Skip to main content
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024
I know what you did last week (13-19/8/24)

— Quote της εβδομάδας: «Φυσικά ο εκτσιρκισμός (sic) της κορυφαίας θρησκευτικής σκηνής ήταν βούτυρο στο ψωμί της Ακροδεξιάς. Εκ μέρους όσων το συνέλαβαν και το πραγματοποίησαν ήταν ένα τόλμημα και ένα λάθος».

Τάδε έφη Αγγέλα Καστρινάκη στο «Περί ορίων» (Τα Νέα, 17/8/24). Θα ήθελα να σχολιάσω αλλά νομίζω αρκεί και μόνο η αναδημοσίευση του άρθρου από τη σελίδα «Εξάψαλμοc» εδώ.

 

— «Γράφοντας για τη νοσταλγία του καλοκαιριού, ή το καλοκαίρι ως νοσταλγία, γεννήθηκαν κάποιες ενστάσεις σε ό,τι αφορά την ίδια τη νοσταλγία, σαν εξωραϊσμένη ανάμνηση, αλλά και για τις τέτοιες αναμνήσεις που δεν έχουν οι νεότεροι, ας πούμε οι γενιές της κρίσης. Θεμιτές ενστάσεις. Αλλά το κίνητρο και η στόχευση η δική μου ήταν να κεντρίσω, να ερεθίσω, να δείξω την δραματική αντίθεση ενός πολύ πρόσφατου παρελθόντος με το τόσο αλλαγμένο παρόν. Να δείξω ότι υπήρξε αυτή η κατάσταση, αυτό το παρελθόν, αυτή η  δυνατότητα θέρους· δεν τη φανταστήκαμε, τη ζήσαμε. Και ξαφνικά (όχι και τόσο ξαφνικά) τη χάσαμε.

Αυτή η απώλεια είναι πολιτικής και υπαρξιακής τάξεως. Δεν είναι αναπότρεπτο φυσικό φαινόμενο, δεν είναι πρόοδος, είναι οπισθοδρόμηση. Γι΄αυτό επιμένω σε αυτό τον "δημοκρατικό" υπαρξιακό χαρακτήρα του καλοκαιριού, στην ηδονιστική, απελευθερωτική εντέλει εμπειρία ενός καλοκαιριού που σε διαμορφώνει, το ρουφάς, το βιώνεις, δεν το μετράς και δεν το πληρώνεις» (Εφ.Συν., 17/8/24).

Ο Νίκος Ξυδάκης, στο «Θυμόμαστε, γι’ αυτό διεκδικούμε το παρόν» (Εφ.Συν., 17/8/24), στην εβδομαδιαία στήλη του «Ένα Βλέμμα» επανήλθε σε ένα θέμα που τον είχε απασχολήσει στα τέλη Ιουλίου. Επανήλθε να εξηγήσει, δηλαδή, τι ακριβώς εννοούσε στο «Το καλοκαίρι είναι μόνο η νοσταλγία του» (Εφ.Συν., 20/7/24).

Παραθέτω από το κείμενο του Ιουλίου:

«Θα ήταν κοινότοπο να επαναλάβουμε ότι ο χώρος και ο χρόνος των ανθρώπων, των “πολλών”, καταρρέουν υπό το βάρος της κερδοσκοπίας. Αλλά ισχύει στο ακέραιο. Αντιδιαμετρικά, ο χώρος και ο χρόνος των “λίγων”, των πλούσιων, διαστέλλονται και καταλαμβάνουν κάθε διαθέσιμη γωνία, εξερευνούν πλέον τις δυνατότητες εξαγοράς του διαστήματος. Μάλιστα, αυτή η υπερκατάληψη του χωροχρόνου επιδεικνύεται με κάθε τρόπο, σαν προβολέας υποταγής και ελκυστής μάταιου φθόνου.

Η παρούσα “έλλειψη καλοκαιριού”, έτσι όπως βιώνεται πικρά, με σερβιριζόμενο μάνιουαλ για staycation, είναι μια ακόμη τερατώδης ανισότητα, κοινωνική και οικονομική. Ασφαλώς συνδέεται άμεσα με τον υπερτουρισμό, τις πληθωρισμένες τιμές, τη φούσκα των ακινήτων, τη μόνιμη δυσπραγία των πτωχευμένων  Ελλήνων της Μεγάλης Ύφεσης.

Αλλά η πικρή βίωση της έλλειψης καλοκαιριού πάνω απ’ όλα σηματοδοτεί ένα βάραθρο, ταξικό και συνάμα υπαρξιακό: Για πολλές δεκαετίες, όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου, το καλοκαίρι ήταν μια δημοκρατική επικράτεια· ο καθείς μπορούσε να βαπτιστεί άπαξ ή δίπαξ στα διάφανα νερά μιας παραλίας, να γευτεί καλαμαράκια και μπίρες σε ένα ταβερνάκι, να πληρώσει έναν ακτοπλοϊκό ναύλο, να βρεθεί στο χωριό για τα πανηγύρια και τ’ ανταμώματα. Αυτός ο ζωτικός δημοκρατικός χώρος τώρα εξέλιπε» (Εφ.Συν., 20/7/24).

Αρχικά, μια διευκρίνηση: Ο κ. Ξυδάκης δεν τερματίζει τον συλλογισμό του, ότι το «καλοκαίρι ήταν μια δημοκρατική επικράτεια», στην πρώτη δεκαετία του 21ού αιώνα, το 2010, με το ξέσπασμα της κρίσης, όπως θα ήταν εύλογο, γιατί θέλει να συμπεριλάβει σε αυτή την ολβιότητα που σκιαγραφεί την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Θεμιτό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι υπήρξε και μέλος της κυβέρνησης. Από την άλλη, μια παρένθεση στη «δημοκρατική επικράτεια» του καλοκαιριού, που προτάσσει ο κ. Ξυδάκης, θα ήταν εύλογη, και πάλι, να θεωρήσει κανείς ότι έλαβε χώρα για μια επταετία. Για την αταραξία του κειμένου περιττεύουν, ίσως, τέτοιες λεπτομέρειες, αν και ομολογουμένως δεν το περίμενα αυτό, ειδικά από τον κ. Ξυδάκη. Μου φαίνεται αδιανόητο, εξάλλου, ότι το «καλοκαίρι ήταν μια δημοκρατική επικράτεια», απουσία δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας. Όπως και να ‘χει, στη στήλη αυτού του Σαββάτου, που απάντησε σε κάποιες «ενστάσεις» μετασκεύασε τη θέση του: «Σχεδόν σε όλη τη Μεταπολίτευση δεν τολμούσε κανείς να μας αμφισβητήσει την πάνδημη συμμετοχή στο καλοκαίρι [...]», γράφει. Μαζί με την επταετία, έκοψε βέβαια και δεκαεπτά χρόνια από «το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα». Είπαμε, προέχει το κείμενο. 

Σε πολλά σημεία ο κ. Ξυδάκης δεν έχει άδικο. Το πρόβλημά μου είναι υφολογικό. Ο κ. Ξυδάκης γράφει από την πάγια αριστερή θέση του, αναφέρεται στην «υπαρξιακή πενία», αλλά ο λόγος του είναι ο λόγος της νομενκλατούρας. Ο κ. Ξυδάκης γράφει για τα «μπάνια του λαού ονοματισμένα, με κάποια σνομπίστικη συγκατάβαση» αλλά το κείμενό του, γενικά τα κείμενά του, δεν αποζητούν αναγνωστικό κοινό ούτε στη νεολαία που δεν έχει αναμνήσεις και θα πρέπει να τις «κατασκευάσει», με τον τρόπο του Φίλιπ Ντικ και των ανδροειδών του, ούτε στα λαϊκά στρώματα. 

Παραθέτω από το κείμενο του Αυγούστου, όπου σκιαγραφείται ο ταξικός αντίπαλος:

«Είναι αυτοί οι κυρίαρχοι που ξαναγράφουν ήδη την ιστορία Μεταπολίτευση ως ιστορικό ατύχημα λαϊκισμού, συκοφαντώντας οποιαδήποτε αξίωση ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι αυτοί που θέσμισαν τη διαπλοκή και είπαν «αυτή είναι η Ελλάδα», οι ίδιοι που μες στο βάραθρο της χρεοκοπίας ενοχοποίησαν με το “μαζί τα φάγαμε” ένα ολόκληρο έθνος· είναι ακριβώς οι ίδιοι που έστησαν την Αντιμεταρρύθμιση της επιτελικής μαφίας και των εκβιασμών του Predator, αυτοί που γαβγίζουν λιτότητα, μισό αρνί και staycation για την πλέμπα, ενόσω νομοθετούν αποικιακές διευκολύνσεις για μαφιοεπενδυτές» (Εφ.Συν., 17/8/24).

Παρατηρήστε ότι αυτό το «την ιστορία Μεταπολίτευση ως ιστορικό ατύχημα λαϊκισμού» είναι το ίδιο λαϊκισμός. Οι συζητήσεις περί διαπλοκής, μετά την Πρώτη Φορά Αριστερά, φαντάζουν κατά τι ιλαρές, όπως ιλαρή και λαϊκιστική είναι και η ορολογία «μαφία», «αποικιακές» και «μαφιοεπενδυτές». Το πρόβλημα στον λόγο του κ. Ξυδάκη είναι ότι τον κάνει να έχει άδικο ακόμα και όταν έχει δίκιο. Ουδείς εχέφρων άνθρωπος αμφισβητεί τι έχει συμβεί με τις επισυνδέσεις και το Predator. Ουδείς εχέφρων άνθρωπος αμφισβητεί ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εμφορείται από ένα πνεύμα επιχειρηματικότητας, που, με σηματωρό την επινόηση της «Αθηναϊκής Ριβιέρας», έχει οδηγήσει σε στρεβλώσεις της έννοιας του δημόσιου χώρου ανά την επικράτεια. Όταν, όμως, ο συντάκτης διολισθαίνει σε κορόνες που κανακεύουν το κοινό του, δυναμιτίζει και την όποια μετριοπάθεια (κακή λέξη, ξέρω) θα μπορούσε να τον κάνει να προσεγγίσει ανθρώπους που ενστερνίζονται τις θεματικές που θίγει. Ανθρώπους, που, τελικά, μειδιούν συγκαταβατικά όταν εκείνος αφήνεται στη λαϊκιστική λεξιλαγνεία του.

Παραθέτω: «[Το σώμα χαϊδεύεται με ήλιο και θάλασσα, η ψυχή ποδίζει στ’ ανοιχτά, και βαθμιαία σώμα και ψυχή συντονίζονται, συντήκονται στο φως, μνήμες και προοράσεις σμίγουν, εδώ οι τεθνεώτες εντοιχισμένα οστά σε έρημα ξωκκλήσια, εδώ και η ριγηλή ματαιότης, τα κυνηγητά εφήβων πόθων, εδώ κολυμπούσες νήπιο, κι εδώ ηλικιωμένος παρατηρείς θλιμμένα το αλαλάζον πλήθος.

Μέρη πια του περιοδεύοντος πλήθους, παρατηρούμε τους άλλους του θέρους, τους διπλανούς, και βλέπουμε τους εαυτούς μας. Νιώθουμε μόνοι: “ερημία μιας απέραντης ταξιδιωτικής δραστηριότητας” λέει ο Xάιντεγκερ, και εννοεί τον τουρισμό. Φταίει και η ηλικία, ακόμη και σαν επίνοια, μάλλον σαν βούλιαγμα, για τούτο το μελαγχολικό βλέμμα, τον γλυκόπικρο αναλογισμό]» (Εφ.Συν., 20/7/24).

Ρωτήστε γύρω σας να σας πουν οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας τι σημαίνει «αλίπληκτα», «ποδίζει», «συντήκονται», «ριγηλή», «επίνοια» και βγάλτε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας για το πού στοχεύουν τα κείμενα αυτά. Ο κ. Ξυδάκης επιδαψιλεύει μελοδραματικό «γλυκόπικρο αναλογισμό» προς άγραν φιλοφρονήσεων των δικών του ανθρώπων, ανθρώπων που θα δώσουν την έγκρισή τους ότι «τα λέει καλά», ώστε ο μεροκαματιάρης να ξέρει πού να βάλει λάικ ή ποιον να ψηφίσει. Δυστυχώς, η διαφορά αποδείχθηκε δραματικά ασύμμετρη, αν κρίνει κανείς από το αποτέλεσμα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών.  

Και ο ίδιος, εξάλλου, εικάζω, ένιωσε κάπως την αμετροέπεια του κειμένου του. Γι’ αυτό και επανήλθε αυτή την εβδομάδα στο ίδιο θέμα και έπραξε λανθασμένα, κατά την άποψή μου, καθώς ήρθε να εξηγήσει, ρητά, τι ακριβώς εννοούσε στο άρθρο του Ιουλίου.

«Τελειώνοντας “Το καλοκαίρι είναι μόνο η νοσταλγία του”, χρησιμοποίησα έναν πολύσημο τίτλο βιβλίου από τον μέγα οραματιστή Φίλιπ Ντικ, το "Do Androids Dream of Electric Sheep?",  αυτό στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία Blade Runner: “Κι όσοι δεν έχουν την ηλικία για να έχουν αναμνήσεις; Ε, θα τις κατασκευάζουν: Τα Ανδροειδή Ονειρεύονται Ηλεκτρικά Πρόβατα.” Στη φουτουριστική ανθρωπολογία του Ντικ, τα ανδροειδή φέρουν εμφυτευμένες περιορισμένες αναμνήσεις· εντούτοις κάποια στιγμή ονειρεύονται αυτόνομα, ονειρεύονται την ελευθερία, γι΄αυτό επιστρέφουν για να εξοντώσουν τον δυνάστη τους, να ζήσουν χωρίς καταναγκασμό.

Η  συλλογική μας μνήμη κρατά δραστικές από το παρελθόν τις στιγμές χειραφέτησης, ρωγμές του χρόνου με μαγεία και ελευθερία· όσα συνέβησαν μπορούν να ξανασυμβούν υπέρτερα» (Εφ.Συν., 17/8/24).

Τον ρόλο των ανδροειδών παίρνουν σήμερα οι νέοι χωρίς αναμνήσεις, που «εντούτοις κάποια στιγμή ονειρεύονται αυτόνομα, ονειρεύονται την ελευθερία, γι΄αυτό επιστρέφουν για να εξοντώσουν τον δυνάστη τους, να ζήσουν χωρίς καταναγκασμό». 

Δεν θα ταίριαζε, ίσως, εδώ ότι ο «δυνάστης» είναι η «Λούμπεν Μεγαλοαστική Τάξη»; Θεμιτό ή μήπως όχι; Όλα για το κείμενο είναι εξάλλου. 

«Με αυτή την έννοια, η ανάκληση, η ανάμνηση, ακόμη και η νοσταλγία, δεν συνιστούν καταφυγή στο εξιδανικευμένο παρελθόν, αλλά απόρριψη του παρόντος ζόφου, του staycation και της υπαρξιακής πενίας. Είναι ανασυγκρότηση δημόσιας μνήμης, είναι ανάκληση και ανακατασκευή του παρελθόντος, κόντρα στη λήθη, τις δόλιες μετωνυμίες και το gaslighting, την δόλια ανακατασκευή του παρελθόντος από τους κυρίαρχους, αυτούς που δεν είδαν ποτέ με καλό μάτι την άνοδο των λαϊκών στρωμάτων, τα μπάνια του λαού, τα εργασιακά δικαιώματα, το αυτονόητο δικαίωμα στην παιδεία και την υγεία» (Εφ.Συν., 17/8/24).

Ο κ. Ξυδάκης βιώνει την αμηχανία του αριστερού που κλήθηκε να αναλάβει θεσμικό ρόλο. Έναν ρόλο που δεν περίμενε ακριβώς, οπότε, τώρα, ειδικά τώρα, ο ακκισμός των κειμένων του συνιστά το εναπομείναν, για την ώρα, καταφύγιό του. Θεμιτό. 

— Διάβασα το «Ο ανθρώπινος πόνος δεν έχει σύνορα» (Καθημερινή, 18/8/24) της Αλεξάνδρας Σκαράκη. Το άρθρο είναι παρουσίαση του μυθιστορήματος Pro bono (Εστία 2024) της Χριστιάννας Γύρα. 

Παραθέτω: 

«Ένα μυθιστόρημα χωρίς ίχνος ελληνικού στοιχείου, έστω κάποιον ήρωα, κάποια μακρινή καταγωγή και από μια πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα, ήταν άραγε ρίσκο για έναν εκδότη; «Αυτό λειτούργησε αποτρεπτικά θα έλεγα. Η πρότασή μου δεν ήταν ελκυστική», εξηγεί στην “Κ” η κ. Γύρα. Ομως, παρά το ότι η κυκλοφορία του βιβλίου καθυστέρησε κατά οκτώ ολόκληρα χρόνια, αυτό τελικά λειτούργησε ευεργετικά, αφού έγινε ξαφνικά επίκαιρο με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία».

Η διατύπωση είναι εξαιρετικά προβληματική: η καθυστέρηση λειτούργησε ευεργετικά, λόγω του πολέμου; Δηλαδή, τελικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησε ευεργετικά για το βιβλίο. Κατανοώ να σκέφτεται κανείς κάτι τέτοιο, αλλά να το δηλώνει κιόλας σε μια προωθητική ενέργεια για το μυθιστόρημά του συνιστά υπερβολή.

Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: «Το πολύνεκρο συμβάν, που αποτελεί τον καμβά του βιβλίου, θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε. “Στις εθνικές τραγωδίες, καμιά χώρα δεν έχει την αποκλειστικότητα στον θρήνο και στα συλλογικά τραύματα που προκύπτουν στη συνέχεια”, υπογραμμίζει η κ. Γύρα, ανατρέχοντας στη δική μας περίπτωση, αυτή του δυστυχήματος των Τεμπών. “Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να συνδεθεί ο Έλληνας αναγνώστης με κάτι που συμβαίνει σε μια μακρινή χώρα όταν ο κοινωνικός και συναισθηματικός αντίκτυπος είναι συγκλονιστικοί;”

Και πάλι, ο τρόπος που το θέτει η συγγραφέας υποδηλώνει έλλειψη τακτ. Αυτό το «Στις εθνικές τραγωδίες, καμιά χώρα δεν έχει την αποκλειστικότητα στον θρήνο και στα συλλογικά τραύματα που προκύπτουν στη συνέχεια» είναι εξαιρετικά αιχμηρό. Η συγγραφέας βγάζει μια αναλγησία στο πώς επιθυμεί να συνδέσει την ιστορία του μυθιστορήματός της με το τραγικό συμβάν στα Τέμπη. Επαναλαμβάνω: πολλές κατ’ ιδίαν σκέψεις δεν αντέχουν το φως της δημοσιότητας. Οι λογικές ακολουθίες κάποιων συλλογισμών μπορεί να μην στερούνται εγκυρότητας, αλλά, ενίοτε, στερούνται ενσυναίσθησης.