Skip to main content
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024
I know what you did last week (16-22/1/23)

— Η παρούσα στήλη συνεχίζει να παρακολουθεί ανελλιπώς –τριάντα τέσσερις εβδομάδες τώρα– όλες τις εκφάνσεις της κριτικής, και ειδικά της κριτικής λογοτεχνίας, που εμφανίζονται στο τύπο αλλά και στα περισσότερα σάιτ/ηλεκτρονικά περιοδικά. Επαναλαμβάνω ότι μέχρι στιγμής κριτική διαβάζω μόνο από τη Λίνα Πανταλέων στην Καθημερινή της Κυριακής – ενίοτε, μπορεί να διαφωνώ με τις κρίσεις της αλλά τουλάχιστον διαβάζω κάποια που διατυπώνει θέσεις που δεν θυμίζουν δελτίο τύπου. Κανένας, σε κανένα άλλο μέσο, δεν διατυπώνει καμία αντίρρηση τόσο για τα πονήματα Ελλήνων συγγραφέων όσο και για αυτά που μας προσφέρονται μεταφρασμένα. Με εντυπωσιάζει ότι, ειδικά για τη μεταφρασμένη λογοτεχνία, έχει εδραιωθεί πλέον η πεποίθηση πως ό,τι πωλείται στη χώρα μας κινείται αξιακά σε μια κλίμακα που ξεκινάει από το «εξαιρετικό» και τερματίζει στο «αριστούργημα». Η πεποίθηση αυτή, εμφανώς κατασκεύασμα εκδοτών και συντακτών τύπου, υποσκάπτει τα έργα Ελλήνων δημιουργών που υποτίθεται, παρά το γεγονός ότι σχεδόν κανένας δεν σπάει τη συνωμοσία σιωπής, ότι δεν διαθέτουν τις μυθοπλαστικές ικανότητες των συναδέλφων τους από το εξωτερικό. Αντιστέκομαι να ασπαστώ τη θέση που υποστηρίζει ότι ως άλλοι ιθαγενείς τείνουμε να βλέπουμε στη μεταφρασμένη/εισαγόμενη λογοτεχνία μόνο μεταξωτές κορδέλες, καθώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι υπάρχουν και πολλά φύκια. Το πώς έχει εδραιωθεί αυτή η πεποίθηση συνιστά ένα από τα μυστήρια που ταλανίζουν τον χώρο – άλλο μέγα μυστήριο αφορά τις αξιολογικές κρίσεις των μεταφράσεων. Με σαγηνεύει, ειδικά, πώς, από τη θέση/template: «το κείμενο ρέει σε στρωτά/σωστά ελληνικά» έχουμε κατακτήσει το αξιολογικό υψίπεδο «είναι μια εξαιρετική μετάφραση». Αναφέρω ως παράδειγμα, που συνιστά και “ευφάνταστη” παραλλαγή του συμπεράσματος που μόλις ανέφερα, την καταληκτική παράγραφο από το κείμενο του Κυριάκου Αθανασιάδη για τη συλλογή διηγημάτων της Ρούμενα Μπουζάροφσκα, Ο άντρας μου (μτφρ.: Αλεξάνδρα. Ιωαννίδου, Gutenberg: 2022) «Γυναίκες της διπλανής πόρτας στη σκιά των συζύγων» Καθημερινή (22/1/23): «Η μετάφραση της σλαβολόγου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, που υπογράφει και την κατατοπιστική Εισαγωγή, είναι άψογη και συχνά πραγματικά απολαυστική» (δική μου υπογράμμιση). Παρατηρήστε πόσο περίτεχνα θολώνει, ο συντάκτης, την κρίση του ευκολόπιστου αναγνώστη με την παράθεση του σιδηροδρόμου –δεκατριών λέξεων– που συνιστά η ιδιότητα της μεταφράστριας. Τουλάχιστον, ο κ. Αθανασιάδης, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην είναι πάντα, αλλά μόνο «συχνά πραγματικά απολαυστική» η «άψογη» μετάφραση. 

— Παρατήρησα, δεν διάβασα, τα «7+1 Διηγήματα» που δημοσιεύτηκαν στο Culture Book (21/1/23). Αξιοπερίεργο ότι η Τζούλια Γκανάσου ανθολογεί και συμπεριλαμβάνει και δικό της διήγημα στη συλλογή. Διερωτήθηκα αν το «7+1» σημαίνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν κατέληξα σε κάποιο συμπέρασμα. Προς τιμήν της, το διήγημά της, δεν εμφανίζεται πρώτο, αλλά δεύτερο.

— Έχω αναφέρει ξανά ότι χρησιμοποιώ τις συνεντεύξεις καλλιτεχνών ως πύλη/κριτήριο για τα έργα τους. Εφόσον επιμένουν να μιλούν στον τύπο για να προωθήσουν τη δουλειά τους θα πρέπει να αναλαμβάνουν και το ρίσκο, τα λόγια τους να μην λειτουργούν πάντοτε προς επίρρωση του σκοπού αυτού. Διάβασα στη στήλη «Χρονογραμμή» της Αλεξάνδρας Σκαράκη το «Ένα εικοσιτετράωρο με τη σκηνοθέτιδα Σόνια Λίζα Κέντερμαν» Καθημερινή (22/1/23). Παραθέτω: 14.00 - Μαγειρική. Σχεδόν πάντα έχω γεμάτο ψυγείο και μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα. Όσο πιο περίπλοκο το γράψιμο, τόσο πιο περίπλοκη και η επιλογή του φαγητού. Εκμεταλλεύομαι τον χρόνο αυτό σαν την τέλεια δικαιολογία για διάλειμμα. Ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου και αν καταλήξω σε κάτι που με κάνει χαρούμενη, οι πιθανότητες να καεί το φαγητό ανεβαίνουν! Μιλάω με φίλους στο τηλέφωνο. Αστραπιαία η κουβέντα μας πηγαινοέρχεται από τις μικροσκοπικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας, πρακτικές και μη, σε μεγάλα σχέδια και τους ερεβώδεις φόβους της ζωής μας καθώς βάζουμε πλυντήριο ρούχων και ξεμείναμε (sic) από μαλακτικό. Το συμπληρώνω στη λίστα του σούπερ μάρκετ». Αφήνω τον αναγνώστη να αποφανθεί αν το απόσπασμα λειτουργεί προτρεπτικά ή αποτρεπτικά προς το έργο της σκηνοθέτιδος. Το σχόλιο δεν είναι ειρωνικό. Ο παραλληλισμός των ερεβωδών φόβων της ζωής με το μαλακτικό ρούχων συνιστά υπαρξιακό γρίφο που θα κατελάμβάνε εξαπίνης ακόμη και έναν Εμίλ Σιοράν. 

—  Διάβασα τη συνέντευξη της Αντρέα Μαρκολόνγκο «Είμαστε όλοι πολιτισμικά Έλληνες» στον Μάρκο Καρασαρίνη στο Βήμα (22/1/23) με αφορμή την έκδοση του Το δίδαγμα της Αινειάδας. Ή πώς ο Βιργίλιος μπορεί να σε βοηθήσει σε δύσκολους καιρούς. (μτφρ.: Άννα Παπασταύρου, Πατάκης: 2022). «Οι μύθοι θυμίζουν μαντείο (ή ωροσκόπιο): δεν μας μιλούν για το παρελθόν, προβλέπουν και οριοθετούν το μέλλον. Αυτό θα απαντούσα σε όσους αμφισβητούν την αξία των κλασικών σπουδών». Η αστρολογική εμβόλιμος προσφέρει άραγε κάτι στον προσδιορισμό της αξίας των μύθων; Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: «[Ερ.] Τι μας προσφέρει η ανάγνωση ειδικά της Αινειάδας σήμερα; [Απ.] Η Αινειάδα δεν είναι ποίημα που εστιάζει σε ένα πρόσωπο, το επίκεντρο της είναι μια ολόκληρη κοινωνία που παλεύει όντας σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, όταν οι παλιές βεβαιότητες έχουν χαθεί. Είναι μια ιστορία περιπλάνησης, αναζήτησης και εύρεσης μιας ταυτότητας, άρα ακριβώς αυτό που χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη». Διερωτώμαι, αλήθεια, ποια ιστορική περίοδος δεν βρίσκεται «σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος», ή δεν χαρακτηρίζεται από «παλιές βεβαιότητες [που] έχουν χαθεί», αλλά και πότε η Ευρώπη δεν ήταν σε φάση «αναζήτησης και εύρεσης μιας ταυτότητας»;

— Διάβασα επίσης τη συνέντευξη της Τάνιας Τσανακλίδου, «Ο Μητσοτάκης είναι σαν τον Λουδοβίκο», στον μετρ του είδους Δημήτρη Κανελλόπουλο (Εφ.Συν. 21-22/1/23). Παραθέτω: 

«[...] Ψηφίζουν νόμους για να τους προστατεύουν από τη φυλακή. Δεν το ανέχομαι αυτό σε μια δημοκρατία. [Ερ.] Τι μπορούμε να κάνουμε; [Απ.] Να υπάρξει μια ιδεολογική ομπρέλα να μας καθοδηγήσει, να μας οργανώσει ώστε οι φωνές μας να μην είναι άναρθρες κραυγές αλλά φωνές που ενδεχομένως φέρουν αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή, όταν θα ξεχειλίσει το ποτήρι, θα βγούμε έξω. 

Χμ… [Αυτό το «χμ», για όποιον γνωρίζει τις εμπρηστικές ερωτήσεις/μπανανόφλουδες του κ. Κανελλόπουλου, συνιστά αναστοχαστική τροχοπέδη που αναδεικνύεται όχι μόνο ως το αυθεντικό μπιζού τής συνέντευξης, αλλά και σε εφαλτήριο για τη συνέχεια της απάντησης της κ. Τσανακλίδου.]

Αν δεν έχεις να ταΐσεις τα παιδιά σου, αν δεν έχεις χρήματα για το σχολείο, τι θα κάνεις; Θα αναπτύξουμε όλοι παραβατικές συμπεριφορές ή θα πούμε κάποια στιγμή «Φτάνει ώς εδώ, θα σε πάρω στο κυνήγι»; Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι επαναστάσεις στην ιστορία. Την παρούσα στιγμή βέβαια είναι παντοδύναμοι, γιατί έχουν τα ΜΜΕ εξαγορασμένα, να πουλούν το παραμύθι που αυτοί θέλουν. Ζούμε το «1984» του Όργουελ. Κανονικότατα». Λίγες γραμμές παρακάτω η κ. Τσανακλίδου λέει: «Θεωρώ ότι ο Αλέξης είναι ένα ηθικό άτομο που δεν επέτρεψε σε κανέναν από το κόμμα του να κλέψει. Δεν πρέπει να υπάρχει άλλη κυβέρνηση στη νεότερη ελληνική ιστορία που να μην έκλεψε ούτε ένας. Δες όμως πόσο αχάριστος λαός είμαστε, έχουμε μάθει με τους κλέφτες. Μας έκαναν να το θεωρούμε φυσιολογικό. Βγαίνουν και αυτοί στον ΣΚΑΪ και λένε πως οι νέοι δεν ξέρουν να κλέψουν, οι παλιοί το κάνουν πιο καλά. Μες στα μούτρα μας». 

Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και ο πιο σθεναρός πολέμιος της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν μπορεί να μην χαμογελάσει με τις αμετροέπειες της κ. Τσανακλίδου.