— Quote της εβδομάδας: «Το πόσο έχει καθορίσει η σεξουαλική ταυτότητα του Στέφανου Κασσελάκη την πολιτική του ταυτότητα, το αφήνω στην κρίση της καθεμιάς». Δημήτρης Παπανικολάου, «Γκέι, Παντρεμένος και Συντηρητικός» (Καθημερινή 19/11.23).
— Διάβασα το «Ο κύκλος των ψηφιακών ποιητών» (Καθημερινή, 19/11/23) όπου ο Μανώλης Ανδριωτάκης ζήτησε από μία ποιήτρια και τρεις ποιητές (Γιώργος Αλισάνογλου, Χάρης Βλαβιανός, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ευτυχία Παναγιώτου) να σχολιάσουν για την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) και την ποίηση. Ο κ. Ανδριωτάκης έγραψε και μια εκτενή εισαγωγή που εξιστορεί το πώς ακριβώς ζητήθηκε από τις μηχανές –το ChatGPT και το code-davinci-002– να γράψουν ποιήματα. Οι τέσσερις ποιητές κάνουν καίρια σχόλια. Μπορείτε να τα διαβάσετε στο λινκ που παρέθεσα. Εγώ θα επικεντρωθώ στο σχόλιο του κ. Ανδριωτάκη που θα βρείτε εδώ.
Παραθέτω: «Το εγχείρημα προκαλεί εύλογα ενστάσεις και η γέννηση αυτής της μηχανής παράγει έντονη αμηχανία. Εώς χθες, η φαντασία και η δημιουργικότητα ήταν αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου. Τώρα, μια τεχνητή παρουσία απειλεί έντονα αυτήν τη βεβαιότητα».
Το αξιοσημείωτο στο συγκεκριμένο άρθρο είναι πώς η συζήτηση αυτή οδηγεί σε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που φανερώνουν γιατί τελικά καλό είναι να ζητείται σε αυτά τα θέματα και σχολιασμός από φιλοσόφους, εκτός από ποιητές/συγγραφείς/δημοσιογράφους που εμφανίζονται ως, και μέχρι ενός σημείου είναι, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι. Παρατηρήστε ότι η χρήση των λέξεων «φαντασία» και «δημιουργικότητα», όταν χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ΤΝ και των Μεγάλων Γλωσσικών Μοντέλων (ΜΓΜ), ασκεί πίεση στις έννοιες που τυγχάνει να ταυτίζονται με τις λέξεις αυτές. Τι εννοώ; Σίγουρα δεν υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι η μηχανές έχουν «φαντασία» ή διακρίνονται από «δημιουργικότητα» με τον τρόπο που οι δύο έννοιες εντάσσονται στις δεξιότητες του ανθρώπινου νου.
Παραθέτω: «Τα ποιήματα του code-davinci-002 είναι εντυπωσιακά ευφυή στην απλότητά τους. Αυτό μπορεί να το καταλάβει ακόμη και ο πιο δύσπιστος. Και καθίστανται ακόμη πιο εντυπωσιακά όταν αναλογιζόμαστε ότι πρόκειται “απλά” για τη δουλειά (το output) ενός στατιστικού μοντέλου (νευρωνικού δικτύου για την ακρίβεια), που προβλέπει την επόμενη κατάλληλη λέξη κι έχει εκπαιδευτεί μέσω δοκιμών και σφαλμάτων με δισ. παραλλαγές. Η ικανότητά του να δημιουργεί νόημα είναι τρομακτική. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η διαδικασία [...] είναι κλεισμένη μέσα σε ένα μαύρο κουτί· κανείς [...] δεν ξέρει ακριβώς πώς παράχθηκαν τα συγκεκριμένα ποιήματα απ’ το συγκεκριμένο μοντέλο, γιατί κατέληξε στις συγκεκριμένες συνθέσεις και όχι σε κάποιες άλλες. Το ίδιο μαρτυρούν και οι προγραμματιστές. Δυσκολεύονται να ανιχνεύσουν τις συνδέσεις που κάνει το μοντέλο μέσα στα δισ. των μεταβλητών».
Ας σταθώ λίγο σε αυτή την ομολογουμένως πιασάρικη φράση: «Η ικανότητά του να δημιουργεί νόημα είναι τρομακτική». Η πρόταση αυτή όμως φανερώνει περισσότερα για την έννοια του νοήματος παρά για τις δυνατότητες της μηχανής. Η μηχανή δεν κάνει συνδέσεις. Ή, για να είμαι ακριβής, οι συνδέσεις που κάνει η μηχανή δεν έχουν καμία σχέση με τις συνδέσεις που κάνει ο ανθρώπινος νους. Τις συνδέσεις, αυτές που δημιουργούν ή γεννούν το πραγματικό νόημα, τις κάνουμε εμείς ως ενσώματα όντα/αναγνώστες των αποτελεσμάτων που παράγει η μηχανή. Η μηχανή παράγει παραλλαγές, βασισμένη στην αχανή βάση δεδομένων της, που διαφέρουν μεταξύ τους μέχρι το σημείο που εμείς, ως κριτές, θα την πληροφορήσουμε ότι λέει ανοησίες. Θαρρώ είναι αυταπόδεικτο ότι δεν νοείται ποίηση ή πεζό χωρίς την ύπαρξη σώματος. Η μηχανή είναι έτσι κατασκευασμένη –με τεράστια υπολογιστική ισχύ και πρόσβαση σε δισ. παραλλαγών– αλλά χωρίς τη δυνατότητα σκέψης. Ακόμη και η έννοια της σκέψης, όπως έχουν δείξει Γάλλοι και Γερμανοί φαινομενολόγοι από τον προηγούμενο αιώνα, δεν νοείται άνευ σώματος. Ας δώσω όμως ένα παράδειγμα για να σας εξηγήσω τι εννοώ όταν λέω ότι η μηχανή δεν σκέφτεται. Ας πάρουμε το σκάκι. Το ότι πλέον εφαρμογές που τρέχουν σε οικιακούς υπολογιστές είναι αδύνατο να ηττηθούν ακόμα και από γκραν μετρ επουδενί δεν σημαίνει ότι οι μηχανές παίζουν σκάκι. Διαβάστε, για παράδειγμα, μερικά από τα κείμενα που γράφει ο φίλος Χρήστος Νάτσης για να καταλάβετε τι εννοούμε εμείς, ως homo sapiens, με το «παίζω σκάκι», πέρα από τους κανόνες του παιχνιδιού. Οι μηχανές δεν έχουν ιδέα από σκάκι, με την ίδια έννοια που τα ΜΓΜ δεν έχουν ιδέα από ποίηση. Στη κοντόθωρη λογική που απλώς ποσοτικοποιεί και αξιολογεί το αποτέλεσμα, οι μηχανές δεν παράγουν ακόμα αξιόλογα ποιήματα. Θα το κάνουν άραγε στο μέλλον, με την ίδια λογική που οι μηχανές σήμερα κερδίζουν τον άνθρωπο στο σκάκι; Καταρχάς, όπως ίσως αντιλαμβάνεστε, η ποίηση δεν είναι σκάκι. Η δική μου απάντηση είναι ότι ακόμα και αν φτάσουν οι μηχανές στη παραγωγή –επιμένω ότι ο όρος «δημιουργία» δεν ταιριάζει σε μια μηχανή– πολύ αξιόλογων ποιημάτων με τα σημερινά δεδομένα, δεν θα δημιουργήσουν αριστουργηματικά ποιήματα, γιατί, επιμένω, δεν έχουν ιδέα τι εστί ποίηση. Και το λέω αυτό γιατί, τρόπον τινά, δεν έχουμε ούτε εμείς ιδέα τι εστί ποίηση.
Πεποίθηση μου είναι πώς με την ίδια λογική που οι περισσότεροι γκραν μετρ αρνούνται σήμερα να παίξουν σκάκι με μια μηχανή, έτσι και στο μέλλον οι ποιητές θα αρνούνται να “συγκριθούν” με μια μηχανή. Ορθώς, θα αντιτείνει κάποιος εδώ, «ποιος θα ρωτήσει τους ποιητές;». Ας το αντιπαρέλθουμε αυτό. Η έννοια της ποίησης θα αποκτήσει την επιπλέον διάσταση που τώρα ενέχει η έννοια σκάκι. Επειδή σήμερα “παίζουν σκάκι” και οι μηχανές, το σκάκι για εμάς έχει και μία επιπλέον διάσταση. Ποίηση, στο μέλλον, θα είναι λοιπόν να συμμετέχει κανείς σε μια διαδικασία, να δημιουργεί κάτι, που ακόμα κι αν φτάσει στο σημείο να κρίνεται υποδεέστερο του αποτελέσματος της μηχανής –αυτό από μόνο του είναι κάτι που δύσκολα δύναται να κριθεί αντικειμενικά καθώς η ποίηση, επαναλαμβάνω, δεν είναι σκάκι– θα είναι το δημιούργημα που θα κομίζει μια συγκεκριμένη διαδικασία αλλά και, πρωτίστως, μια θεώρηση του κόσμου που θα διαφέρει και θα ξεχωρίζει στα σημεία.
Η «φύση» είναι κάτι που παραμένει εντός πολύ συγκεκριμένων παραμέτρων κατανοητό, όπως θα σας πει κάθε φυσικός που σέβεται τον εαυτό του. Ο άνθρωπος προοδεύει ασπαζόμενος την επιστήμη όχι επειδή “μιμείται” πάντοτε τη φύση. Πάρτε για παράδειγμα την απλή, ταπεινή, καθημερινή για εκατομμύρια ανθρώπους πραγματικότητα της πτήσης. Το ότι έχουμε «κατακτήσει τους αιθέρες» επουδενί δεν σημαίνει ότι έχουμε την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει να πετάς με τον τρόπο που πετάει ένα πουλί. Επιπροσθέτως, εμείς δεν πετάμε, αν και το δοκιμάσαμε και αυτό, με τον τρόπο που πετούν τα πουλιά. Πετάμε “καλύτερα” και πιο αποτελεσματικά υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων παραμέτρων που έχουμε θέσει για την έννοια της πτήσης. Η φύση έχει εξάλλου εξελίξει την έννοια της πτήσης στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών ενώ εμείς το καταφέραμε, αναγωγικά, πριν από μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου: στις 17 Δεκεμβρίου του 1903. Ούτε νομίζω ότι έχουμε σημειώσει και μεγάλη πρόοδο στην κατανόηση της έννοιας «πετάω» όπως την αντιλαμβάνεται ένα πουλί, ούτε νομίζω ότι μας ενδιαφέρει και ιδιαίτερα. Τα πουλιά δεν αντιλαμβάνονται τέτοια πράγματα, αλλά, να, η έννοια της ποίησης, μεταξύ άλλων δεξιοτήτων, μας επιτρέπει να μπαίνουμε ακόμα και στη θέση ενός πουλιού και να προσφέρουμε σκιαγραφήσεις που φαντάζουν δόκιμες, ευφρόσυνες και ενίοτε αισθητικά αξιόλογες για το τι σημαίνει πετάω με τον τρόπο της φύσης.
Ο πειρασμός να πει κανείς ότι η στιγμή που οι μηχανές θα δημιουργήσουν αριστουργηματικά ποιήματα θα ταυτιστεί με τη γέννησή τους ως νοήμονα όντα είναι θεωρητικά μεγάλος. Ας κρατήσουμε μικρό καλάθι.