Skip to main content
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (11-17/6/24)

— Quote της εβδομάδας: «Εσείς είστε ο Λούθηρος. Ενας Λούθηρος είναι ο Νίκος Δήμου!» (Πρώτο Θέμα, 11/6/24)

Τάδε έφη Δημήτρης Δανίκας για τον Νίκο Δήμου στη συνέντευξη «Η δυστυχία τού να είσαι Έλληνας ισχύει και σήμερα» που του παραχώρησε ο δεύτερος.   

 Πώς αντιμετωπίζει κανείς έναν ενενηντάχρονο που εξακολουθεί να συμμετέχει στα κοινά και να παράγει έργο;

Τι είναι άραγε πιο προσβλητικό; Να του συμπεριφέρεται κανείς σαν να είναι παροπλισμένος ή να επισημαίνει τα ατοπήματά του; Η απάντηση νομίζω είναι εύκολη. Για αρχή, μια συνέντευξη στον Δημήτρη Δανίκα σε εκθέτει σε κινδύνους που κατά κάποιο τρόπο θα έπρεπε να είχες προβλέψει. Στη συνέχεια, όταν κάποιος σε αποκαλεί «Λούθηρο» κι εσύ το αποδέχεσαι, η ντροπή δεν μοιράζεται. Την επωμίζεσαι ατόφια. 

Η συζήτηση, φυσικά, πάει και στο διαχρονικό μπεστ σέλερ του Νίκου Δήμου, Η δυστυχία να είσαι Έλληνας (1974). Μαζί με τη Μεταπολίτευση, γιορτάζει και η δυστυχία μας.   

Παραθέτω: 

«Δ.Δ.: Από το βιβλίο αυτό ισχύουν όλα σήμερα;

Ν.Δ.: Τα περισσότερα.

Σκηνή 7η: Ο Έλληνας στον καθρέφτη βλέπει τον Μεγαλέξανδρο

Δ.Δ.: Πείτε μου ένα που ισχύει σήμερα.

Ν.Δ.: Ο τρόπος που ο Έλληνας αγαπάει τη δυστυχία του και βυθίζεται μέσα σε αυτή.

Δ.Δ.: Για εξηγήστε το αυτό. Του αρέσει να είναι δυστυχισμένος;

Ν.Δ.: Δεν του αρέσει, αλλά όταν γίνει δυστυχισμένος, το απολαμβάνει. Κατά κάποιον τρόπο λέει “να, ορίστε τι έπαθα εγώ”. Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε σε 13 γλώσσες, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, ούτε ξέρω τι έχει πουλήσει. Οι μόνοι άνθρωποι –κι αυτό είναι ενδιαφέρον να το πούμε– που μου δώσανε λογαριασμό για το πόσα πούλησαν και μου έστειλαν και χρήματα ήταν οι γερμανόφωνοι, δηλαδή οι Γερμανοί, Αυστριακοί, Ελβετοί. Μόνον αυτοί. Όλοι οι άλλοι, αφού υπογράψαμε ένα συμβόλαιο στο οποίο μου έδωσαν μια προκαταβολή, εξαφανίστηκαν».

Αντί σχολίου παραθέτω ένα σημείωμα του Γ.Π. Σαββίδη (Τα Νέα, 13/7/1993).

 

— “‘I try to imagine someone saying to Shakespeare, 'Relax!'’ says Canetti. His work eloquently defends tension, exertion, moral and amoral seriousness.”

«Προσπαθώ να φανταστώ κάποιον να λέει στον Σαίξπηρ “Χαλάρωσε!”, λέει ο Κανέττι». Η δουλειά του υποστηρίζει εύγλωττα την ένταση, τον μόχθο, την ηθική και μη ηθική σοβαρότητα». 

Τη φράση μεταφέρει η Σούζαν Σόνταγκ, που μιλάει για το έργο του Κανέττι (πλήρες κείμενο). Με μια σύντομη έρευνα θα παρατηρήσει κανείς ότι έχει χρησιμοποιηθεί αρκετά. Για παράδειγμα, την αναπαράγει και ο Robert Boyers στην εισαγωγή του στο George Steiner at The New Yorker (2009), για να προσδώσει στον Στάινερ τις ίδιες αρετές που προσδίδει η Σόνταγκ στον Κανέττι. 

Η αξία της φράσης εντοπίζεται στην παραδοξότητα που περνάει στον αναγνώστη: ουδείς νοήμων θα σκεφτόταν να πει στον Σαίξπηρ: «Χαλάρωσε!». Γιατί; Γιατί το έργο του δεν αφήνει περιθώρια.

Διάβασα τη συνέντευξη «“Ορέστεια” με διονυσιακή ματιά» (Καθημερινή, 16/6/24) του Θεόδωρου Τερζόπουλου στη Μαρία Κατσουνάκη.   

Παραθέτω: 

«Κάθεται απέναντί μου σε μια μπερζέρα, στο μικρό “μουσείο” πολιτισμών όλου του κόσμου που θυμίζει το καθιστικό του σπιτιού του, προσπαθώντας, με πολλή πειθαρχία, να αναρρώσει από ένα αυτοάνοσο το οποίο τον ταλαιπωρεί τους τελευταίους μήνες. Μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, αλλά τίποτα δεν αναιρεί τον οίστρο και την επιθυμία του όταν εξηγεί τα δυσερμήνευτα και σκηνοθετεί. 

— [Ερ.] Οι παραστάσεις σας είναι σαν “ομιλούσες εγκαταστάσεις”. Είναι η πρώτη φορά που ο χρόνος θα απλώσει τόσο πολύ: 3 ώρες και 15 λεπτά.

— [Απ.] Πήρα υπόψη μου την αντοχή των θεατών αλλά και τις δικές μου αντοχές για τον χρόνο της “Ορέστειας”. Μπήκα τόσο βαθιά μέσα στον μύθο και στο υλικό που δεν μπορούσα να βγω στην επιφάνεια. Είναι σαν τα θολά όνειρα ή τις άμορφες εικόνες που υπάρχουν στο υποσυνείδητό μας.

— [Ερ.] Όνειρο ή εφιάλτης;

— [Απ.] Εφιάλτης. Χρειάστηκα έναν ψυχαναλυτή γι’ αυτό. Συνομιλούσα με τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη. 

— [Ερ.] Γιατί ψυχαναλυτή;

— [Απ.] Γιατί ήταν επικίνδυνο και για μένα. Καταδύθηκα τόσο που άρχισα να χάνω τα όρια. 

[...]

— [Ερ.] Τι σας έφερε στα άκρα;

— [Απ.] Νομίζω συνέτεινε η ασθένειά μου. Το αυτοάνοσο από το οποίο υποφέρω, η ρευματοειδής πολυμυαλγία. Πόνος σε όλο το σώμα και μεγάλη δυσκινησία. Επειδή, λοιπόν, την προσέγγιση στο υλικό του Αισχύλου την έκανα με ένα σώμα που πονούσε, αυτό με είχε πραγματικά συγκλονίσει. Όσο πιο πολύ εισχωρούσα στον μύθο, τόσο μειώνονταν οι πόνοι. 

[...]

— [Ερ.] Συμφιλιωνόμαστε με τη θνητότητα;

— [Απ.] Όχι. Είμαστε απλοί άνθρωποι, όχι πρόσωπα του μύθου. Εγώ προσωπικά, νομίζοντας ότι δεν είμαι απλός άνθρωπος, υπερέβην τα όριά μου. Διέπραξα ύβρη και ήρθε η τιμωρία. Βλέπω και στη ζωή μου μια τραγική πορεία. Νόμιζα ότι θα κατακτήσω τον κόσμο. Ήταν μια κεκτημένη ταχύτητα. Μια μανία φυγής και καταδίωξης. Κάτι που με έβγαζε από τα όρια. Αυτήν την ακρότητα στη δουλειά και στη συμπεριφορά την πλήρωσα με την υγεία μου. Και τώρα παλεύω. Τιμωρήθηκα. Αυτοτιμωρία. Αυτοάνοσο».

 

Προσπαθώ να φανταστώ κάποιον να λέει στον Τερζόπουλο «Χαλάρωσε!». 

Διακρίνει κανείς κάποια παραδοξότητα σε αυτό;    

 

— Διάβασα το «Stranger than kindness» (Καθημερινή, 16/6/24) του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, που παρακολούθησε τη συναυλία του Νικ Κέιβ στη Στέγη στις 3 Ιουνίου.  

Παραθέτω:

«Μήπως τελικά βλέπαμε έναν διασκεδαστή που είχε έρθει από την κόλαση και τώρα βρισκόταν εν ειρήνη με τον παλιό του εαυτό; Πιστεύω πως ναι. Ο Κέιβ είχε ανάγκη να επεκτείνει το κοινό του, να το καθοδηγήσει στο συναίσθημα όπως ένα κοπάδι πρόβατα στο μαντρί, ν’ ακούσει το δυνατό χειροκρότημα, ν’ απολαύσει το τρανταχτό γέλιο και τα δάκρυα. Γιατί ήθελε να γίνει βασιλιάς. Και καλά έκανε. Και αυτό δεν είναι κακό. Αλλά ούτε καλό είναι.

Δεν είναι καλό, γιατί δεν γίνεται πια να ερμηνεύσει ένα τραγούδι που, στην αυθεντική του εκτέλεση, ακούγεται σαν κόκαλο που γδέρνει τον πάτο ενός μπουκαλιού. Μερικά τραγούδια δεν γίνεται να τα τραγουδήσεις όταν είσαι υγιής, έχεις χρήματα στις τσέπες κι έχεις κάπου καλά να κοιμηθείς. Μπορείς σίγουρα να παίξεις στο πιάνο τη μελωδία του Μπλίξα Μπάργκελντ και να τραγουδήσεις τους στίχους της Ανίτα Λέιν, αλλά είναι αδύνατον να πεις το τραγούδι. Για τον ίδιο λόγο που δεν μπορεί ο Σαββόπουλος να τραγουδήσει εδώ και χρόνια τη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη». Ή οι εναπομείναντες Who το «My Generation». Είναι τραγικό. Χάνεις τα δικαιώματα των ίδιων σου των κομματιών. Επειδή έχεις ανταλλάξει το πιο βαθύ τους σημάδι με μια αυταπάτη ευημερίας.

Ίσως γι’ αυτό, ο Κέιβ έχει θάψει βαθιά μέσα του μερικά διαμάντια που κάποτε έγραψε. Επειδή η φωνή του δεν είναι ασταθής, δεν έχει το τρέμουλο. Πώς να τραγουδήσει το «Watching Alice» ή το «Slowly Goes The Night»; Ούτε αυτός ξέρει. Είναι ο λόγος που το έχει ρίξει στο μπλόγκινγκ, στην κεραμική, στα αντικείμενα που πουλάει με τ’ όνομά του. Η μικρή βιομηχανία ενός δαίμονα. Ο Κέιβ είναι άπληστος. Άπληστος για ζωή. Και η δίωρη συναυλία του στη Στέγη ήταν απόδειξη της απληστίας του. Της δίψας».

Το άρθρο με βρίσκει σύμφωνο. Ως σχόλιο θα παραθέσω την απάντηση του Διονύση Σαββόπουλου σε μια ερώτηση της Μαρίας Κατσουνάκη, στη συνέντευξη «Η Μεταπολίτευση είναι μια υπόσχεση που κρατήθηκε» (Καθημερινή, 16/6/24).

«[Ερ.] Όταν δημιουργείτε, όταν ενδίδετε στην πρόσκληση για μια συναυλία, είναι από εσωτερική ανάγκη ή ανταποκρίνεστε σε κάποιο κάλεσμα του κόσμου; 

[Απ.] Είναι μόνον εσωτερική ανάγκη, αλλά είμαι ευγνώμων που ενδιαφέρεται ο κόσμος. Φανταστείτε να μην ενδιαφερόταν και να έμενα μόνο με την εσωτερική μου ανάγκη».

Σε αυτή την «εσωτερική ανάγκη», που λέει ο κ. Σαββόπουλος, συμπεριλαμβάνεται και η «απληστία για ζωή» του Κέιβ, που λέει ο κ. Χατζηνικολάου. Η απληστία του καλλιτέχνη τρέφεται από την απληστία του κοινού του. Ο πρώτος εισπράττει και οικονομικά οφέλη· ο θεατής πληρώνει αδρά για να απολαμβάνει μια ανάμνηση. Όχι του καλλιτέχνη, αλλά μιας πρότερης εκδοχής του ανθρώπου που υπήρξε ο ίδιος.