— Διάβασα τη συνέντευξη «Οι γυναίκες κρίνονται πιο αυστηρά» (Καθημερινή, 17/11/24) που παραχώρησε η Βερένα Ε. Μπρουνσβάιγκερ στη Λίνα Γιάνναρου.
Παραθέτω:
«Της ζητάω να μου πει για τη δική της απόφαση να μην αποκτήσει παιδιά, αναγνωρίζοντας ότι δεν θέτουμε ποτέ την αντίστοιχη ερώτηση σε όσους έχουν παιδιά. “Πράγματι, είναι πάντα οι γυναίκες χωρίς παιδιά που πρέπει να δικαιολογήσουν την απόφασή τους… Αλλά μου αρέσει να μιλάω για τη δική μου απόφαση, οπότε ΟΚ. Δεν είχα σκεφτεί πολύ τη μητρότητα στην εφηβεία μου ή στη δεκαετία των είκοσι. Στα τριάντα μου άρχισα να διαβάζω όλο και περισσότερο γι’ αυτό, προκειμένου να πάρω μια ενημερωμένη απόφαση – και μετά, το 2017, βρήκα τη διάσημη μελέτη της Κίμπερλι Νίκολας στο Πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία. Αυτή και η ομάδα της συνέκριναν τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο διαφορετικών πράξεων και… έκπληξη! Ο μακράν μεγαλύτερος τελικός αντίκτυπος είναι να έχεις ένα παιδί λιγότερο, το οποίο οι ερευνητές υπολόγισαν ότι ισοδυναμεί με μείωση 58 τόνων CO2, για κάθε χρόνο ζωής ενός γονέα. Και μιλάμε για πηγές από την Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία. Βρήκαν ότι η απαλλαγή από ένα αυτοκίνητο εξοικονομούσε μόνο 2,4 τόνους τον χρόνο, η αποφυγή μιας υπερατλαντικής πτήσης με επιστροφή εξοικονομούσε 1,6 τόνους και το να γίνεις χορτοφάγος εξοικονομούσε 0,8 τόνους τον χρόνο. Αυτή ήταν η στιγμή του “εύρηκα” μου, καθώς προσπαθώ σκληρά να διατηρήσω το οικολογικό μου αποτύπωμα όσο το δυνατόν μικρότερο”».
Επισημαίνω αυτό το «άρχισα να διαβάζω όλο και περισσότερο γι’ αυτό, προκειμένου να πάρω μια ενημερωμένη απόφαση», όπως και το «προκειμένου να πάρω μια ενημερωμένη απόφαση», αλλά και το «αυτή ήταν η στιγμή του “εύρηκα” μου, καθώς προσπαθώ σκληρά να διατηρήσω το οικολογικό μου αποτύπωμα όσο το δυνατόν μικρότερο». Δεν απαιτούνται επιχειρήματα για να μην τεκνοποιήσει κανείς. Η απόπειρα διατύπωσής τους και μόνο σε τοποθετεί στην πλευρά των ανθρώπων που θα ήταν προτιμότερο να μην εμπλακούν στην αναπαραγωγική διαδικασία του είδους.
Η κ. Μπρουνσβάιγκερ, με το παράδειγμά της, ρίχνει νερό στον μύλο κάθε συντηρητικού που ψάχνει αφορμές για να τη μειώσει προσωπικά και να υποβιβάσει τις επιλογές της. Το επιχείρημά της προκαλεί θυμηδία, όταν η τεκνοποίηση παραλληλίζεται με την κατοχή αυτοκινήτου, με «υπερατλαντικές» πτήσεις και τη χορτοφαγία. Λίγο παρακάτω θα πει «Οι γυναίκες πρέπει να σκεφτούν δύο φορές τι θέλουν – μια ζωή με αυτοδιάθεση και πραγματική ελευθερία να εξερευνήσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα ταλέντα τους ή μια συμβατική ζωή όπου κυρίως μιλούν με άλλες μαμάδες για φαγητό στο νηπιαγωγείο».
Θέλω να συμφωνήσω με την κ. Μπρουνσβάιγκερ, όταν λέει ότι «Σε όλο τον κόσμο εξακολουθεί να θεωρείται απόλυτος κανόνας ότι μια γυναίκα πρέπει να θέλει παιδιά. [...] Αν αποκλίνει από αυτό θεωρείται ελλειμματική συναισθηματικά, σωματικά, οτιδήποτε. Πρέπει να γίνει σαφές ότι οι γυναίκες είναι ολοκληρωμένες και υπέροχες χωρίς παιδιά» αλλά οι σαχλαμάρες που ξεστομίζει την ανάγουν σε πεμπτοφαλαγγίτισσα.
— Διάβασα το «Αλήθεια ή μυθεύματα» του Γιώργου Αλλαμανή (Εφ.Συν., 16/11/24).
Παραθέτω:
«Σπούδασε φιλοσοφία» στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ο Χατζιδάκις; Ξέσπασε πράγματι «θύελλα αντιδράσεων από τους συντηρητικούς κύκλους» με τη διάλεξή του για το ρεμπέτικο; Απέρριψε «από την πρώτη στιγμή» το Οσκαρ για «Τα παιδιά του Πειραιά»; Από το υποτιθέμενο «σπίτι όπου γεννήθηκε στην Ξάνθη» μέχρι τις δημόσιες θέσεις που έλαβε στην πολιτιστική διαχείριση της Μεταπολίτευσης, τα βιογραφικά σημειώματα για τον Μεγάλο Απόντα –έγχαρτα και ψηφιακά– είναι σκορποχώρια γεμάτα ανακρίβειες.
Επειδή η συγγραφή μιας εμπεριστατωμένης βιογραφίας του είναι αυτή τη στιγμή αδύνατη, όσο αρκετά ιδιωτικά αρχεία παραμένουν κλειστά και κανένας φορέας δεν τη χρηματοδοτεί, πληροφορίες-κλειδιά για ένα κεντρικό πρόσωπο της Ελλάδας του περασμένου αιώνα επιπλέουν στο βουρκάρι του copy/paste, ελαφροζυγιάζονται στο σιρόπι της προσωπολατρίας.
Fact checking, λοιπόν, στα βιογραφικά του Μάνου Χατζιδάκι. Οχι ενδελεχώς (όχι εδώ – αυτή η λεπτοδουλειά χρειάζεται τουλάχιστον ένα βιβλίο), ούτε για τα πάντα. Χωρίς εισαγγελική διάθεση, χωρίς ονόματα «ενόχων» ή κατάδυση σε μυρμηγκοφωλιές παραπομπών. ΟΚ, με καλές προθέσεις γράφονται τα περισσότερα. Μετά όμως πολύς κόσμος κόβει εισιτήρια στους διαδικτυακούς καφενέδες για την ομιχλώδη, συνήθως παρηγορητική, επικράτεια της ημιμάθειας.
Διαβάζουμε: “Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Χατζιδάκις στην Ξάνθη έχει ανακαινιστεί και από το 2016 λειτουργεί ως κέντρο πολιτισμού”.
Θαυμάσια πρωτοβουλία που αποδίδει πολιτιστικούς καρπούς. Μόνο που ο Χατζιδάκις δεν γεννήθηκε εκεί, στο “Grande Maison” του πτωχευμένου τραπεζίτη και καπνέμπορου Ισαάκ Ντανιέλ. Η οικογένειά του νοίκιασε έναν όροφο το 1927, η πληροφορία σώζεται στις φορολογικές δηλώσεις των ιδιοκτητών. Το 1932 χώρισαν οριστικά (με διάσταση, δεν εκδόθηκε διαζύγιο) η μητέρα του επτάχρονου Μάνου, Αλίκη Αρβανιτίδου, και ο πατέρας του, νεαρός δικηγόρος, επιχειρηματίας και εκδότης της τοπικής εβδομαδιαίας εφημερίδας “Εθνικός Αγών”, ακραιφνώς βενιζελικής. Πού γεννήθηκε ο Χατζιδάκις; Σε άλλο σπίτι, θυμούνται παλιοί Ξανθιώτες. Υπάρχει; Μάλιστα. Είναι ένα αρχιτεκτονικό μπιζουδάκι στην παλιά πόλη και έως το 2017 λειτουργούσε ως youth hostel. Ας μην αποκαλύψουμε ποιο είναι, καθώς η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη. Ας κρατήσουμε ότι στο μέγαρο Ντανιέλ, αριστερά της εισόδου, δίγλωσση πινακίδα (ελληνικά-αγγλικά) διαβεβαιώνει λανθασμένα: “Στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις”. Παραπληροφόρηση με πολιτική υπογραφή: “Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης”».
Το άρθρο του κ. Αλλαμανή ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα του σαββατοκύριακου.
— Θα πιαστώ από το σχόλιο του κ. Αλλαμανή, για το σπίτι του Χατζιδάκι, που δεν ήταν το σπίτι του Χατζιδάκι, για να αναφερθώ στο «Σπίτι του Ελύτη», που φυσικά δεν ήταν το σπίτι του Ελύτη.
«”Είμαστε νεογέννητοι”, σχολιάζει η κ. Ηλιοπούλου. “Σκοπός μας είναι να υπάρξουμε μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο του μουσείου προσφέροντας κατά το δυνατόν την ευκαιρία στον επισκέπτη να μυηθεί στο έργο του Ελύτη. Να γίνει, δηλαδή, το μουσείο ένα ορατό αντίκρισμα της αισθητικής και της φιλοσοφίας του. Επιθυμούμε να λειτουργήσει το μεταίσθημα και ο θεατής να αισθανθεί ότι μετέχει στην ενιαία ποιητική λειτουργία”» (Μάρω Βασιλειάδου, Καθημερινή, 31/10/24).
«Το μουσείο θα δώσει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να έρθουν σε επαφή με την αισθητική, τη λιτή ζωή του ποιητή, αλλά και την αντίληψή του για την τέχνη» (Καθημερινή, 1/11/24).
Παραθέτω από την πιο πρόχειρη πηγή:
«Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ. Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ιωάννη Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα πέρασε στην Κρήτη, τη Λέσβο και τις Σπέτσες. Τον Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Αποκορύφωμα των διώξεων που γνώρισε η οικογένειά του ήταν η σύλληψη του πατέρα του. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον εξόριστο, μετά την πτώση του, Ελευθέριο Βενιζέλο. [...] Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: “Ένα ταξίδι που θα μ' έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ' έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l'Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés”. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης (Association Internationale des Critiques d'Art), ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό και άλλους» (Wikipedia, Οδυσσέας Ελύτης).
Παρατηρήστε λίγο την αντίστιξη των αποσπασμάτων με αυτή τη «λιτή ζωή του ποιητή», που αναφέρεται στο άρθρο. Η κατασκευή «σπιτιών» μουσείων συνάδει περισσότερο με μια φαντασιακή θεώρηση της ύπαρξης των καλλιτεχνών. Μια θεώρηση που ως επί το πλείστον φωλιάζει στη σκέψη ανθρώπων που έτυχε να γνωρίζουν προσωπικά ή/και να έχουν συνδεθεί συναισθηματικά με τους καλλιτέχνες. Εντάσσεται όμως στην ευρύτερη κουλτούρα «monetization» του καλλιτέχνη στα χνάρια της συγχρονίας των ΜΚΔ, όπου ο καθένας μας, σε αυτό το τσίρκο της διασύνδεσης με τις αγορές, δύναται να πουλήσει τον εαυτό του. Η πίπα του Σεφέρη και το τασάκι του Ελύτη, μόνο γέλια θα έπρεπε να προκαλούν. Ελάχιστα απέχουν εξάλλου από το τσολιαδάκι, τη δωρικού ρυθμού φιάλη ούζου, ή τα επίχρυσα στεφάνια που πωλούνται στα καταστήματα τουριστικών ειδών στα πέριξ της Ακροπόλεως. Υπάρχει βέβαια και μια δόση ειρωνείας σε αυτή την πρακτική: αρεσκόμεθα να κατασκευάζουμε φαντασιακά σπίτια, ενώ τα “πραγματικά” σπίτια καλλιτεχνών μαραζώνουν. Που βέβαια, από την άλλη, καλά κάνουν. Ο μόνος λόγος για να αναπαλαιωθεί ένα οίκημα θα έπρεπε να εντοπίζεται στη όποια αισθητική αξία του οικήματος. Τα μουσεία ποιητών, συγγραφέων ή άλλων καλλιτεχνών όζουν επαρχιωτισμό, καθώς ουδεμία σχέση έχουν με το έργο των ανθρώπων που έτυχε να ζήσουν και να δημιουργήσουν εντός των ντουβαριών τους.