Μα μια τέτοια σκέψη δεν θα την πάρουμε στα σοβαρά, σκέφτομαι, καίτοι, καθώς ξέρω, πάντοτε μόνο κάτι τέτοιες σκέψεις που δεν τις παίρνουμε στα σοβαρά είναι και θα είναι σοβαρές, γενικά μόνο κάτι τέτοιες σκέψεις που δεν τις παίρνουμε στα σοβαρά είναι οι πιο σοβαρές. Σκεφτόμαστε μόνο με τέτοιες σοβαρές σκέψεις που δεν τις παίρνουμε στα σοβαρά για να καταφέρουμε να επιβιώσουμε, σκέφτηκα.
― Τόμας Μπέρνχαρντ, Ξύλευση: Ένας Ερεθισμός, μτφρ. Β. Τομανάς, Εξάντας: 1997.
— Η στήλη σε ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στο μπαράζ των ρεπορτάζ με τις αναγνωστικές προτάσεις για το καλοκαίρι θα προτείνει κάτι διαφορετικό: φέτος, ας σκεφτούν οι φανατικοί αναγνώστες και την πιθανότητα να μην ασκήσουν τη δεξιότητα της ανάγνωσης. Ας χαζέψουν τη θάλασσα ή, αν αυτό καθίσταται αδύνατο, τις οθόνες των κινητών τους. Ας αποπειραθούν εναλλακτικά να επικοινωνήσουν με φίλους ή μέλη της οικογένειάς τους ή, αν και αυτό καθίσταται αδύνατο –και δεν μπορώ να πω ότι δεν συμπάσχω–, να ακούσουν μουσική. Η ανάγνωση, αν θέλετε την άποψή μου, μόνο δυσλειτουργικούς δύναται να σας κάνει, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του το άχθος της απόκτησης του σωστού κάδρου ώστε να αναδειχθεί η αισθητική σας στην απαραίτητη φωτογραφία/πειστήριο που θα ανεβάσετε στο Μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης της αρεσκείας σας. Αλλά ας πούμε ότι αυτό είναι πταίσμα. Πόσο θα μπορούσε να σας βλάψει κάτι τέτοιο; Ελάχιστα, είναι η απάντηση μπροστά σε άλλα δεινά, γιατί η ανάγνωση αυτή καθαυτή μπορεί πραγματικά να σας σακατέψει. «Υπερβολές» θα πείτε. Παραθέτω: «Η λογοτεχνία διαφέρει από τη ζωή επειδή η ζωή είναι γεμάτη από αταξινόμητες και άμορφες λεπτομέρειες και πολύ σπάνια μας κατευθύνει προς αυτές, ενώ η λογοτεχνία μας διδάσκει να τις παρατηρούμε. Αυτή η διδασκαλία είναι διαλεκτική. Η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή· στην πορεία ασκούμαστε στην ίδια τη ζωή· πράγμα που με τη σειρά του μας κάνει να διαβάζουμε καλύτερα τη λεπτομέρεια στη λογοτεχνία· που με τη σειρά του μας κάνει καλύτερους αναγνώστες της ζωής, και ούτω καθεξής», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του Πώς λειτουργεί η λογοτεχνία του Τζέιμς Γουντ (μτφρ. Κ. Σπαθαράκης, Αντίποδες: 2023). Γιατί να διαφωνεί κανείς με κάτι τέτοιο; Τώρα, εδώ, θα σας πω ότι αυτό δεν το περίμενα από τον Γουντ, γιατί κατά βάθος γνωρίζει πολύ καλά τι υπαινίσσομαι, αλλά ποιεί την νήσσαν καθώς ουσιαστικά καλείται να υπερασπιστεί τη συντεχνία του που είναι άρρηκτα δεμένη με την προσέλκυση όλο και περισσότερων ευκολόπιστων θυμάτων στα φονικά δίχτυα της ανάγνωσης. Παραθέτω ξανά: «Όμως το πνεύμα δεν τρέφεται με μυθιστορήματα. Μπορεί να σου προσφέρουν κάποια ευχαρίστηση, αλλά την πληρώνεις ακριβά. Είναι ικανά να καταστρέψουν και τον καλύτερο χαρακτήρα. Σε μαθαίνουν να συμπάσχεις με κάθε λογής ανθρώπους. Και από το πολύ το πάρε δώσε, αρχίζει να σου αρέσει. Διαλύεσαι μέσα στους ήρωες που προτιμάς. Καταλαβαίνεις όλες τις απόψεις. Παραδίνεσαι πρόθυμα σε ξένους στόχους και παύεις να βλέπεις τον δικό σου, για πολύ καιρό. Τα μυθιστορήματα είναι μαχαίρια. Ένας ηθοποιός της πένας τα καρφώνει στην κλειστή προσωπικότητα του αναγνώστη. Όσο πιο καλά υπολογίσει τη μαχαιριά και την αντίσταση, τόσο πιο τέλεια διασπασμένο αφήνει πίσω του το άτομο. Τα μυθιστορήματα πρέπει να απαγορευτούν διά ροπάλου!» – Ελίας Κανέτι, Η Τύφλωση, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη, Γράμματα: 1985.
Τι λέει εδώ ο Κανέτι; Ότι γίνεστε δυσλειτουργικοί μέσα από την υπέρμετρη και αλόγιστη ενσυναίσθηση προς όλες αυτές τις διαφορετικές, και τολμώ να πω και διαστροφικές αν κρίνω από αυτά που διαβάζετε, οπτικές που θωπεύετε με το νου σας μέσα από την ανάγνωση. Στο τέλος, δεν ξέρετε τι έχετε σκεφτεί εσείς και τι έχει σκεφτεί ο κάθε τυχάρπαστος που έχει γράψει ένα βιβλίο. Το πρόβλημα διογκώνεται γιατί η σκέψη δηλητηριάζει και τα συναισθήματά σας. Το μεγάλο πρόβλημα με την ανάγνωση μυθιστορημάτων έγκειται στο ότι τελικά δεν ξέρετε τι πρέπει να νιώθετε· δεν ξέρετε αν νιώθετε πλέον δόκιμα.
Η ανάγνωση, όπως έχω πει ξανά στο παρελθόν, συνιστά θεραπεία για μια νόσο που δεν θα είχαμε αν δεν διαβάζαμε. Η ανάγνωση είναι η αυτοτροφοδοτούμενη απόκλιση του έλλογου όντος από τη λογική. Πολλά εκατομμύρια ανθρώπων ανά τον κόσμο βρίσκουν την ευτυχία και την πλήρωση δίχως τη βάσανο της ανάγνωσης. Κάντε φέτος λοιπόν ένα δώρο στον εαυτό σας και –ποιος ξέρει;– μπορεί να ξεκολλήσετε για πάντα.
— Διάβασα το «Δεν υπήρχαν πολλές ελπίδες» (Καθημερινή, 16/7/23) του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου. Παραθέτω τον υπότιτλο του άρθρου: «Είκοσι χρόνια χωρίς τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, τον συγγραφέα που ήταν μια έρημος τρυφεράδας σε μια όαση παγωμάρας». Δεν θα σχολίαζα κάτι για το συγκεκριμένο άρθρο αλλά αφενός ο Μπολάνιο είναι αδυναμία μου, αφετέρου με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο είναι ο συγγραφέας που σπρώχνει τον αναγνώστη μακριά από τα βιβλία και την ανάγνωση, παραδόξως, μέσα από την ανάγνωση ειδικά των δύο μαξιμαλιστικών μυθιστορημάτων του: Οι άγριοι ντετέκτιβ (Καστανιώτης: 2009) και 2666 (Άγρα: 2011). Το παρόν σχόλιο συνάδει λοιπόν και με το σκωπτικό που μόλις διαβάσατε στην αρχή του κειμένου. Ο κ. Χατζηνικολάου παραθέτει μια φράση από το διήγημα «Σενσίνι», το πρώτο από τη συλλογή Τηλεφωνήματα (μτφρ. Έφη Γιαννοπούλου, Άγρα: 2009): «Ο κόσμος της λογοτεχνίας δεν είναι μόνο γελοίος αλλά και φριχτός [...]» (σ. 22). Αυτό τώρα, άσχετα τι το κάνει ο κ. Χατζηνικολάου στο άρθρο του, έχει μεγάλη σημασία για το μπολανικό κόρπους. Έχω εξηγήσει σε ένα εκτενές κείμενο για το 2666, γιατί ο Μπολάνιο σπρώχνει διαρκώς πέρα από τις λέξεις (και τα βιβλία): οι λέξεις συγκαλύπτουν· η σαγήνη τους ναρκώνει και αποπροσανατολίζει από το αρχετυπικό κακό που ελλοχεύει κάτω από τη στραφταλίζουσα επιφάνειά τους, όπως έχω εξηγήσει στο ίδιο κείμενο και γιατί αυτό, εύλογα αλλά και παραδόξως, το δείχνει στα έργα του μέσα από την πληθώρα των λέξεων που επιστρατεύει. Δεν είναι όμως της παρούσης αυτά. Το κείμενο που έχει γράψει ο κ. Χατζηνικολάου αδικεί τον συγγραφέα. Παραθέτω ενδεικτικά: «Κλασικός είναι εκείνος ο συγγραφέας που τοποθετεί μια ωρολογιακή βόμβα ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων του, για να σκάσει στα χέρια των αναγνωστών του μέλλοντος» ή «Ο Μπολάνιο είναι σημαντικός για έναν πολύ απλό λόγο, για ένα λόγο πολύ πιο αδιάφορο, για ένα λόγο σχεδόν ξεχασμένο: επειδή οι λέξεις ξεκολλάνε από τις σελίδες του, σκαρφαλώνουν πάνω μας και μας αγκαλιάζουν, ακόμα κι αν συχνά δεν διστάζουν να μας πνίξουν. Μια έρημος τρυφεράδας σε μια όαση παγωμάρας». Καταρχάς, η τελευταία πρόταση συνιστά μεταγραφή του μποντλερικού μότο του 2666: «Μια όαση φρίκης εν μέσω μιας ερήμου ανίας», που επίσης εξηγώ στο κείμενο για το 2666. Στη συνέχεια, η φράση αυτή με τις λέξεις που ξεκολλάνε και σκαρφαλώνουν πάνω μας φαντάζει, για τη δική μου θέαση του Χιλιανού τόσο μη Μπολάνιο που με δυσκολία συνέχισα να διαβάζω το άρθρο. Δεν έχει σημασία βέβαια. Ο καθένας δικαιούται να προσλαμβάνει τον εκάστοτε συγγραφέα όπως κρίνει και να κρίνεται για αυτό.