«[...] ένα βιβλίο μπεκετικής λάμψης, σιορανικής ενατένισης και φοκνερικής έντασης με τη φυσική και τα μαθηματικά να αποκωδικοποιούν την πιο μεταφυσικά προσδιορισμένη γήινη ποίηση, στημένη στα ξεχαρβαλωμένα σκοτεινά σύμπαντα του αμερικανικού Νότου, σαν μια απελπισμένη κραυγή που ακούγεται ως τα βάθη της αμερικανικής γενεαλογίας», (Τίνα Μανδηλαρά, Ο «Επιβάτης» του Κόρμακ ΜακΚάρθι: Η σκοτεινή Βίβλος του σύγχρονου κόσμου, Lifo: 5/11/22).
«Είναι η στιγμή, μόλις στην τριακοστή τρίτη σελίδα, που (διαισθανόμαστε ότι) έχουμε πάλι συνδεθεί και έχουμε πλήρως εγκλωβιστεί στο ελεγειακό και αρκούντως ηρακλείτιο (sic), κατά τα λοιπά, λογοτεχνικό του όραμα», (Γρηγόρης Μπέκος, Η γλυκιά λεπίδα της θλίψης, Το Βήμα: 20/11/22).
«Η χεγκελιανή σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και την ελευθερία, την αναγκαιότητα και την ελεύθερη βούληση», (Γιώργος Σιακαντάρης, Μια κριτική για κάθε ουτοπία, Τα Νέα: 19-20/11/22).
«Η σκηνή της αίθουσας Σταύρος Νιάρχος είναι πλέον άδεια. Η σκηνογραφία γύρω μας, τυπικά βαρλικοφσκική, είναι σχεδιασμένη από τη μόνιμη συνεργάτιδά του Μαλγκορζάτα Στσέσνιακ: μεγάλες επίπεδες επιφάνειες που αντανακλούν ψυχρό φως, μια τεράστια οθόνη που κυριαρχεί στον χώρο», (Μάρω Βασιλειάδου, Να ξυπνήσουμε τους κουφούς, Καθημερινή: 20/11/22).
— Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη· θα σας ταλαιπωρήσω.
Γράφεις ένα κείμενο, κάτι επίσημο, ή κάτι τέλος πάντων που απαιτεί σκέψη. Ξεκινάς λοιπόν να αραδιάζεις τις λέξεις. Τι ακριβώς είναι αυτό που σε κάνει να βρίσκεις, από τη μία, τη σωστή σειρά, και, από την άλλη τις σωστές λέξεις; «Μα αυτό που θέλω να πω», θα πείτε. Ναι, αλλά πώς γίνεται αυτό; Γιατί, θα πρέπει να αναρωτηθούμε, αν βάλουμε εκατό ανθρώπους να βάλουν σε λέξεις το ίδιο πράγμα θα εισπράξουμε εκατό διαφορετικές εκδοχές που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα μιλάνε για το ίδιο πράγμα; Η γραφή, υποσύνολο/παρακλάδι της γλώσσας, είναι μια πολύπλοκη βιωματική δεξιότητα που έχει ως σκοπό της την επικοινωνία. «Ναι, πολύ τετριμμένο», θα πείτε και θα έχετε δίκιο. Πάμε πάλι: η γραφή, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, είναι μια αντλία νοήματος· ένας μηχανισμός απόσταξης νοήματος που κάνει χρήση συγκεκριμένων εργαλείων που υπόκεινται σε κανόνες ιδιαίτερης αυστηρότητας που όμως τείνει –ο μηχανισμός αυτός– να χαρακτηρίζεται και από χαρακτηριστική πλαστικότητα. Μισό λεπτό, «αντλία νοήματος»; «μηχανισμός απόσταξης νοήματος»; Τι ακριβώς σημαίνουν αυτά τα πράγματα; Το νόημα είναι μια έννοια κόλαφος: αποτέλεσμα μια αέναης, σκληρής διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε υποσυνείδητες βιωματικές προσλαμβάνουσες και κληρονομημένους κοινωνικούς φορμαλισμούς που συνήθως γίνεται αποδεκτό όταν δεν κλωτσάει, όταν εντάσσεται ομαλά στο εκάστοτε επικοινωνιακό συγκείμενο. Σας θυμίζω εξάλλου ότι καθολικό νόημα, έτσι όπως το προσεγγίζουν οι υπαρξιστές, μέχρι αυτή τη στιγμή που με διαβάζετε, δεν υπάρχει εκτός κι αν πιστεύετε στον Θεό…
Εδώ, για να αποφύγουμε τα δάκρυα, σας ζητάω να κοιτάξουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο: θα χρησιμοποιήσω τα παραδείγματα που έχω αντλήσει από τον τύπο της προηγούμενης (και λίγο πιο πίσω) εβδομάδας. Προσέξτε τους επιθετικούς προσδιορισμούς που έχω υπογραμμίσει στα αποσπάσματα που έχω παραθέσει: μπεκετικής, σιορανικής, φοκνερικής, ηρακλείτιο (sic), χεγκελιανή, βαρλικοφσκική. Αυτές οι λέξεις έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στα κείμενα από τα οποία προέρχονται. Γιατί; Γιατί συνιστούν «αντλίες νοήματος» ή «μηχανισμούς απόσταξης νοήματος» που αντιπροσωπεύουν αχανείς γνωστικές επικράτειες. Ας το αναλύσουμε λίγο αυτό. Όταν η κ. Μανδηλαρά γράφει «μπεκετικής» τι ακριβώς μπορεί να εννοεί; Τι έχει συμπυκνώσει σε αυτή τη λέξη; Σε ποια έργα του Σάμιουελ Μπέκετ αναφέρεται ακριβώς; Η απάντηση θα αρχίσει κάπως να σας ξεβολεύει. Το «μπεκετικής» δεν αναφέρεται μόνο στο σύνολο των έργων του Μπέκετ αλλά και σε εκείνη την αχλή που πλανάται πέριξ αυτών· αναφέρεται σε όλη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει παραγάγει το κόρπους τού Μπέκετ στο πέρασμα του χρόνου και που δύναται κάποιος να έχει αποστάξει και να έχει αποκρυσταλλώσει –ακόμα και από τα πορτρέτα του σαν αυτό που συνοδεύει το κείμενο– μέσα από χρόνια τριβή με το έργο του Μπέκετ, σε ένα γνωσιακό κατασκεύασμα που νιώθει, τη στιγμή που γράφει, στη ροή της πρότασης, και σε συνάρτηση με αυτό που θέλει να πει για το μυθιστόρημα του ΜακΚάρθι ότι συμπυκνώνεται στο απατηλά δωρικό «μπεκετικής», και που έχει το θράσος να το κολλάει στο ουσιαστικό «λάμψης». Οι συντάκτες των κειμένων αυτών, ένιωσαν –γιατί η απόφαση δεν είναι ούτε ακριβώς συνειδητή αλλά ούτε και τυχαία– λίγο πριν χρησιμοποιήσουν αυτούς τους επιθετικούς προσδιορισμούς ότι αυτές οι λέξεις στέκονταν ως ιδανικές κατασκευές που συμπυκνώνουν αυτό ακριβώς που ήθελαν να επικοινωνήσουν στον δυνητικό αναγνώστη στο συγκεκριμένο σημείο. Ίσως αρχίζετε κάπως να ζαλίζεστε καθώς αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της απάτης.
Ο έμπειρος συντάκτης μαθαίνει σταδιακά να ξεγλιστράει σαν χέλι. Με μια λέξη, πόσο μάλλον με τρεις, όπως στην περίπτωση του πρώτου αποσπάσματος, προτάσσει στον αναγνώστη αυτό ακριβώς που καλείται να ερμηνεύσει και να εξηγήσει, με τη μορφή ενός επιθετικού προσδιορισμού, δήθεν υψηλής νοηματικής και αισθητικής αξίας, που επιτυγχάνει το εξής αντιφατικό και αξιομνημόνευτο: καθιστά τον αναγνώστη συνένοχο της απάτης! Ναι, όπως ακριβώς σας το λέω. Εδώ δεν είμαστε σίγουροι ότι όταν λέμε «τραπέζι» ή «καρέκλα» έχουμε στη νοητική σκευή μας τα ίδια εννοιολογικά αντικείμενα, αλλά διαβάζουμε τα μπιζού που σας παρέθεσα, που μόλις και άρχισα να σας υπαινίσσομαι τι αχανείς εκτάσεις διατείνονται ότι συμπυκνώνουν, και θα καταλάβουμε τι θέλει ο συντάκτης τους να μας επικοινωνήσει; Σιορανικής, φοκνερικής, ηρακλείτιο (sic), χεγκελιανή, βαρλικοφσκική; Τα σημεία αυτά, αν τα κοιτάξουμε με αυστηρότητα, μεταφέρουν ανοησίες. Τα διαβάζουμε, τα χρησιμοποιούμε –κάποιοι τουλάχιστον το κάνουν συστηματικά–, αν και πεποίθηση μου είναι ότι οι γοητεία αυτών των επιθετικών προσδιορισμών είναι τόσο μεγάλη, που όλοι, λίγο πολύ, έχουμε κατά καιρούς ενδώσει στη σαγήνη τής ανοησίας τους.
Οι επιθετικοί αυτοί προσδιορισμοί συνιστούν κατασκευές που αποκρυσταλλώνουν, όσο αποσπασματικά κι ελλειμματικά κι αν το κάνουν, τεράστιες και εξαιρετικά ρευστές επικράτειες νοήματος, τις πακετάρουν, και τις διανέμουν ύπουλα στον λόγο. Αν δεν καταφεύγαμε σε αυτούς τους όρους θα έπρεπε να κάνουμε χρήση πολύπλοκων, περιφραστικών, και εξαιρετικά χρονοβόρων περιγραφών που θα καθιστούσαν τον λόγο μας ανοικονόμητο, και, τις περισσότερες φορές, πεζότερο του πεζού. Οι ποιητές, μια που το έφερε η κουβέντα, είναι οι κατεξοχήν κατασκευαστές εννοιών στις οποίες συναγελάζονται οι πλέον ετερόκλητες νοηματικές ψηφίδες, που, όταν η επιμονή και το ταλέντο περισσεύουν, σταθεροποιούν και διαιωνίζουν νεόκοπες πτυχές –αυθεντικούς μονόκερους– του γίγνεσθαι που μας περιβάλλει.
Τι διατείνομαι; Ότι απαγορεύονται; Τίποτα δεν απαγορεύεται· όλα επιτρέπονται. Η γραφή, όπως έχω ξαναπεί, παραμένει η μεγίστη των περιπετειών και όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Ο καθένας επιλέγει τι θέλει να γράφει και πώς να το γράφει, όπως ο καθένας επιλέγει και τι θέλει να διαβάζει. Ο καθένας ξέρει τι καταλαβαίνει, και τι διατείνεται ότι καταλαβαίνει. Και φυσικά δεν είναι όλες αυτές οι περιπτώσεις που συζητάμε εδώ ίδιες. Είναι άλλο το μέγεθος του ατοπήματος της τριπλέτας –μπεκετικής, σιορανικής, φοκνερικής– που χρησιμοποιεί η κ. Μανδηλαρά, και άλλο του κ. Σιακαντάρη που υπαινίσσεται μια ταπεινή διαλεκτική σύνθεση με αυτό το «χεγκελιανή», ή της κ. Βασιλειάδου, που, παρά το αβάν γκαρντ «βαρλικοφσκική» που χρησιμοποιεί εν είδει ακκισμού, το εξηγεί στην ίδια πρόταση. Καλά, να μην χρησιμοποιούμε ούτε το κλασικό πλέον «καφκικό»; Να κάνετε ό,τι θέλετε, αρκεί να διαβάζετε και λίγο Κάφκα.