Skip to main content
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (10-16/12/24)

«Δεν μου αρέσουν οι κάτοχοι της αλήθειας, όποιοι κι αν είναι. Μου προκαλούν πλήξη και με τρομάζουν». 

— Λουίς Μπουνιουέλ, Η τελευταία μου πνοή, μτφρ. Θ. Σαμαρτζής, Δώμα 2024.

 

— «[...] [Π]ίσω από την εκδοτική παραγωγή, που θυμίζει τη φαντασίωση ενός μανιακού που θέλει να μας πνίξει με βιβλία, έχοντας απώτερο σκοπό να μισήσουμε το διάβασμα [...]», γράφει ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου στο «Αστός εναντίον αστών» (Καθημερινή, 15/12/24). Η φράση δεν έχει άμεση σχέση με το Η τελευταία μου πνοή του Λουίς Μπουνιουέλ, που σχολιάζει ο συντάκτης αλλά κάπως μου έκανε εντύπωση, γιατί έτυχε να διαβάσω το άρθρο μετά από μια περιήγηση στις σελίδες των εφημερίδων, που, συνεπέστατες στο ραντεβού τους, έχουν γεμίσει τα ένθετα πολιτισμού με βιβλιοπροτάσεις. Το αποτέλεσμα είναι λίγο πολύ κωμικό – θα δώσω παραδείγματα παρακάτω. Αλήθεια, ποιός ρυθμός θα συνιστούσε μια λελογισμένη παραγωγή βιβλίων; Ποιος υπαγορεύει τον αριθμό εκδόσεων, και μάλιστα σε μια μικρή αγορά, με ομολογουμένως όχι και τόσο φανατικούς αναγνώστες; Ποιος αλήθεια διαβάζει έστω και ένα μικρό ποσοστό των χιλιάδων βιβλίων που γεμίζουν τις προθήκες των βιβλιοπωλείων κάθε χρόνο;

Ας κάνουμε μια απλή σκέψη. Πόσο χρόνο θέλει κανείς για να διαβάσει ένα βιβλίο και να γράψει ένα κείμενο που θα εμφανιστεί σε κάποιο μέσο ευρείας κυκλοφορίας; Θα διαβάσει μόνο το βιβλίο που κλήθηκε να κρίνει ή μήπως θα ρίξει και μια ματιά στην εκδοτική πορεία του συγγραφέα μέχρι το περί ου ο λόγος βιβλίο; Αν μιλάμε για μεταφρασμένη λογοτεχνία, θα αρκεστεί να γράψει το ευχολόγιο για την «εξαίρετη μετάφραση, που συνιστά άθλο» ή, εφόσον γνωρίζει και τη γλώσσα του πρωτότυπου θα ρίξει και μια ματιά σε σημεία του βιβλίου που ίσως του γέννησαν απορίες; Αντιλαμβανόμαστε όλοι την αστειότητα της ιεροτελεστίας που περιγράφω. Αναλογιστείτε όμως ότι και από την πλευρά των δημιουργών έχουν αλλάξει εντελώς οι συνθήκες. Η πίεση για έκδοση νέων βιβλίων έχει αντίκτυπο και στην ποιότητα των βιβλίων. Πόσο βλαξ αισθάνεται ένας συγγραφέας που αφιερώνει μια τριετία (ή και περισσότερο) σε ένα βιβλίο που δεν θα μείνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων ούτε έξι μήνες; Σε έναν κόσμο που επιταχύνεται καθημερινά, ενώ οι νοητικές μας δυνατότητες παραμένουν σχεδόν ίδιες εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια, το κενό της απαίτησης παραγωγής περιεχομένου θα το καλύψει, σταδιακά, ο αλγοριθμικός αυτοματισμός της Τεχνητής Νοημοσύνης.   

Επιτρέψτε μου να σκιαγραφήσω μια νεο-λουδιτική αναλογία στην “αργκό” της εποχής: πείτε ότι μαζί με το νομοσχέδιο για τον περιορισμό της χρήσης μέσων κοινωνικής δικτύωσης από ανήλικους, θεσπιζόταν και καθολικός περιορισμός στη συχνότητα που θα επιτρεπόταν να αναρτά κανείς περιεχόμενο στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης της αρεσκείας του. Φανταστείτε, για παράδειγμα, να υπήρχε ξαφνικά η δυνατότητα να αναρτά κανείς μόνο μία φορά την εβδομάδα: κείμενο, φωτογραφία, βίντεο, ή ό,τι επιθυμεί ο χρήστης, αλλά μία φορά την εβδομάδα. Το ίδιο βέβαια θα ίσχυε και για σελίδες, γκρουπ, ή όποια άλλη σόσιαλ-μιντιακή οντότητα. Τι φίμωση λόγου! Οποία ανελευθερία! Τι ακριβώς θα συνέβαινε; Πόσο θα άλλαζε η καθημερινότητα όταν πιθανώς το ατελείωτο σκρολάρισμα δεν θα είχε πια νόημα και ίσως κάποιοι θα αναγκάζονταν να στραφούν σε πιο παραδοσιακές μεθόδους ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, που –ποιος ξέρει;– μπορεί να έφταναν και μέχρι την ανάγνωση βιβλίων. Πεποίθησή μου είναι ότι μαζί με αυτό τον περιορισμό, παραδόξως, θα οδηγούμασταν και σε μια ορθολογικοποίηση του ρυθμού εκδόσεων. Δεν υποστηρίζω όμως απολύτως κανένα περιορισμό: είμαι υπέρμαχος της ελευθερίας στην παραγωγή και πρόσβαση περιεχομένου, σε όλες τις ηλικίες, σε όλα τα μέσα. Οι περιορισμοί, εξάλλου, όπως ενίοτε και οι ελευθερίες, ήταν πάντα προσωπική υπόθεση· έθαλλαν στα ενδότερα. 

Παραθέτω, για να κλείσω το σχόλιο, ένα σύντομο απόσπασμα από το Η μετάφραση του κόσμου – Οι διαλέξεις στην Οξφόρδη, του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος 2024):

«Η ιδέα της αφήγησης ως ανακάλυψης του άλλου. Στην Καρδιά του σκότους και τον Λόρδο Τζιμ, ο λοχαγός Μάρλοου αφηγείται πώς ανακάλυψε τον παράφρονα Κουρτς και τον λιπόψυχο Τζιμ, αλλά δεν το κάνει από τη σκοπιά κάποιου που τα ξέρει όλα και μας τα γνωστοποιεί με τάξη, αλλά σεβόμενος τον τρόπο με τον οποίο ανακάλυψε αυτές τις ζωές: τις εσφαλμένες απόψεις του, τις αποκαλύψεις του, τις αλλαξογνωμίες του· αναπαράγοντας, τέλος, τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας ανακαλύπτει τους άλλους: όχι ξαφνικά, αλλά σιγά σιγά· διαφωτίζοντας το μυστήριο της ξένης ζωής όχι στιγμιαία, αλλά με κόπο και βραδύτητα, βγάζοντας απ’ αυτή τη ζωή το πέπλο που την κάλυπτε ανέκαθεν, και προσεγγίζοντας έτσι μιαν αλήθεια (που ποτέ, εκτός κι αν είμαστε διατεθειμένοι να εξαπατηθούμε, δεν είναι πλήρης)» (σσ. 88-9).      

 

— «Γι' αυτήν που κρατάει ένα σφυρί στο χέρι, όλα μοιάζουν με πρόκες». Διάβασα το «Τζούλια Τσιακίρη: “Οι ταβερνιάρηδες είναι οι ευεργέτες του γένους”» (Lifo, 15/12/24) της Ζωής Παρασίδη. Μου φάνηκε χαριτωμένο ότι η κ. Παρασίδη επέλεξε, από αυτό το κείμενο, το σχόλιο για τους ταβερνιάρηδες. Αυτό όμως είναι το σφυρί που κρατάει. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το εκτενές κείμενο. Η κ. Τσιακίρη γνωρίζει καλά ότι κάθε καλή "αυτοβιογραφία", όσο αποσπασματική κι αν τυγχάνει, δεν είναι παρά μια μυθοπλασία:    

«Γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν από το Διδυμότειχο της Θράκης και η μητέρα μου από το χωριό Συκιά, δίπλα στη Μονεμβασία. Άρα, δύο καστροπολιτείες συναντήθηκαν στα χρόνια της Κατοχής σε ένα περίπτερο στο Παγκράτι, όταν η μητέρα μου τον ρώτησε για μια διεύθυνση και εκείνος θεώρησε καλό να την καθοδηγήσει γενικότερα. Εκείνος ήταν αριστερός διανοούμενος, εκείνη ήταν μια αγράμματη αριστερή με υψηλό κριτήριο. Ίσως γιατί στη Λακωνία υπάρχει ακόμα το λακωνίζειν, ένα μέτρο, μια λιτότητα στα εκφραστικά μέσα; Πάντως ήταν ιδιότροπη, κάτι που αποδεικνυόταν κάθε φορά που ήθελε να ράψει ένα φόρεμα και δεν έμενε ποτέ ικανοποιημένη, με αποτέλεσμα να πηγαίνει βόλτες το ρούχο από τη μία μοδίστρα στην άλλη».

[...]

«Εκείνα τα χρόνια, τα παιδιά περπατούσαμε ελεύθερα, τότε η ζούγκλα ήταν εσωτερική, δεν είχε βγει στην επιφάνεια».

[...]

«Από τα Τουρκοβούνια μπορούσαμε τη νύχτα, που ησύχαζε η πλάση, να ακούμε το τρένο που έφευγε από τον σταθμό Λαρίσης για τη Θεσσαλονίκη».

[...]

«Υπήρχαν συνεργεία που διοργανώνονταν στα καφενεία του Saint-Germain-des-Prés. Ας πούμε, ο συγγραφέας Γιώργος Σκούρτης είχε στήσει ένα τέτοιο με Έλληνες ζωγράφους που επιβίωναν βάφοντας διαμερίσματα και έπιναν μετά καφεδάκια στη La Palette. Έστελνε και ο πατέρας μου λίγα δολάρια τυλιγμένα μέσα σε πακετάκια με γλυκά – ήταν περήφανος που απολάμβανα τα “φώτα της Εσπερίας”».

[...]

«Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν είχα κάνει τα πράγματα διαφορετικά, πιθανότατα θα είχα ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου, το οποίο δεν κατάφερα να αποκτήσω. Αλλά δεν μετανιώνω για τίποτε απ’ ό,τι έγινε, αντίθετα, αισθάνομαι πολύ τυχερή για όσα μου επιφύλαξε η μοίρα “εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής μου”, όπως περιπαικτικά τον χαρακτήριζε ο φίλος μου Ζήσιμος Λορεντζάτος».

[...] 

«Φύγαμε από τη Νέα Υόρκη γιατί ο Θεοφυλακτόπουλος δεν ενσωματώθηκε ποτέ, δεν έμαθε αγγλικά, πήρε αυτό που ήθελε ως ένταση και ως εμπειρία από τα μουσεία και τις γκαλερί, αλλά ένιωσε ότι ήθελε να είναι στο Κολωνάκι, στην ελληνική κλίμακα αξιών, να πίνει το πρωί καφέ στο Da Capo και να βλέπει τον Μόραλη να κατεβαίνει την Πατριάρχου Ιωακείμ». 

[...]

«Είναι μια μορφή ευλογίας για μένα οι σελίδες αυτές από έναν συγγραφέα που ανήκε στην τάξη του πατέρα μου, δηλαδή στους ακτήμονες προλετάριους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα».

[...]

«Αν μέχρι την τρίτη σελίδα του αυτό το βιβλίο μάς χτυπούσε το καμπανάκι ότι οι λέξεις και τα κενά ανάμεσά τους ανήκουν στον δικό μας κόσμο, τότε το αγκαλιάζαμε και γινόταν δικό μας. Αρκετοί συγγραφείς που εκδόθηκαν για πρώτη φορά στο Ροδακιό μετακόμισαν σε άλλους εκδοτικούς οίκους μετά. Αυτό εμένα δεν με στενοχωρεί, ίσα ίσα, με ευχαριστεί που μπορέσαμε να δώσουμε ένα πρώτο βήμα σε κάποιους που άξιζαν τον κόπο να πάνε παραπέρα».

[...]

«Στα ημερολόγια που κρατούσα έφηβη έγραφα θρήνους για τις μονοκατοικίες και τα νεοκλασικά που γκρεμίζονταν σχεδόν κάθε μέρα στην Κυψέλη για να χτιστούν πολυκατοικίες. Προσπαθούσα να κρατήσω σε μια περιγραφή τον τρόπο που υπήρχε ο κήπος σε σχέση με τα σπίτια αυτά: τις κοπέλες που έρχονταν από νησιά και δούλευαν ως οικιακές βοηθοί και τα απογεύματα, καθώς πότιζαν τους κήπους, συναντιούνταν με τις άσπρες τους ποδιές και έλεγαν τα προσωπικά τους στο πίσω μέρος των σπιτιών με τα πηγάδια, τους πυράκανθους και τα γιασεμιά. Τότε πραγματικά η Αθήνα δεν είχε να ζηλέψει τίποτα, ήταν μια πόλη με δύο χιλιάδες και παραπάνω χρόνια ιστορία. Τώρα έχει γίνει κάτι άλλο, σχεδόν στέκεται πλάι στις μεγαλουπόλεις του κόσμου ως ένταση, δυστυχώς όχι ως αισθητική. Το λεκανοπέδιο της Αττικής πρέπει να ήταν ένας από τους ωραιότερους τόπους, και δεν πρόκειται για ιδεοληψία ή ματαιοδοξία, αυτή είναι η πραγματικότητα».


— Διάβασα το «Μεταφρασμένη λογοτεχνία: Οι νέες εκδόσεις που διαβάσαμε και ξεχωρίσαμε» (Καθημερινή, 15/12/24).

Παραθέτω από την ενότητα «Μεγάλοι της εποχής μας»:

«Τουλάχιστον υπάρχει ο Γιον Φόσε. Όταν κέρδισε το Νόμπελ, πρόπερσι, το σκεπτικό ανέφερε ότι «δίνει φωνή στο ανείπωτο». Αυτό ας το μεταφράσουμε ως ότι δίνει φωνή σε κάθε ανησυχία. Τέχνη, πίστη, χρόνος. Αναφέρομαι στην περίφημη επταλογία του, το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο μέρος της οποίας μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Gutenberg, στον τόμο Εγώ είναι ένας άλλος (που έπεται του Το άλλο όνομα, που εμπεριείχε το πρώτο και το δεύτερο μέρος). Εδώ ο Φόσε δανείζεται για τον τίτλο του αυτούσιο τον στίχο του Ρεμπό (όπως είχε κάνει κάποτε και ο Ούγγρος νομπελίστας Ίμρε Κέρτες, που επίσης βασανιζόταν από τις πιθανότητες των ταυτοτήτων) και κορυφώνει τη σχέση του ζωγράφου Άσλε με τον ζωγράφο Άσλε, καθώς ο πρώτος (ή ο δεύτερος) αφήνει το παρόν για χάρη των αναμνήσεων των νεανικών του χρόνων. Ο Νορβηγός συγγραφέας έχει πολλάκις παρομοιαστεί με τον Μπέρνχαρντ (μεταφέρω ένα διασκεδαστικό σχόλιο που πέτυχα στο Goodreads, ότι το βιβλίο είναι λες και ο Μπέρνχαρντ έγραψε τον μονόλογο της Μόλι στον Οδυσσέα), άλλοι τον συγκρίνουν με τον Προυστ για προφανείς λόγους, ενώ ενίοτε συμβαίνει κι ένας ατυχής παραλληλισμός λόγω της εθνικότητας και του μεγέθους του έργου του με τον Κνάουσγκορντ (Ο Αγώνας μου). Επίσης ο Φόσε δεν χρησιμοποιεί τελείες, όπως π.χ. ο Κρασναχορκάι ή και άλλοι, αλλά ο Φόσε είναι ο Φόσε και αυτό που κάνει σε αυτά τα βιβλία είναι ένας αξεπέραστος άθλος, και αυτή η μελωδική ροή της συνείδησης και της μνήμη είναι ένα μνημείο της εποχής μας».

Η συγκεκριμένη παράγραφος συνιστά υπόδειγμα κενολογίας. Δηλαδή, αν πραγματικά ο κ. Δημουλάς διάβασε Φόσε, κατέβαλε προσπάθεια ώστε αυτό να μην το καταλαβαίνει ο αναγνώστης της εφημερίδας.  

Συνεχίζω από την ίδια ενότητα: 

«Η συγγραφέας ενίοτε μοιάζει σαν να θέλει να διορθώσει τον Μαν (ενώ παράλληλα αποτίνει κι έναν περίεργο φόρο τιμής), αλλάζει τις ισορροπίες και δημιουργεί τελικά κάτι που ίσως θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως φιλοσοφικό-φολκλορικό-φεμινιστικό θρίλερ».

Αναφορά στην Όλγκα Τοκάρτσουκ και στο Εμπούσιον (Καστανιώτης 2024). Δηλαδή, αλήθεια, αυτό το «φιλοσοφικό-φολκλορικό-φεμινιστικό θρίλερ» είναι μόνο περιγραφικό ή ίσως και αξιακό; Το γράφει δηλαδή ο κ. Δημουλάς για να "πουλήσει" Τοκάρτσουκ; 

«Σήμερα διαβάζουμε το καινούργιο της μυθιστόρημα, Η Ακρόαση (εκδ. Ίκαρος): Μια αναγνωρίσιμη ψυχοθεραπεύτρια κάνει ένα ατυχές σχόλιο σε μια τηλεοπτική εκπομπή και η ζωή της γκρεμίζεται. Χάνει τη δουλειά της, ο γάμος της διαλύεται, η κοινωνία την “ακυρώνει”. Η Χιε-Τζιν αποκαλεί διαρκώς την ηρωίδα της “εκείνη” – σαν να τη δείχνει με το δάχτυλο. Υπάρχει τρόπος να επιστρέψεις σε έναν κόσμο που επικρατεί όποιος φωνάζει περισσότερο; Μια ιστορία για την εποχή μας, τη δημόσια σφαίρα και, περιέργως, τις γάτες».  

Παραθέτω από τη σελίδα του βιβλίου, από τον εκδότη.  «Η Ιμ Χε-Σου είναι μια επιτυχημένη θεραπεύτρια που εμφανίζεται τακτικά σε μια δημοφιλή τηλεοπτική εκπομπή. Όταν κάνει ένα αρνητικό σχόλιο για ένα δημόσιο πρόσωπο που αργότερα αυτοκτονεί, απολύεται από τη δουλειά της, χάνει τους φίλους της, ενώ ο γάμος της αρχίζει να καταρρέει».

Επίσης:

«Η Καουακάμι χτίζει τόσο μεθοδικά τη σχέση τους, που τη νιώθεις να εξελίσσεται σε κάθε σελίδα, ανάμεσα σε κερασιές, χαϊκού και μπόλικα ποτήρια σάκε», γράφει ο κ. Δημουλάς.

Παραθέτω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου«”Μια ερωτική ιστορία μαριναρισμένη σε μπίρα, σακέ, σούπα μίσο, χιούμορ, τρυφερότητα, ποίηση χάικου και υπέροχα ζεστούς, σαν βάλσαμο, διαλόγους” (Guardian)».

Συνεχίζω:

«To New York Times Magazine τον έχει περιγράψει ως τον “μεγαλύτερο εν ζωή αγγλόφωνο συγγραφέα για τον οποίο δεν γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος”, ενώ το περιοδικό New Yorker τον έχει χαρακτηρίσει “μοναχικό γίγαντα των αυστραλιανών γραμμάτων”, γράφει ο Καστανιώτης, στη σελίδα του συγγραφέα».

Τι γράφει ο κ. Δημουλάς; 

«Τι κάνει κανείς όταν περιφρουρεί τα μάτια του; Αυτό είναι ένα ερώτημα-αφετηρία για τον Τζέραλντ Μαρνέιν, τον “μοναχικό γίγαντα των γραμμάτων της Αυστραλίας”, όπως τον αποκάλεσε το New Yorker, ή τον “σπουδαιότερο εν ζωή συγγραφέα της αγγλικής γλώσσας που οι περισσότεροι δεν έχουν ακούσει”, σύμφωνα με τους New York Times».

Στη συνέχεια:

«Ο Μπαχ για παιδιά, που στα ελληνικά κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Gutenberg. Πρόκειται για μια ιστορία σχέσεων (οικογενειακών, ερωτικών, φιλικών), μια ιστορία ισορροπιών δοσμένη με κινηματογραφική αισθητική και ταχύτητα – παραδόξως δεν έχει μεταφερθεί στο σινεμά. Διαβάζεται σε ένα ωραίο απόγευμα». 

Όπως και:

«Υπάρχει κάτι υπνωτιστικό στην αφήγηση της Αλμάδα, λες και τα νερά του ποταμού κυλούν μέσα απ’ τις σελίδες. Ίσως είναι ο κοφτός της λόγος, οι μικρές της προτάσεις, τα μετρημένα λόγια». 

Ή

«Αυτοβιογραφικά στοιχεία έχει και η Ξένη (εκδ. Gutenberg) της Κλαούντια Ντουραστάντι. Σημειώστε το όνομά της, είναι βέβαιο ότι θα μας απασχολήσει ξανά».

Και τέλος:

«Ο Καρταρέσκου έγραψε το μυθιστόρημα το 1994 και εκτοξεύτηκε από την αβανγκάρντ ρουμανική σκηνή στις λίστες των υποψηφίων για το Νόμπελ. Μην τρομάξετε με το χάος των πρώτων σελίδων. Αφεθείτε. Δεν θα το μετανιώσετε».