— Διαβασα το «Η εκπλήρωση μιας συλλογικής προφητείας» (Καθημερινή, 20/10/24) της Λίνας Πανταλέων.
Παραθέτω:
«Φυσικά ενθουσιάστηκα. Αγαπώ πολύ τη Σωτηροπούλου και έχω γράψει πολλές φορές εγκωμιαστικά για τα βιβλία της. Ωστόσο, μου προκάλεσε απορία το μούδιασμα των ομοτέχνων. Ασφαλώς ξέρω πως στο σινάφι δεν περισσεύει καλός λόγος για τον άλλο. Αυτή τη φορά, όμως, το ζήτημα είναι άλλης τάξης, είναι πιο σημαντικό. Οσο απίθανη και αν ήταν η πιθανότητα να πάρει το Νομπέλ η Σωτηροπούλου, η πρόκρισή της στην “ισχυρότερη” πεντάδα όφειλε να εγείρει συζητήσεις. Αρχικά για το αν το αξίζει ή όχι. Η προσωπική μου άποψη είναι ένα τεράστιο ναι. Ύστερα για το αν στο έργο της ενυπάρχουν οικουμενική διάσταση και ιδιαίτερη γλωσσική τεχνοτροπία. Και πάλι η απάντησή μου είναι ενθέρμως καταφατική».
Αν κάτι μου έκανε εντύπωση από την υπόθεση Σωτηροπούλου αυτό ήταν η σιωπή του συναφιού. Το κείμενο της Λίνας Πανταλέων είναι το μοναδικό, σε μεγάλο μέσο, που παίρνει ξεκάθαρη θέση. Η παγωμάρα των «ομοτέχνων» ήταν χαρακτηριστική. Για να παραλλάξω τον Πασκάλ: «Αν όλοι γνώριζαν τι λέγεται πίσω από την πλάτη τους, δεν θα υπήρχαν ούτε δύο φίλοι στο λογοτεχνικό συνάφι». Αλλά, όπως γράφει και η κ. Πανταλέων, «[...] όταν ένα συγκεκριμένο όνομα και έργο διεκδικεί την ύψιστη διάκριση, επικρατεί σιωπή. Ακόμη και ο πνευματώδης φθόνος έχει λόγο. Ο εγωκεντρισμός διαθέτει πλατιά εκφραστική γκάμα, που μπορεί να διανθίσει ένα διαξιφισμό». Θα ήταν πραγματικά διαφωτιστικό να μπορούσαμε να διαβάσουμε τις απόψεις συγγραφέων και κριτικών για τα ονόματα Ελλήνων συγγραφέων που θα θεωρούσαν άξια ενός Νομπέλ λογοτεχνίας σήμερα. Θα ήταν διαφωτιστικό να διαβάσει κανείς το σκεπτικό πίσω από κάθε πρόταση. Όπως θα ήταν διαφωτιστικό να διαβάσει κανείς επιχειρήματα γιατί η Σωτηροπούλου δεν ήταν/είναι «υλικό Νομπέλ» (sic).
Αξιοσημείωτο ότι η Καθημερινή, στην ίδια σελίδα που εμφανίζεται το άρθρο/άποψη της κ. Πανταλέων, δημοσιεύει και το «Αυτό το Νομπέλ ποιος θα το πάρει;» (20/10/24), που το υπογράφουν οι Σάκης Ιωαννίδης και Ηλίας Μαγκλίνης. Το πιο ενδιαφέρον σε αυτό το άρθρο είναι ότι οι συντάκτες του αποπειράθηκαν να διερευνήσουν το γεγονός της εμφάνισης του ονόματος της Έρσης Σωτηροπούλου στη συγκεκριμένη λίστα μιας και μοναδικής εταιρείας.
«Από αυτή τη σωρεία ονομάτων απουσίαζε χαρακτηριστικά η Ελλάδα μετά το 1979. Μιλάμε για σχεδόν μισό αιώνα. Μέχρι που φέτος, στις λίστες ξένων στοιχηματικών εταιρειών, και συγκεκριμένα στη βρετανική Ladbrokes, μία από τις παλαιότερες του είδους, εμφανίστηκε το όνομα της Ερσης Σωτηροπούλου με απόδοση 16/1. Για πρώτη φορά, μεγάλα ξένα έντυπα, όπως ο Guardian, εμφάνισαν μια συγγραφέα από την Ελλάδα μεταξύ των ονομάτων «που ακούγονται φέτος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας». Η “Κ” επικοινώνησε με την Ladbrokes αλλά η εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε».
Οι συντάκτες όμως επικοινώνησαν με τον κ. Θάνο Γκιόκα, «Sportsbook Director» της εταιρείας στοιχημάτων Novibet.
Παραθέτω:
«Ο κ. Γκιόκας εξηγεί ότι οι αποδόσεις των στοιχημάτων στις αθλητικές διοργανώσεις προκύπτουν από μετρήσιμα δεδομένα. Υπάρχει ένα μεγάλο ιστορικό μιας π.χ. ποδοσφαιρικής ομάδας, με την απόδοσή της, τα γκολ που έχει σημειώσει, τους βαθμούς της κτλ. σε βάθος χρόνου. Στην περίπτωση όμως των λεγόμενων “fun bets”, των στοιχημάτων “διασκέδασης”, όπως είναι το Νομπέλ Ειρήνης ή Λογοτεχνίας ή το πρώτο τραγούδι που ενδεχομένως θα πουν οι Oasis στην πρώτη τους συναυλία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι εταιρείες στοιχημάτων και οι ομάδες που αναλαμβάνουν να καταρτίσουν αυτές τις λίστες εξετάζουν το ιστορικό παλαιότερων βραβεύσεων, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, τις τάσεις κάθε εποχής, τι “τρεντάρει” ανάλογα με την κάθε κατηγορία στοιχημάτων. Αυτό έκανε και η Novibet για να προσφέρει ένα στοίχημα όχι για το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά για το Νόμπελ Ειρήνης που και εκεί δεν υπάρχουν επισήμως υποψηφιότητες. “Είδαμε τι κάνουν και οι άλλες εταιρείες και κάναμε και τη δική μας έρευνα αγοράς”, εξηγεί. Ο συσχετισμός των ονομάτων που εμφανίζονται στις λίστες και των νικητών κάθε χρονιάς προσδίδει κάποια αξιοπιστία στη συζήτηση για τα φαβορί; “Οχι, δεν θα το έλεγα, δεν είναι κάτι σίγουρο. Δεν υπάρχουν δεδομένα, δεν είναι ένα αθλητικό γεγονός που γνωρίζεις μια ομάδα σε βάθος χρόνου. Είναι κάτι αυθαίρετο ουσιαστικά. Σίγουρα κοιτάνε κάποια κριτήρια της αγοράς, δεν είναι όλα στην τύχη, αλλά αυτή η αγορά στοιχημάτων έχει μεγάλο ποσοστό αναξιοπιστίας των αποδόσεων και συνήθως τα όρια του στοιχήματος είναι χαμηλά”, σημειώνει, άρα και τα κέρδη για τους παίκτες».
Το άρθρο αναφέρεται και στην «πολιτική πτυχή» των Νομπέλ.
«Το 1963, η Ευρώπη ανακάλυπτε εντυπωσιασμένη τη νεότερη Ελλάδα. Το 1961, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε τιμηθεί με Όσκαρ, ο Νίκος Καζαντζάκης –που είχε συζητηθεί για το Νομπέλ το 1946, προκαλώντας την αντίδραση της “βαθιάς” Ελλάδας– γνώριζε μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ είχε εκδώσει το 1958 το βιβλίο του για τη Μάνη, ο Λέοναρντ Κοέν ήταν ήδη στην Υδρα. Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, ο Σεφέρης πήρε το Νομπέλ. Ανάλογα, ένα χρόνο μετά το Νομπέλ στον Ελύτη, το 1980, η Ελλάδα εντάχθηκε πανηγυρικά στην τότε ΕΟΚ».
Δεν αναφέρεται όμως στην οικονομική πτυχή.
Το πιο ενδιαφέρον, εδώ, επικεντρώνεται στην ιδιότητα των ανθρώπων που ανήκουν στις «ομάδες που αναλαμβάνουν να καταρτίσουν αυτές τις λίστες». Ποιοι άραγε επιλέγουν τα ονόματα για τις λίστες στοιχημάτων ενός Νομπέλ Λογοτεχνίας; Με ποια κριτήρια; Και αν είναι σχετικά εύκολο να βρεθεί στη λίστα το όνομα ενός Πύντσον, Ντελίλο, Μουρακάμι ή Ουελμπέκ, πώς αλήθεια μπαίνει στη λίστα και μια Σωτηροπούλου; Προς αποφυγή παρεξηγήσεων η απορία μου δεν είναι σχετλιαστική και δεν περιέχει ειρωνεία. Η συγκεκριμένη αγορά στοιχημάτων, των «fun bets» στα οποία ανήκουν και τα Νομπέλ, μπορεί να «έχει μεγάλο ποσοστό αναξιοπιστίας των αποδόσεων και συνήθως τα όρια του στοιχήματος είναι χαμηλά», όπως αναφέρει ο κ. Γκιόκας, αλλά η αναφορά και μόνο ενός ονόματος στην «αναξιόπιστη» αυτή λίστα στοιχημάτων έχει ουδόλως αναξιόπιστο αντίκτυπο στις πωλήσεις βιβλίων των συγκεκριμένων συγγραφέων. Μια βόλτα στα μεγάλα βιβλιοπωλεία Αθηνών και προαστίων θα σας πείσει ότι η Έρση Σωτηροπούλου γνωρίζει μια διόλου ευκαταφρόνητη αύξηση στις πωλήσεις της –τα βιβλία της βρίσκονται εξάλλου στις προθήκες των νέων κυκλοφοριών–, γεγονός που μόνο στην ένταξη του ονόματός της στη συγκεκριμένη «αναξιόπιστη» λίστα μπορεί να αποδοθεί.
Επισημαίνω, λοιπόν, το αξιοθαύμαστο: η Έρση Σωτηροπούλου, μέσα από τη συμπερίληψη του ονόματός της σε μια «αναξιόπιστη» λίστα στοιχημάτων, βρέθηκε, ξαφνικά, για τα μάτια του κόσμου, στην αξιακή κορυφή των Ελλήνων συγγραφέων.
— Διάβασα το «Φθινοπωρινή Σοδειά – 19 συγγραφείς σε πρώτο πρόσωπο» (Εφ.Συν., 19/10/24) σε επιμέλεια Μισέλ Φάις.
Ο κ. Φάις ζήτησε λοιπόν από τους συγγραφείς να παρουσιάσουν τα βιβλία τους. Λίαν απογοητευτικό, ειδικά επειδή το ζητάει ο κ. Φάις, που θα περίμενα να στέκει τουλάχιστον πιο υποστηρικτικά προς την προστασία της μαγείας που ενέχει ένα λογοτεχνικό έργο. Τι σαχλαμάρες λέω άραγε; Τι πιο απλό, για να γεμίσουμε τις σελίδες της εφημερίδας, από το να καλέσουμε τους συγγραφείς να μας εξηγήσουν τι έγραψαν. Ουδείς αμφισβητεί τον δημιουργό όταν μιλάει για το έργο του, και, επιπροσθέτως, προσφέρουμε και ένα υπέροχο “λυσάρι” για να συντάσσει το πολυπράγμον κοινό άψογες “κριτικές” που θα συμπλέουν με τα πιστεύω των δημιουργών για το έργο τους. Κανένας δεν φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει το ρίσκο της ανάγνωσης. Ούτε καν ο ίδιος ο συγγραφέας, που, για να διαφημίσει το βιβλίο του, πειθήνια συμμετέχει σε ένα αφιέρωμα αποκαθήλωσής του. Ας μιλήσει ο συγγραφέας λοιπόν. Ας εξηγήσει τι αποπειράθηκε να κάνει. Απλά πράγματα. Μετρημένα κουκιά.