυβε, αλλά ποτέ δεν το μαρτύρησε. Αυτή ήταν που, οπλισμένη μ’ ένα ξεσκονόπανο καθάριζε τους τοίχους, άδειαζε τα πτυελοδοχεία και τα έκανε να λάμπουν, μοίραζε στους αρρώστους τα μπουκάλια των αναλύσεων, κι έκανε ό,τι άλλο ήταν βαρύ, δυσάρεστο, που οι νοσοκόμες δεν καταδέχονταν να το πιάσουν στα χέρια τους» (σ. 543). Ο Ολέγκ Κοστογκλότωφ, που έχει κάνει εφτά χρόνια στον στρατό και άλλα εφτά εξορία (σ. 342), την αναγνωρίζει, καταλαβαίνει αμέσως ότι είναι δικιά του. “Με καλοσύνη, χωρίς βιασύνη, κοίταξαν ο ένας τον άλλον” (σ. 544) και έπιασαν κουβέντα. Είναι μορφωμένη, αλλά, όταν δεν καθαρίζει, διαβάζει μόνο εύκολα γαλλικά βιβλία (Κλωντ Φαρέρ). Στην απορία του Ολέγκ θα απαντήσει ότι την πονάνε λιγότερο (σ. 544) και ότι λειτουργούν μέσα της καταπραϋντικά (σ. 548). Δεν έχει κανένα νόημα να διαβάσει τις μεγάλες λογοτεχνικές τραγωδίες: “όλες οι τραγωδίες της λογοτεχνίας μού φαίνονται κωμικές αν τις συγκρίνω με τη ζωή που ζούμε […]. Τα παιδιά στο σχολείο κάνουν αναλύσεις πάνω στην Άννα Καρένινα. Για τη ζωή της που ήταν δυστυχισμένη, τραγική και δεν ξέρω τι άλλο. […] Αλλά όταν, στο σπίτι που γεννηθήκατε και ζήσατε χρόνια, μπαίνουν με το “έτσι θέλω” άνθρωποι με στολές και κασκέτα και σας διατάζουν να εγκαταλείψετε το σπίτι και την πόλη μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, παίρνοντας μαζί σας μόνο όσα μπορούν να σηκώσουν τα χέρια σας; […] Οταν αφήνετε ορθάνοιχτη την πόρτα και φωνάζετε τους περαστικούς για να δούνε μήπως θα μπορούσαν να αγοράσουν κάτι, τι λέω, να σας πετάξουν μερικές δεκάρες και να μπορέσετε έτσι να αγοράσετε λίγο ψωμί! […] Οταν σας προσφέρουν για το πιάνο της μητέρας σας το ένα εκατοστό της τιμής του, χωρίς να ντρέπονται γι’ αυτό… κι η κορούλα σας, που φοράει ακόμη ένα φιόγκο στα μαλλιά, κάθεται στο πιάνο για να παίξει για τελευταία φορά Μότσαρτ, αλλά την πιάνουν τα κλάματα και φεύγει… τότε τι ανάγκη έχω να ξαναδιαβάσω την Αννα Καρένινα;” (σ. 548-549).
Για ποιο λόγο στ’ αλήθεια η Λιζαβέτα Ανατόλιεβνα που έχει χάσει την κόρη στην εξορία να διαβάσει την «Άννα Καρένινα»; Για ποιο λόγο εκείνος που σιγολιώνει από τον καρκίνο και τις χημειοθεραπείες σε ένα νοσοκομείο της Τασκένδης και κάθε Τασκένδης να διαβάσει την «Άννα Καρένινα»; Όποιος ξέρει από λογοτεχνία θα δώσει δίκιο στη νοσοκομειακή καθαρίστρια, γιατί αυτός που πράγματι ξέρει λογοτεχνία se moque de la literature, για να παραφράσουμε τον Πασκάλ, την κοροϊδεύει τη λογοτεχνία και τις μεγάλες δυνατότητές της. Μόνο αν παραδεχτείς τα όρια των δυνατοτήτων της, που φτάνουν σε ορισμένες συνθήκες ζωής μέχρι την πλήρη αχρήστευση, θα μπορέσεις να αναγνωρίσεις και την πραγματική αξία της, όση έχει. Και κάτι ακόμη: ας μην ενδίδουμε στον πειρασμό να ειρωνευόμαστε τα εύκολα ρομάντζα, γιατί κάποτε βοηθάνε περισσότερο από τα σπουδαία έργα. Παντού και πάντα χρειάζεται ταπεινοφροσύνη».
Θα σχολιάσω με ένα απόσπασμα από το Παλιοί δάσκαλοι (μτφρ. Β. Τομανάς, Εξάντας 1994) του Τόμας Μπέρνχαρντ:
«Σ’ όλη μας τη ζωή στηριζόμαστε στα μεγάλα πνεύματα και στους λεγόμενους Παλιούς Δασκάλους, είπε ο Ρέγκερ, και μετά μας απογοητεύουν θανάσιμα επειδή δεν εκπληρώνουν το σκοπό τους κατά την αποφασιστική στιγμή. Τρέφουμε αγάπη για τα μεγάλα πνεύματα και τους Παλιούς Δασκάλους και πιστεύουμε ότι μπορούμε έπειτα, τη στιγμή την αποφασιστική για τη ζωή μας, να τους χρησιμοποιήσουμε για τους σκοπούς μας, πράγμα που, ναι, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά να τους εκμεταλλευτούμε για τους σκοπούς μας, που όμως αποδεικνύεται θανάσιμο σφάλμα. Γεμίζουμε το χρηματοκιβώτιο του πνεύματός μας μ’ αυτά τα μεγάλα πνεύματα και τους Παλιούς Δασκάλους και τη στιγμή την αποφασιστική για τη ζωή μας γυρίζουμε για να γαντζωθούμε απ’ αυτούς. Μα όταν ανοίγουμε αυτό το χρηματοκιβώτιο του πνεύματος, είναι αδειανό, αυτή είναι η αλήθεια, στέκουμε μπροστά σ’ αυτό το άδειο χρηματοκιβώτιο του πνεύματος και βλέπουμε ότι είμαστε μονάχοι και πραγματικά παντελώς άποροι, είπε ο Ρέγκερ» (σ. 190).
«Μόνο αν παραδεχτείς τα όρια των δυνατοτήτων της, που φτάνουν σε ορισμένες συνθήκες ζωής μέχρι την πλήρη αχρήστευση, θα μπορέσεις να αναγνωρίσεις και την πραγματική αξία της, όση έχει» γράφει ο κ. Ζουμπουλάκης. Η λογοτεχνία, ή τουλάχιστον κάποιος υποδόριος μηχανισμός της, οφείλει, με ανεπαίσθητες δόσεις, ως άλλος μιθριδατισμός, να μας καθιστά κοινωνούς των ορίων της.
— Διάβασα τη συνέντευξη του Γιάννη Ευσταθιάδη «Το χιούμορ είναι η άλλη όψη της οδύνης» (Τα Νέα, 5/10/24) στον Νίκο Κουρμουλή.
Παραθέτω:
«[Ερ.] Τι σας τράβηξε κυρίως στη μικρή φόρμα;
[Απ.] Σίγουρα η καταγωγή των πεζών μου από την ποίηση (τα ποιήματά μου είναι συνήθως μικρά και σύντομα, και γενικώς η ποίηση δεν έχει –πλην εξαιρέσεων– μεγάλη έκταση). Αλλά αποφασιστικό ρόλο έπαιξε σ’ αυτό και η επί δεκαετίες επαγγελματική μου σχέση με τη διαφήμιση. Ξέρετε, η διαφήμιση είναι μια διαρκής άσκηση λακωνικότητας. Σε ένα καρέ πρέπει να γράψεις ένα πλήρες κείμενο ή σε 30’’ να αφηγηθείς μια ιστορία. Παιχνίδι με τις λέξεις, αλλά με τις λιγότερες λέξεις. Όμως με μια προϋπόθεση για τον συγγραφέα: να μην αφήσει την ευκολία της διαφήμισης να εισχωρήσει στη γραφή του. Γιατί η διαφήμιση μπορεί να επηρέασε την τέχνη –ιδίως τη ζωγραφική– αλλά δεν είναι τέχνη. Είναι εμπορική επικοινωνία».
Τουλάχιστον ο κ. Ευσταθιάδης έχει το θάρρος να ομολογεί την όχι και τόσο υπόγεια σύνδεση μικρής φόρμας –διηγήματος/ποίησης– με τη διαφήμιση. Ουκ ολίγοι συγγραφείς και ποιητές βιοπορίζονταν και βιοπορίζονται από τη διαφήμιση, καθώς στα καθ' ημάς αποτελεί το μοναδικό πεδίο στο οποίο οι δεξιότητές τους βρίσκουν χειροπιαστό αντίκρυσμα.
— Διάβασα την κριτική του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου «Προβολές μυθικού παρελθόντος» (Το Βήμα, 6/10/24) για το μυθιστόρημα Καλυψώ (Πατάκη 2024) της Δήμητρας Κολλιάκου.
Παραθέτω:
«Παρά ή πέρα από τα προηγούμενα, κάτι δεν έχει υπολογιστεί καλά στην ιδέα και στην αρχιτεκτονική σύνθεση της Κολλιάκου, κάτι μένει λειψό ή τείνει να πεταχτεί έξω. Ίσως και διαφορετικά: κάτι μοιάζει υπέρμετρο και μαξιμαλιστικό. Τι μένει λειψό; Μα, αυτή η προσπάθεια συστέγασης της ομηρικής μυθολογίας και των σύγχρονων κοινωνικών ζητημάτων. Τα δύο επίπεδα δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν είναι σε θέση να καταλήξουν σε επάγωγο σώμα.
Τι μοιάζει μαξιμαλιστικό; Η πεποίθηση πως αρκούν τα σύμβολα των αρχαίων μύθων για να αποκτήσει ένα σημερινό πεζό ζωντανό νόημα. Κι έτσι, το βιβλίο θα αποκαλύψει σύντομα και τις άλλες του αδυναμίες: την ισχνή του δράση και τα επαναλαμβανόμενα σχήματα που αδικούν την ωραία απογυμνωμένη γλώσσα του, αφήνοντας εν κατακλείδι ανεκμετάλλευτο κι ένα άλλο κεκτημένο της Κολλιάκου: την καλά ελεγχόμενη λυρική φόρτιση της πρόζας της».
Επισημαίνω το κριτικό σχόλιο όχι μόνο γιατί είναι εξαιρετικά σπάνιο να γράψει αρνητικά ο κ. Χατζηβασιλείου, αλλά επειδή τυγχάνει να έχω διαβάσει κι εγώ το μυθιστόρημα της κ. Κολλιάκου. Το βιβλίο θυμίζει σε σημεία, σε αυτή την «προσπάθεια συστέγασης της ομηρικής μυθολογίας και των σύγχρονων κοινωνικών ζητημάτων» σειρά Νέτφλιξ, χωρίς όμως τη συνήθη αντιστήριξη που προσφέρουν οι διευκολύνσεις των στοιχείων δράσης, που τείνουν να χαρακτηρίζουν τη δημοφιλή πλατφόρμα. Ακόμη και αξιόλογοι συγγραφείς ενίοτε αστοχούν.