— Μιλάμε για αυτομυθοπλασία στη λογοτεχνία αλλά φαίνεται ότι μας διαφεύγει το συγκεκριμένο είδος στα κείμενα για τη λογοτεχνία. Πώς άραγε παρουσιάζει ο αναγνώστης/κριτικός τον εαυτό του μέσα από τα κείμενά του; Πώς αναδύεται δηλαδή το αναγνωστικό υποκείμενο; Με διάφορα, ο μετρ του είδους είναι ο Κυριάκος Αθανασιάδης, που αρθρογραφεί τακτικά στην Καθημερινή. Παραθέτω από το «Σκαπανέας της ηλιακής ενέργειας» (Καθημερινή, 22/12/24), παρουσίαση για το Ο εφευρέτης, του Μιγκέλ Μπονφουά (μτφρ.: Γ. Καράμπελας, Στερέωμα 2024) :
«Ο συγγραφέας (τι πένα!) θα αφιερώσει δέκα σελίδες περιγράφοντάς μας μονάχα από τι υπέφερε (βασικά από τα πάντα) το άτυχο παιδί, μέχρι να φτάσει στα είκοσί του χρόνια Διαβάζονται με το στόμα ανοιχτό, σαν να βουίζουν τα αυτιά σου από απογείωση αεροπλάνου. [...] Οι υψηλής ακρίβειας παρατηρήσεις του Μπονφουά, ίδιες με μέλι που στάζει στη γλώσσα σου, δεν σε αφήνουν να διαβάσεις πάνω από 10-20 σελίδες μονοκοπανιά, γιατι λιγώνεσαι. Οι δε περιγραφές των “δεύτερων ρόλων”, με αποτυπώσεις μικρών λεπτομερειών, σε κάνουν να χαμογελάς διαρκώς (“...όλη του η φυσιογνωμία είχε την απειλητική πελιδνότητα ενός μαραμπού κάτω από τη βροχή, σ. 146)».
Αντιπαρέρχομαι τις όποιες αντιρρήσεις θα είχε ο Νίκος Καββαδίας. Το κείμενο των περίπου επτακοσίων λέξεων περιέχει τρία θαυμαστικά, τη λέξη «αριστούργημα» και βέβαια την εισαγωγή: «Ένα από τα πιο όμορφα και αναπάντεχα βιβλία της χρονιάς που πέρασε δεν είναι παρά ένα μικρό βιβλίο που μιλάει για μια μικρή, σπαρακτική, αδικημένη ζωή». Σαν να μην έφταναν αυτά για να “πουληθεί” το βιβλίο, το κείμενο καταλήγει με δυο λόγια από τον μεταφραστή Γιώργο Καράμπελα:
«Οι ήρωες της επιστήμης είναι πολύ συχνά αντιήρωες της ζωής. Ο Μιγκέλ Μπονφουά, όχι μόνο είχε εμπεδώσει αυτή την (πικρή) αλήθεια, αλλά της δίνει σάρκα και οστά με άκρα γλαφυρότητα σκιαγραφώντας το πορτρέτο του Αυγουστίνου Μουσό, ξεχασμένου σκαπανέα της ηλιακής ενέργειας και χαρακτήρα αντάξιου ενός Θερβάντες, ενός Κάφκα, ενός Καμύ».
— Στο γνωστό πλέον «500 Λέξεις» της Καθημερινής, που επιμελείται η Αλεξάνδρα Σκαράκη, αυτή την εβδομάδα (22/12/24) ο Ευστάθιος Κάσσιος:
«– Περιγράψτε την ιδανική αναγνωστική συνθήκη.
– Υπό την ακρόαση ενός δίσκου του Chet Baker, “Wagner”, μαζί με σκωτσέζικο single malt, σε ορεινό χωριό».
— Διάβασα το «Στον πυρήνα της ύπαρξής μας» (Το Βήμα, 22/12/24) της Μαρίας Κουλούρη.
«Ο χρόνος πέρασε, οι συνθήκες που μας έφεραν στα τωρινά δεδομένα είναι γνωστές και το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν τελικά θέλουμε όσα μπορούμε. Και πράγματι μπορούμε να στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με αστραφτερά φωτάκια και φανταχτερές μπάλες. Μπορούμε να βρίσκουμε μια θέση στα βαρυφορτωμενο με εκλεκτά εδέσματα τραπέζια των οικογενειακών συνευρέσεων. Μπορούμε να διαθέτουμε χρήματα για δώρα και γλυκά. Μπορούμε να πραγματοποιούμε εξόδους σε μουσικές σκηνές, θέατρα και εστιατόρια. Μπορούμε να κάνουμε ταξίδια σε χειμερινούς προορισμούς εντός και εκτός συνόρων. Ακόμη και στις περιόδους κρίσης και ακρίβειας, όλοι κάπως βρίσκουν έναν τρόπο να περάσουν τις “γιορτές”. [...] Στην εποχή που μπορούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να έχουμε ό,τι θέλουμε, χρειάζεται να αναμετρηθούμε με την επιθυμία μας. [...] Στην ουσία, όμως, αυτό που συντελείται είναι η αποξένωση από τον πραγματικό εαυτό».
Η κ. Κουλούρη είναι τόσο πεπεισμένη ότι πλέον έχουμε καλύψει κάθε καταναλωτική επιθυμία μας, που επιδίδεται ψυχή τε και σώματι στα ενδότερα. Ποια ακριβώς ενδότερα; Δεν ξέρω να σας πω. Στον πυρήνα του άρθρου της πάντως διαβάζουμε για «Στην ουσία όμως, αυτό που συντελείται είναι η αποξένωση από τον πραγματικό εαυτό μας. Έτσι, δημιουργείται το οξύμωρο σχήμα κατά το οποίο, προκειμένου να συνδεθούμε αυθεντικά με τον εαυτό και τους άλλους, μέσω εξαρτητικών και μηχανικών συμπεριφορών να εμπίπτουμε σε χάσμα τόσο με τον εσώτερο εαυτό μας όσο και στη σχέση μας με τους άλλους. Έτσι μένουμε στατικοί σε ένα διαρκές παρόν, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουμε την παραδοξότητα της ύπαρξης και το αβέβαιο μέλλον που γεννά η σίγουρη γνώση του πεπερασμένου της ζωής μας. Μιας ζωής η οποία βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από την παρηγοριά της πατερικής ανθρωπολογίας, που υποστηρίζει “την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν” προς τον Θεάνθρωπο, η γέννηση του οποίου γιορτάζεται μεγαλοπρεπώς από την Εκκλησία τα Χριστούγεννα».
Η κ. Κουλούρη αυτοπροσδιορίζεται ως «ποιήτρια, υπαρξιακή ψυχοθεραπεύτρια, ιστορικός του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού». Σε άλλα βιογραφικά της βέβαια, εκτός από ποιήτρια, εμφανίζεται ως: «λογοθεραπεύτρια, σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και εμψυχώτρια θεατρικής ομάδας ενηλίκων με αυτισμό και νοητική υστέρηση».
Θα της πρότεινα, «ακόμη και στις περιόδους κρίσης και ακρίβειας», να επιμείνει στην ποίηση.
— Όταν επίκειται κάποια μεγάλη αλλαγή, που υποτίθεται ότι θα μεταμορφώσει άρδην τη ζωή μας, καλό είναι να συμβουλεύεται κανείς τους φιλοσόφους. Το κείμενο της Βάσως Κιντή «Δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν» (Καθημερινή, 22/12/24) είναι ό,τι πιο κατατοπιστικό μπορεί να διαβάσει κανείς για το θέμα:
«Σήμερα, ρωτάμε συχνά με απορία αν τα Μεγάλα Γλωσσικά Μοντέλα (ΜΓΜ) καταλαβαίνουν τη γλώσσα που χρησιμοποιούν, αν σκέφτονται, αν έχουν συναισθήματα, αυτενέργεια ή συνείδηση. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται ασφαλώς από το πώς θα ορίσουμε ή θα κατανοήσουμε τις αντίστοιχες έννοιες. Αλλά, εάν θέλαμε μια σύντομη απάντηση, θα λέγαμε ότι αυτή είναι “όχι”. Γιατί συμβαίνει αυτό; Όχι γιατί τα συστήματα αυτά δεν έχουν ψυχή. Ούτε ο άνθρωπος έχει ψυχή, μιλώντας με επιστημονικούς όρους. Πλην θρησκειών, έχουμε να μιλήσουμε κυριολεκτικά για ψυχή ή πνεύμα στον άνθρωπο από την εποχή του Ντεκάρτ. Η σύγχρονη φιλοσοφία και επιστήμη δεν δέχονται πνευματικές οντότητες και προσπαθούν να κατανοήσουν φαινόμενα όπως η συνείδηση με φυσιοκρατικούς όρους.
Γιατί, λοιπόν, δεν καταλαβαίνουν τα ΜΓΜ τη γλώσσα που χρησιμοποιούν; Διότι είναι “στοχαστικοί παπαγάλοι” (Bender et al 2021). Τι κάνουν; Παράγουν σημεία (γραφήματα, ήχους κ.λπ.) που σχηματίζουν λέξεις, προτάσεις και κείμενα. Τα σημεία από μόνα τους, όμως, δεν συνιστούν γλώσσα την οποία ο χρήστης κατανοεί. Τα σημεία αυτά πρέπει να έχουν και κάτι άλλο, το νόημα, για να μην είναι απλώς φυσικά αντικείμενα, για να είναι σύμβολα, για να αναφέρονται δηλαδή σε κάτι άλλο από τον εαυτό τους. Το σύμβολο στην αρχαιότητα ήταν “εκάτερον των μερών αστραγάλου ή δύο αρμοστών τμημάτων άλλου πράγματος” το οποίο χρησίμευε είτε για να αναγνωρίζεται η ταυτότητα εκείνου που το έφερε είτε ως απόδειξη μιας συμφωνίας (Λεξικό Δημητράκου). Οπως το σύμβολο για να λειτουργήσει χρειάζεται δύο μέρη, έτσι και η γλώσσα που συμβολίζει χρειάζεται δύο πράγματα: τα σημεία και το νόημα. Το λεγόμενο “Επιχείρημα του Κινέζικου Δωματίου», που ανέπτυξε ο φιλόσοφος Τζον Σερλ (John Searle) τo 1980, δείχνει ακριβώς ότι η ορθή ανταλλαγή απλώς σημείων δεν συνεπάγεται κατανόηση. Ας φανταστούμε, λέει ο Σερλ, έναν άνθρωπο που δεν ξέρει καθόλου κινεζικά και βρίσκεται κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο γεμάτο με κινέζικα σημεία (μια βάση δεδομένων) μαζί με ένα βιβλίο οδηγιών για τον χειρισμό τους (το πρόγραμμα). Ο άνθρωπος αυτός δέχεται απ’ έξω από το δωμάτιο άλλα κινεζικά σημεία τα οποία, χωρίς να το γνωρίζει, είναι ερωτήσεις στα κινεζικά. Ακολουθώντας τις οδηγίες του προγράμματος, χειρίζεται τα κινεζικά σημεία σωστά και απαντάει στις ερωτήσεις. Έτσι, περνάει το τεστ Turing για την κατανόηση κινεζικών ενώ εξ ορισμού δεν καταλαβαίνει κινεζικά».
— Την Πέμπτη 19/12 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το πολυαναμένομενο Θάνατος επί πιστώσει του Λουί-Φερντινάν Σελίν (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Εστία 2024). Παραθέτω το σχόλιο του Τζορτζ Στάινερ από την κριτική του «Cat man», που είχε δημοσιευτεί στο The New Yorker στις 24/8/1992. Το κείμενο υπάρχει μεταφρασμένο στο Περί λόγου, τέχνης και ζωής – Κείμενα στο New Yorker (μτφρ. Γ. Λαμπράκος, Πατάκης 2016):
«Δικαιολογεί ποτέ η αισθητική δημιουργικότητα, ακόμη και αν είναι πρώτης τάξεως, την επιδοκιμαστική παρουσίαση της απανθρωπιάς, πόσο μάλλον τη συστηματική υποκίνηση σε αυτήν; Μπορεί άραγε να υπάρχει μια λογοτεχνική αξία δημοσίευσης, μελέτης, κριτικής εκτίμησης που να υποστηρίζει τον ρατσισμό, που να καθιστά σαγηνευτική τη σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών ή να ωθεί σε αυτήν; (ο Ντοστογιέφσκι στέκει στην κόψη αυτού του ημίφωτος). Η φιλελεύθερη θέση ενάντια σε κάθε λογοκρισία είναι συχνά υποκριτική. Αν η σοβαρή λογοτεχνία και οι τέχνες μπορούν να διδάσκουν την ευαισθησία, να εξυψώνουν τις αντιλήψεις μας, να εκλεπτύνουν τις ηθικές μας διακρίσεις, μπορούν, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, να εκμαυλίζουν, να ευτελίζουν και να καθιστούν κτηνώδεις τις φαντασιώσεις και τις μιμητικές μας παρορμήσεις. [...] Το αμιγές βάρος των ρατσιστικών ύβρεων του Σελίν, οι έμπρακτες εκκλήσεις για σφαγή, η απουσία καθετί άλλου από σπασμωδικές ή σαρκαστικές μεταμέλειες, συνυφασμένα με μια δομική ιδιοφυία για ψυχολογική αποκάλυψη και δραματική αφήγηση – όλα αυτά θέτουν επιτακτικά το ζήτημα».
Ο Στάινερ, προφανώς, αναγνωρίζει ότι «[...] οι γυμνές θηριωδίες έρχονται μετά το Ταξίδι [στην άκρη της νύχτας] και δεν παραμορφώνουν –πέρα από ένα σχεδόν φαιδρό, ίσως σκοπίμως παλαβό προσωπείο– το καλύτερο μέρος των Από τον ένα πύργο ο άλλος και Nord. Αυτές οι επινοήσεις είναι που δικαίως εξασφάλισαν τη συμπερίληψη του Σελίν, προτού πεθάνει, στην έκδοση Pléiade, κορυφή του γαλλικού Παρνασσού».
Όσον αφορά το Θάνατος επί Πιστώσει τα πράγματα, κατά Στάινερ, είναι ξεκάθαρα:
«Το ένστικτό μου μου λέει ότι το Mort à crédit και το Bagatelles [pour un massacre] πρέπει να μουχλιάσουν στα ράφια των βιβλιοθηκών. Εκλαμβάνω τις πρόσφατες επανεκδόσεις ως ασύγγνωστη εκμετάλλευση για πολιτικούς ή εμπορικούς λόγους».
Ας περιμένουμε να δούμε λοιπόν πώς θα κρίνουν το μυθιστόρημα οι εγχώριοι αναγνώστες. Ας δούμε δηλαδή, με άλλα λόγια, και πόσο woke ενδημεί στα καθ’ ημάς.