«Ο κόσμος είναι μακρουλός σαν ρεβίθι και στρογγυλός σαν πράσο».
— Διάβασα την κριτική της Κατερίνας Σχινά, «Τα σκοτάδια του Μισέλ Φάις», που δημοσίευσε ο Αναγνώστης (12/4/23). Περίμενα σχεδόν μια εβδομάδα έτσι ώστε να μεσολαβήσει άπλετος χρόνος για να παρατηρήσει και κάποιος άλλος τη λεπτομέρεια που υποβιβάζει το κείμενο της κ. Σχινά από κριτικό κείμενο, που στέκεται με τη σοβαρότητα και την αταραξία του κριτικού απέναντι σε λογοτεχνικό έργο, σε απλή εξυπηρέτηση προς τον φίλο της. Και περίμενα με την ελπίδα ότι η λεπτομέρεια αυτή θα τύχει διόρθωσης. Δεν έτυχε. Ποια είναι η λεπτομέρεια; Η κ. Σχινά παρασύρεται από τη συναισθηματική φόρτισή της και φτάνει στο σημείο να απευθύνεται στον συγγραφέα με το μικρό του όνομα. Έτσι, στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου, διαβάζουμε: «Ο σκηνικός διάκοσμος δεν ενδιαφέρει, ή αν περιγράφεται είναι για να αναδείξει το αληθινό επίδικο της γραφής του Μισέλ: τη σύγκρουση των παθών και το αδιέξοδο της ύπαρξης» (δική μου υπογράμμιση). Το «αληθινό επίδικο» του κειμένου, επομένως, είναι να συνταχθεί ένας διθύραμβος· ένας διθύραμβος τόσο φορτισμένος συναισθηματικά που ο συγγραφέας κατονομάζεται με το μικρό του όνομα. Το κείμενο φέρει και άλλα δύο σημάδια, ενδεικτικά του προσωπικού τόνου του κειμένου: τον τίτλο, και την αναφορά στο σκίτσο του γιου του συγγραφέα στο εσώφυλλο του βιβλίου – σημειώνω εδώ ότι ο αναγνώστης ή ο κριτικός που δεν έχει φιλική, ερωτική, ή συγγενική σχέση με τον συγγραφέα δεν δύναται να γνωρίζει ότι ο Μάρκος Φάις, στον οποίο αποδίδεται το σχέδιο, είναι γιος του Μισέλ Φάις. Η κ. Σχινά μπορεί προφανώς να γράφει ό,τι θέλει. Εγώ ζητάω απλώς να τηρούνται τουλάχιστον τα προσχήματα. Θέλετε να κάνετε εξυπηρέτηση στον φίλο ή τη φίλη σας; Γράψτε έναν διθύραμβο που να τηρεί τουλάχιστον το τυπικό του πράγματος. “Κριτική” που να αποκαλεί τον συγγραφέα με το μικρό του όνομα δεν είναι κριτική αλλά σαπουνόπερα.
— Διάβασα το εκτενές αφιέρωμα «Η Ανάσταση που προσδοκώ» (Καθημερινή, 15-16/4/23) όπου οι Στέλιος Ράμφος, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Σωτήρης Δημητρίου, Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Στέλιος Βιρβιδάκης διατυπώνουν σκέψεις τους για τη σημασία της «Ανάστασης». Τα κείμενα, με την εξαίρεση του κειμένου του κ. Δημητρίου, αρκούνται σε τετριμμένες παραλλαγές στο θέμα, που δύσκολα θα μπορούσαν να ενδιαφέρουν έναν κοσμικό αναγνώστη παρά τις περί του αντιθέτου προθέσεις των συντακτών τους. Παραθέτω την πιο μεστή φράση του αφιερώματος, προφανώς από το κείμενο του κ. Δημητρίου: «Εδώ να πούμε ακόμα πως όσο αρμονικά και να διευθετήσουμε τη ζωή, κάτω απ’ την κρούστα της νηνεμίας ο κόσμος θα είναι πάντα κρύφιος, αντιφατικός και παράλογος. Για να θυμηθούμε μια ωραία δημώδη φράση ο κόσμος είναι μακρουλός σαν ρεβίθι και στρογγυλός σαν πράσο».
— Διάβασα –πώς εξάλλου δύναται να προσπεράσει κανείς κάτι τέτοιο;– τη στήλη «500Λέξεις» (Καθημερινή, 15-16/4/23) που επιμελείται η Αλεξάνδρα Σκαράκη. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι αυτά που διαβάζει ο αναγνώστης στη συγκεκριμένη στήλη είναι τόσο αυθεντικά διασκεδαστικά που πραγματικά, αν τα έγραφε η κ. Σκαράκη από το μυαλό της, η απόδοση ευσήμων θα ήταν επιβεβλημένη. Παραθέτω από το βιογραφικό της κ. Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά: «[...] είναι συνταξιούχος φιλόλογος, συγγραφέας, ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας [εικάζω ότι το «συνταξιούχος» αναφέρεται μόνο στην ιδιότητά της της φιλολόγου]. Έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία και το λεξικό “Σαμοθράκη. Ιδιώματος ανίχνευσις” (Α’ έπαινος της Ακαδημίας Αθηνών). Το τελευταίο βιβλίο της, “Κραδασμοί ευαισθησίας - Μικρά πεζά και ποιήματα”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θρακικός Οιωνός». «[Ερ.] Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας; [Απ.] Δεν διαβάζω ποτέ στο κρεβάτι από πεποίθηση [...]. [...] [Ερ.] Ποιο κλασικό βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα για πρώτη φορά; [Απ.] Τον “Ανήφορο” του Νίκου Καζαντζάκη». Σημειώνω εδώ ότι το συγκεκριμένο βιβλίο που η κ. Δεληγιάννη-Τσιουλπά κατατάσσει στην κατηγορία «κλασικό» κυκλοφόρησε, όπως γνωρίζει κάθε Έλλην και Ελληνίδα, στις 26 Οκτωβρίου του 2022. Συνεχίζω. «[Ερ.] Γιατί σε αυτή την έκδοση συνυπάρχουν τα μικρά πεζά με τα ποιήματα; [Απ.] Είναι μια ηθελημένη επιλογή για δύο λόγους: προκαλείται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και προμηνύεται μια ωραία, άνετη ανάγνωση. Από την άλλη, συμβαίνει, η αφαιρετικότητα των ποιημάτων να ενυπάρχει και στα μικρά πεζά οπότε, κατά την ανάγνωση, ο επαρκής αναγνώστης καλείται να εντοπίσει τους προβληματισμούς, να ανακαλύψει τους υπαινιγμούς και να συμπληρώσει τα κενά. Διδακτικά και συμβολικά, με αφήγηση, όχι καθαρό λυρισμό, στηρίζονται σε επεισόδια της καθημερινότητας του πολίτη και για τούτο αξίζει να διαβαστούν προσεκτικά». Δεν είμαι σίγουρος για τη σύμπνοια της «[...] ωραία[ς], άνετη[ς] ανάγνωσης» με αυτό που διατυπώνει η συγγραφέας για τον «[...] επαρκή αναγνώστη [που] καλείται να εντοπίσει τους προβληματισμούς, να ανακαλύψει τους υπαινιγμούς και να συμπληρώσει τα κενά» αλλά μπορεί να μην κατανοώ το πνεύμα της. «[Ερ.] Σε ό,τι αφορά τα ποιήματα, πώς τα ταξινομείτε, από πού αντλείτε τα θέματα; [Απ.] Δεν τα ταξινομώ, γιατί πιστεύω ότι βάζω τον αναγνώστη σε διαδικασία επιλογής και δεν είναι τούτος ο στόχος μου. Αντλώ τη φωνή μου από τα σπαράγματα του χρόνου, από την καθημερινότητα που είναι σοβαρή, τραγική, αλλά έχει και τα ευτράπελά της και προσβλέπω στο γνωστό ερώτημα: τι θέλει να πει ο ποιητής;»