— Τις προηγούμενες μέρες ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, ο αρχιτέκτονας του οποίου το γραφείο θα αναλάβει την ανάπλαση/επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου, παραχώρησε συνεντεύξεις τόσο στην Καθημερινή όσο και στο Βήμα – παραχώρησε και σε άλλα μέσα αλλά δεν θα ασχοληθώ. Οι συνεντεύξεις αυτές έχουν σκοπό αφενός να τον συστήσουν στο κοινό, αφετέρου να εξοικειώσουν όλους μας με την ιδέα της επέκτασης/ανάπλασης του Μουσείου. Το σκεπτικό, έτσι όπως το διαβάζω εγώ, είναι το εξής: θα δείξουμε ότι ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει φινέτσα, καλλιέργεια, αλλά και ότι χαίρει εκτίμησης στον χώρο του με το πλούσιο έργο που έχει προσφέρει. Έτσι, οι ερωταπαντήσεις κινούνται σε θεματικές που αφορούν το ίδιο το έργο. Ο Τσίπερφιλντ διατυπώνει και υπερασπίζεται την ιδέα ενός πιο «ανοιχτού» και «δημοκρατικού» μουσείου που στέκεται αντιστικτικά προς το ήδη υπάρχον, που αντιπροσωπεύει μια άλλη εποχή. Το σκεπτικό είναι ότι τώρα θα περάσουμε από τη θέση που έβλεπε το μουσείο ως «κουτί θησαυρών για μορφωμένους και καλλιεργημένους» σε μια θέση που βλέπει την έννοια του μουσείου ως κάτι πιο «διαθέσιμο και διαπερατό και δημοφιλές» που κάλλιστα δύναται να εξελιχθεί και σε χώρος «ψυχαγωγίας». Το έργο αλλά και οι λεπτομέρειες της εκτέλεσής του, εύλογο είναι να συγκεντρώσουν τα βλέμματα και να προκαλέσουν συζητήσεις και αντεγκλήσεις. Καμία αλλαγή εξάλλου δεν έρχεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ανέξοδα. Θα υπογραμμίσω μόνο μερικά σημεία που δεν έχουν να κάνουν με την ουσία του θέματος –δεν είμαι ούτε αρχιτέκτονας, ούτε αρχαιολόγος, ούτε πολεοδόμος για να εκφέρω γνώμη– αλλά με το πώς επέλεξαν οι δύο μεγάλες εφημερίδες να παρουσιάσουν τον αρχιτέκτονα για να τον καταστήσουν –ας το πω έτσι– μια προσηνή αυθεντία. Πρώτον, παρουσιάζει πάντα ενδιαφέρον να βλέπει κανείς τον Τσίπερφιλντ –και τον όποιο Τσίπερφιλντ– να ποζάρει στον χώρο του μουσείου ακολουθώντας, εικάζω, τις προτροπές/οδηγίες των φωτογράφων καθώς επιλέγει να στήσει και να συστήσει τον εαυτό του. Οι στοχαστικές και χαλαρές πόζες αλλά και οι περιγραφές που διαβάζουμε έχουν πάντα τη σημασία τους: «Ντυμένος κάζουαλ, μαύρη μπλούζα, λευκό παντελόνι και σκούρο πανωφόρι, τον βρήκαμε στο προαύλιο του μουσείου, συνοδευόμενο από τη σύζυγό του, να απολαμβάνει τον μεσημεριανό ήλιο και να βγάζει φωτογραφίες με το κινητό του τηλέφωνο» γράφει ο Σάκης Ιωαννίδης στην Καθημερινή (19/2/23) με το σκεπτικό να περάσει μια εικόνα του αρχιτέκτονα που επιδίδεται σε κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει ο καθένας μας, ακόμη κι αν δεν φορούσε «λευκό παντελόνι». Δεν το λέω ειρωνικά όμως, η ευδία των ημερών λογικό είναι να ώθησε τον Βρετανό να πιστέψει ότι η Αθήνα είναι μια πόλη για λευκό παντελόνι. Ο συντάκτης γράφει, προς το τέλος της συνέντευξης: «Είναι ένας σταρ της αρχιτεκτονικής χωρίς να το φωνάζει. Η στάση του εκπέμπει έναν άνθρωπο που ξέρει το αντικείμενό του και που δεν θα δεχτεί να κάνει εκπτώσεις σε αυτό που πιστεύει». Να αναφέρω εδώ ότι ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ δεν είναι «σταρ της αρχιτεκτονικής». Δεν είναι δηλαδή ένας Ρέντσο Πιάνο, μια Ζάχα Χαντίντ, ή ένας Ι.Μ. Πέι. Έναν σταρ της αρχιτεκτονικής δεν θα τον χαρακτήριζε ποτέ «σταρ της αρχιτεκτονικής» ένας συντάκτης μεγάλης εφημερίδας γιατί θα φάνταζε κωμικό. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός συνάδει με τη γενικότερη κατασκευή της εικόνας προσηνούς αυθεντίας που καλλιεργεί η εφημερίδα για να αμβλύνει πιθανές αντιρρήσεις του κοινού στις προτάσεις του αρχιτέκτονα. Προς επίρρωση αυτού που λέω θα σας παραθέσω μερικά στοιχεία από την άλλη συνέντευξη που παραχώρησε ο Τσίπερφιλντ στον Δημήτρη Δουλγερίδη στο Βήμα (19/2/23). Σε αντίθεση με τον εστετισμό της εικόνας που προάγει η Καθημερινή, το Βήμα επέλεξε να σκιαγραφήσει έναν εστετισμό του πνεύματος για να προαγάγει ξανά αυτή την εικόνα της προσηνούς αυθεντίας. Έτσι, εδώ, διαβάζουμε και ερωτήσεις όπως «Φανταστείτε ότι είστε ένας λογοτεχνικός ήρωας που τριγυρίζει στις πόλεις μεγάλων έργων. Θα επιλέγατε τον Ζοφερό οίκο του Ντίκενς, τον Θάνατο στη Βενετία ή τον Μάκβεθ;» Αυτό όμως που προδίδει γιατί ο Τσίπερφιλντ δεν είναι «σταρ της αρχιτεκτονικής» είναι μια λεπτομέρεια: Ο κ. Δουλγερίδης, σε μια μικρή στήλη στη συνέντευξη με τίτλο «Προσωπικές συστάσεις» θα ρωτήσει μεταξύ άλλων: «Το αγαπημένο σας γεωμετρικό σχήμα;», και ο Τσίπερφιλντ θα απαντήσει: «Το τετράγωνο». Σας καλώ να στοχαστούμε, όλοι μαζί, γιατί δεν είναι ποτέ δυνατόν να ερωτηθεί ένας αληθινός σταρ της αρχιτεκτονικής κάτι τέτοιο. Αλλά και ακόμη, επειδή πάντοτε «it takes [τουλάχιστον] two to tango», γιατί, αν ερωτηθεί, δεν γίνεται να απαντήσει.
— Διάβασα το «Δάκρυα του Κορτάσαρ» τού Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου στο «Εξ Αφορμής» (Καθημερινή, 19/3/23). Μου αρέσουν το κείμενα του κ. Χατζηνικολάου και έχω αναφερθεί εγκωμιαστικά για τον ίδιο από εδώ. Τώρα, η συγκεκριμένη στήλη της Καθημερινής δεν είναι ακριβώς κριτική οπότε το συγκεκριμένο κείμενο, κι εγώ, με τη σειρά μου, δεν το διαβάζω ως τέτοιο. Περιέχει όμως αξιολογικές δηλώσεις, όπως, για παράδειγμα, «Μάλλον δεν είναι η καλύτερη συλλογή διηγημάτων του Χούλιο Κορτάσαρ, μα σίγουρα είναι η πρώτη: το Ζωολόγιο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Opera [...]», όπως διαβάζουμε στην αρχή. Το κείμενο, πολύ γρήγορα, υιοθετεί μια προσωπική/υποκειμενική χροιά έτσι όπως ο κ. Χατζηνικολάου γράφει «Δεν έχω διαβάσει το Κουτσό. Δεν έχω διαβάσει κανένα μυθιστόρημα, ποίημα ή θεατρικό του. Για μένα ο Κορτάσαρ είναι ένας διηγηματογράφος που προσπαθώ ν’ αποφεύγω». Ο συντάκτης, εδώ, βάζει και λίγο δράμα· φοράει, αν προτιμάτε, ένα προσωπείο που θέλει να αναδείξει μια αντίφαση: «γράφω για μια συλλογή διηγημάτων, αλλά γενικά αποφεύγω τα διηγήματα του συγκεκριμένου συγγραφέα» είναι σαν να μας λέει για να τραβήξει την προσοχή μας. Και μέχρι εδώ όλα βαίνουν καλώς. Δεν αναφέρθηκα όμως τυχαία στο «δράμα». Ο κ. Χατζηνικολάου, συνεχίζει για να μας αιτιολογήσει γιατί αποφεύγει τον διηγηματογράφο Κορτάσαρ: «Πριν χρόνια διάβασα την “Υγεία των αρρώστων”. Με κατέκλυσε αγωνία, τρόμος. Ο Αλεχάνδρο σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα και η οικογένεια δεν το αποκαλύπτει στη μητέρα του. Την πείθουν πως έφυγε στο εξωτερικό. Της στέλνουν πλαστά γράμματα. Τα γράμματα ενός νεκρού. Μου έχει συμβεί περίπου το ίδιο. Όταν η ζωή μιμείται την τέχνη, μυρίζει κακό οιωνό». Στο σημείο αυτό ο κ. Χατζηνικολάου αρχίζει να με ξεβολεύει ως αναγνώστη, γιατί, προς άγραν εντυπώσεων, εγκαταλείπει την ψυχραιμία της απόστασης που πρέπει να τηρεί ευλαβικά ο κριτικός. Όταν δηλαδή γράφει αυτό το «Με κατέκλυσε αγωνία, τρόμος», επειδή η ιστορία τού θύμιζε κάτι που «περίπου» του είχε συμβεί, εγώ, προσωπικά, δεν ξέρω πώς να τον διαβάσω. «Μα δεν είναι κριτικό το κείμενο», θα αντιτείνετε, «εσύ το είπες». Σωστά, η συγκεκριμένη στήλη της εφημερίδας επιτρέπει και το συναίσθημα αλλά και πάλι… Προσέξτε τι συμβαίνει στη συνέχεια: «Δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα εφάμιλλο [με το “Υγεία των αρρώστων”] διήγημα στο Ζωολόγιο. Ακόμη και το “Κατειλημμένο σπίτι” που θεωρείται αριστούργημα, δεν είναι. Τουλάχιστον όσο η “Δεσποινίς Κόρα”. Αδύνατον να τελειώσεις την ανάγνωση αυτής της πρωτοπρόσωπης πολυφωνικής ιστορίας χωρίς δάκρυα», διαβάζουμε και εδώ πια έχει χαθεί κάθε ίχνος σύνεσης και σοβαρότητας. Ο κ. Χατζηνικολάου θα πρέπει να αποφασίσει: είτε θα γράψει κριτική είτε μελόδραμα. Η μελοδραματική κριτική –όπου ο συντάκτης καταλαμβάνεται από «αγωνία» και «τρόμο», όπου τον κατατρύχουν «κακοί οιωνοί», ή όπου διαβάζει, και κάθε φορά τού είναι «αδύνατον να τελειώσει την ανάγνωση [...] χωρίς δάκρυα»– είναι είδος που στερείται κύρους γιατί υποσκάπτει το ήθος του συντάκτη. Δεν έχει καθόλου σημασία αν όντως δακρύζει ο κ. Χατζηνικολάου όταν διαβάζει το “Δεσποινίς Κόρα”. Αφήστε που αν δακρύζει πραγματικά, τότε προδίδει αυτή την τρυφερότητα της σχέσης που κάποιοι από εμάς χτίζουμε με τα λογοτεχνικά κείμενα. Το κείμενο στην Καθημερινή δεν είναι δακρύβρεχτη ανάρτηση στο Φέισμπουκ για να μαζέψουμε λάικ. Με τα δάκρυά του, και τη γενικότερη αυτομυθοπλαστική παρουσία του στο κείμενο, ο συντάκτης, δυναμιτίζει ακόμη και μια εύστοχη παρατήρηση, για την απουσία ζωής και καθημερινότητας, που κάνει αναφορικά με το Ζωολόγιο. Απουσιάζουν, διατείνεται ο συντάκτης, «Αγαθές και βαρετές λεπτομέρειες που αναβλύζουν από το λούκι της κοινοτοπίας και μας παρηγορούν». Ναι, κατανοώ ότι οι μελοδραματισμοί του έρχονται να αναπληρώσουν στο κείμενο «αγαθές και βαρετές λεπτομέρειες» η απουσία των οποίων πιστεύει ότι καθιστούν τη συλλογή του Κορτάσαρ ελλειμματική. Δεν πείθομαι. Παρατηρήστε πώς κλείνει το κείμενο: «Για μια στιγμή, το γράψιμο του Κορτάσαρ γίνεται ζέστη, πυρκαγιά, πυρετός, παρόλο που στο Ζωολόγιο δεν έχει ακόμη αγγίξει την υψηλότερη θερμοκρασία. Καλύτερα. Δεν έχω χρόνο για δάκρυα». Πόσο μάλλον εμείς!