«Πιο πρόσφατα, αφού παράτησα τη στρατευμένη δημοσιογραφία, σε ένα στρογγυλό τραπέζι, πήρα το θάρρος να θέσω επί τάπητος το ζήτημα: “Αν ο Τύπος φιλοδοξεί να εκφράζει την κοινή γνώμη, όπως διακηρύσσει, γιατί τότε παραμένει μονοπώλιο της δημοσιογραφικής φυλής, που στη χώρα μας δεν είναι πάνω από εκατόν πενήντα άτομα, διευθυντές και αρχισυντάκτες; Να ανοίξει στο κοινό! Οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι να ασχοληθούν με το δελτίο και με ένα σχόλιο στις ειδήσεις, δύο ενασχολήσεις πλήρως ικανοποιητικές για να αιτιολογήσουν την ύπαρξή τους. Τα υπόλοιπα, την ουσία της εφημερίδας, να τα αφήσουν στη συνεργασία των συνδρομητών ή των αναγνωστών· ελεύθερη, ανόμοια και αποσπασματική συνεργασία, δίχως αμφιβολία: είναι όμως το μοναδικό μέσο για να δώσει φωνή στην αυθεντική “κοινή γνώμη””. Ένας από τους παρόντες συναδέλφους σχολίασε με τακτ ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι σημαίνει “να κάνεις” μια εφημερίδα. Οι άλλοι με είπαν παλαβό, με ανοιχτά μικρόφωνα».
— Γκουίντο Μορσέλι, Dissipatio H.G., μτφρ. Μ. Φραγκούλη, Loggia: 2023 (1977), σ. 101.
Αντί «quote της εβδομάδας», ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα που διάβασα το ΣΚ. Το πιο ενδιαφέρον, εδώ, δεν είναι ότι, τρόπον τινά, ο Μορσέλι δεν υποπτεύεται καν τι θα ακολουθούσε στο μέλλον, με τη φωνή της «αυθεντικής “κοινής γνώμης”», αλλά αν σήμερα θα «έθετε επί τάπητος», εκ νέου, το ζήτημα – έστω και μυθιστορηματικά.
— Διάβασα «Το Σκοτεινό μυστικό της Άλις Μανρό» (Inside story, 18/7/24) της Κατερίνας Οικονομάκου.
«”Το 1976, πήγα να επισκεφθώ τη μητέρα μου, Άλις Μανρό, για το καλοκαίρι, στο σπίτι της στο Κλίντον του Οντάριο. Μια νύχτα, ενώ η μητέρα μου έλειπε από το σπίτι, ο σύζυγός της, ο πατριός μου Τζέραλντ Φρέμλιν, ήρθε στο κρεβάτι όπου κοιμόμουν και με παρενόχλησε σεξουαλικά. Ήμουν εννέα ετών”. Με αυτές τις φράσεις ξεκινάει ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 7 Ιουλίου στην εφημερίδα Toronto Star. Το υπογράφει η Αντρέα Ρόμπιν Σκίνερ, η μικρότερη από τις τρεις κόρες της βραβευμένης με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Καναδής διηγηματογράφου, που πέθανε τον περασμένο Μάιο, σε ηλικία 92 ετών».
Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο της κ. Οικονομάκου για να διαπιστώσετε πως (και πώς) η διάσημη συγγραφέας, ουσιαστικά, “αδιαφόρησε” για το τι είχε συμβεί ανάμεσα στον σύζυγό της και τη μικρή κόρη της. Λέω “αδιαφόρησε”, σε εισαγωγικά, γιατί η συμπεριφορά της συγγραφέως δεν χαρακτηρίζεται από ό,τι ίσως θα ανέμενε κανείς, κρίνοντας από το πώς πιστεύει ότι θα αντιδρούσε η δική του μητέρα σήμερα, αν μάθαινε κάτι αντίστοιχο. Και λέω κάτι τόσο χονδροειδές γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν μέτρα και σταθμά. Υπάρχει νόμος και ηθική αλλά το πώς αντιδρά ο καθένας υπαγορεύεται τελικά από παράγοντες που διαφεύγουν της προσοχής των εξωτερικών παρατηρητών. Η συγγραφέας εγκαταλείπει αρχικά τον σύζυγό της αλλά «[λ]ίγους μήνες αργότερα, η Άλις Μανρό επέστρεψε στον άντρα της. “Μου είπε ότι δεν άντεχε να ζήσει χωρίς αυτόν” [...]. Επέμενε πως ό,τι κι αν συνέβη ήταν ανάμεσα στον Φρέμλιν και την Αντρέα, πως δεν αφορούσε την ίδια».
Διαβάζοντας το άρθρο θα παρατηρήσει κανείς, πιθανώς με κάποια έκπληξη, ότι η ίδια η Μανρό παραμένει αδιάφορη στο γεγονός. Μπορεί ο σύζυγός της –αργότερα καταδικάστηκε– να κακοποιούσε την κόρη της αλλά εκείνη ή αρνείται να το διαχειριστεί ή απλώς αδιαφορεί, πιθανώς πιστεύοντας ότι σε κάποιο βαθμό φταίει και η συμπεριφορά της κόρης της.
Χωρίς ουδόλως να υποτιμώ τη σημασία των αποκαλύψεων της Αντρέα Σκίνερ θα πω ότι ελάχιστη σημασία έχουν για την Άλις Μανρό ως συγγραφέα. Όποιος έχει διαβάσει, έστω και μέρος του έργου της, θα διαπιστώσει ότι η Μανρό είναι όχι απλώς καλή συγγραφέας αλλά εξαιρετική. Τα διηγήματά της χαρακτηρίζονται από τρομερή ευαισθησία, βαθιά ανθρωπιά και μετρονομική σημασία στη λεπτομέρεια. Η Μανρό ξεπερνάει σε ύφος και περιεχόμενο πολλούς δήθεν μεγάλους συγγραφείς. Και όσο κι αν ακούγεται περίεργο ή παράδοξο, οι αποκαλύψεις της κόρης της προσφέρουν στον αναγνώστη λογοτεχνίας πολύτιμες πληροφορίες για το πώς λειτουργεί, ή πώς δεν λειτουργεί, μια συγγραφέας. Όποιος ξινίζει ότι τολμώ να σκέφτομαι με αυτό τον τρόπο είναι απλώς υποκριτής – του εύχομαι όμως ο χρόνος να μην τον γιατρέψει από τις αγκυλώσεις και τις πλάνες του. Η κ. Οικονομάκου έχει συμπεριλάβει στο άρθρο και ένα «τουίτ», από μια ψυχολόγο («Mom of 4», όπως γράφει στο προφίλ της στο X), που φέρει μια φωτογραφία με τα βιβλία της Μανρό στον κάλαθο των αχρήστων. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πράττει όπως αισθάνεται για να συντηρήσει τις αντιλήψεις, ψευδαισθήσεις και αξίες με τις οποίες πορεύεται. Ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι, ή οφείλει να είναι, μια απολλώνια, άμωμη διαδικασία έμπλεη φωτός.
— Ας πιαστώ όμως από το «απολλώνιο» για να περάσω στο «διονυσιακό» και στις συνεντεύξεις του Θάνου Παπακωνσταντίνου, τόσο στην Καθημερινή, «“Ζούμε σε έναν παράλογο κόσμο”» (21/7/24), όσο και στο ΒΗΜΑgazino, «“Εγώ αντιλαμβάνομαι τον κόσμο σαν βία”» (21/7/24). Και οι δύο συνεντεύξεις είναι μέρος της προώθησης της παράστασης «Βάκχες», που θα παρουσιάσει ο σκηνοθέτης στην Επίδαυρο.
Παραθέτω από την Καθημερινή: «Θεός του θεάτρου, της ετερότητας, του διαμελισμού και της συγχώνευσης, της ευδαιμονίας και της καταστροφής, ο Διόνυσος στήνει ένα παιχνίδι που ο Ευριπίδης τελειώνει με ένα διαμελισμένο σώμα. Ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει στο σημείωμα της παράστασης: “Αν αυτό που διαμελίζεται επί σκηνής είναι το άνοιγμα στην ετερότητα, αυτό σημαίνει άραγε ότι έχει πια χαθεί για εμάς η προοπτική, μέσα από μια μύηση, μια πράξη συλλογική, να ανοίξουμε στο Άλλο, το δικό μας και του κόσμου; Τα κομμάτια μας δεν θα συνδεθούν ποτέ ξανά; Είμαστε καταδικασμένοι, όπως ο Πενθέας, να ζούμε περίκλειστοι στην καλά οχυρωμένη ατομικότητά μας;” Αλλά και «Η συζήτηση οδηγείται στο Άλλο που φέρνει ο Διόνυσος και στη συμπερίληψη που συζητάμε σήμερα».
Παραθέτω από το ΒΗΜΑgazino: «[Ερ.] Το έργο εμπεριέχει τη σύγκρουση παλιού/καινούργιου, λογικού/ά-λογου; [Απ.] Εγώ θα έλεγα με το Άλλο, το διαφορετικό. Και την ίδια στιγμή το Άλλο μπορεί να μορφοποιηθεί σε κάτι έξω από εμάς, όπως ο Διόνυσος είναι ξεκάθαρα ο θεός της ετερότητας, το Άλλο, προσωποποιημένο. Θεωρώ ότι την ίδια στιγμή είναι μια προβολή για το Άλλο που κουβαλάμε μέσα μας και φοβόμαστε να το δούμε, να το διαχειριστούμε, ώστε να ανοίξουμε προς κάτι διαφορετικό και άρα να μετακινηθούμε. Μας είναι πολύ πιο εύκολο να ακολουθούμε τις ρουτίνες μας, να στηριζόμαστε γύρω από τοίχους, από πανοπλίες από όρια».
Eκτός από βαρετά, όλα αυτά, και ειδικά η μεταγραφή του «Άλλο» με το κεφαλαίο «Α», λες και διαβάζουμε διάλεξη του Λακάν, όπως έχω αναφέρει ξανά, μόνο θυμηδία προκαλούν. Οι συνεντεύξεις, με τις επαναλαμβανόμενες αναφορές στην «ετερότητα», το μόνο αποτέλεσμα που δύνανται να έχουν είναι ο αναγνώστης να εξωθηθεί να παρακολουθήσει κάτι Άλλο.
— Διάβασα, ομολογουμένως κάπως καθυστερημένα, την κριτική της Διώνης Δημητριάδου «Ένας σύγχρονος Ροβινσόνας» (BookPress, 4/7/24) για το Νώε (Κίχλη: 2024) του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη.
Παραθέτω: «Έχοντας, όμως, εμπιστοσύνη στη γραφή του Παναγιώτη, το διάβασα, αφήνοντας στην άκρη την όποια προκατάληψη. Και καλά έκανα. Γιατί, ένας συγγραφέας με εναργή κοινωνική συνείδηση, όπως αυτός, δεν θα επέτρεπε στη γραφή του να απομακρυνθεί τόσο από τη σύγχρονη προβληματική, από τις σημερινές αγωνίες, μόνο και μόνο για να μας οδηγήσει σε ένα απώτατο μέλλον με ένα βιβλίο φαντασίας».
Όταν η κ. Δημητριάδου γράφει μια “κριτική” για τον φίλο της τον «Παναγιώτη», είναι νομίζω περιττό ο αναγνώστης να δίνει σημασία.